Δημοσιεύτηκε
Θ’ αντηχήσει με νότες για άλλη μια φορά το Καλλιμάρμαρο από τη συναυλία με χορωδιακά έργα του Μίκη Θεοδωράκη, που θα δοθεί στις 19 Ιουνίου. Θα σπεύσουν όσοι εξακολουθούν να γοητεύονται από τη μουσική του και όσοι πιστεύουν ότι κάτι του χρωστάνε. Θα κάτσουν σπίτι όσοι τον περιμένουν στη γωνία να κάνει κάποια δημόσια παρέμβαση για να τον κρίνουν ή να τον επικρίνουν. Φανατικοί Συριζαίοι που εξανίστανται όταν κατακεραυνώνει την πολιτική του κόμματός τους. Διάφοροι Ανένταχτοι, θεωρώντας πως έπαψε ν’ ανταποκρίνεται στον φαντασιακό ορισμό της Αριστεράς. Νεοδημοκράτες που επιχαίρουν, νομίζοντας πως έχουν βρει έναν σύμμαχο στο πρόσωπό του και κάμποσοι μικρόψυχοι που εξαντλούν το ήθος τους σε χαρακτηρισμούς, τύπου «γέρο ξεκούτης». Όλοι αυτοί ωστόσο, όταν κάποτε φύγει από τη ζωή, θα ξεχειλίσουν από θλίψη και θα νιώσουν ορφανοί, ακριβώς τη στιγμή που θα διασκευάζεται ο στίχος «της υποκρισίας ήλιε νοητέ». Άλλωστε, σ’ όλη τη μακρά διαδρομή του δεν είναι λίγες οι φορές που αποκηρύχτηκε και λοιδορήθηκε από κόμματα και άτομα όλων των αποχρώσεων. Γιατί ο Μίκης ο ανυπότακτος, ο κυκλοθυμικός, ο ουτοπικός, ο υψιπέτης παρέμεινε πάντα το αδάμαστο άλογο που δεν χωρούσε σε κανέναν στάβλο, αλλά ήθελε να καλπάζει ελεύθερος εκεί όπου τον καλούσε το Χρέος και η μουσική.
Μετακόμισε την ποίηση από τα βιβλία στις ταβέρνες και στιs διαδηλώσεις. Όταν όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα περιόδευε απανταχού της γης για να καταγγείλει τη χούντα των συνταγματαρχών. Είναι ο άνθρωπος που για την αποφυλάκισή του έκαναν έκκληση ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς,ο Άρθουρ Μίλερ,ο Λώρενς Ολίβιε, ο Υβ Μοντάν κ.α. Που όταν διηύθυνε την ορχήστρα του άπλωνε σαν φτερούγες τα χέρια του κι «άρμεγε με τα μάτια του το φως της οικουμένης». Οι εξορίες, οι φυλακίσεις, το διαρκές παρών στους κοινωνικούς αγώνες, η αγωνία του για την παγκόσμια ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα γίνονταν έμπνευση και τραγούδι, μια λάβα που έτρεχε να την προλάβει πριν κρυώσει. Υποστήριξε πολιτικούς που δεν ταίριαζαν στο παρελθόν του και τον αποκάλεσαν οπορτουνιστή. Πήρε θέση για εθνικά θέματα και τον χαρακτήρισαν πατριδοκάπηλο, γιατί ζούμε την εποχή που αποκαθηλώνονται οι μύθοι και εύκολα ξεχνάμε πως από τις πηγές του όλοι μας ξεδιψάσαμε. Προσπερνούμε επίσης το γεγονός πως ο Μίκης δεν είναι πολιτικός, αλλά ένας καλλιτέχνης που κυνήγησε τις χίμαιρες. Είναι ο Ζορμπάς που «έκανε οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου». Είναι η Ελλάδα ολόκληρη με τις αντιφάσεις και τις οβιδιακές μεταμορφώσεις της. Είναι η Ρωμιοσύνη που «εκεί που πάει να σκύψει, να ‘τη πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει».
Να αντιπαρέρχεσαι επομένως την τεράστια προσφορά του και να μένεις μόνο σε κάποιες δηλώσεις, είναι σαν να αγνοείς πχ σκόπιμα το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου και να στέκεσαι στην τσιγγουνιά του. Όσο κοντόθωρη όμως κι αν είναι η οπτική ορισμένων, κανένας δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι υπήρξε ο μελωδός της Ιστορίας. Κι αυτή έχει ήδη αποφανθεί και τον έχει κατατάξει στα ένδοξα τέκνα της.