Δημοσιεύτηκε
Ήταν ένας επαναστάτης με αιτία. Ανήσυχο πνεύμα, ελεύθερο, υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τις ιδέες του. Υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία της Κουβανικής Επανάστασης, αν και Αργεντίνος, και όχι άδικα ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα….
Ένας συνεπής επαναστάτης που δεν καταλάγιασε ποτέ και πάντα πρόθυμος να θυσιάσει ακόμα και τη ζωή του για τους καταπιεσμένους όλου του κόσμου, όπου κι αν αυτοί βρίσκονταν…
Έγινε το απόλυτο σύμβολο της αιώνιας επανάστασης, το σύμβολο των εξεγερμένων (με ή χωρίς αιτία) σε όλη την υφήλιο. Έπεσε νεκρός πριν ακριβώς από 54 χρόνια. Ήταν Κυριακή 9 Οκτωβρίου του 1967 όταν ο ηγέτης των Γκερίλα Τσε Γκεβάρα θα υπέκυπτε στις σφαίρες του βολιβιανού στρατού σε ηλικία 39 ετών.
Η ζωή του…
Γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου του 1928 και ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του αντιπερονιστή αρχιτέκτονα Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια ντε λα Σέρνα, μίας εξαιρετικά δυναμικής γυναίκας που συμμετείχε δραστήρια σε αριστερά κινήματα. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής του, ήρθε στη ζωή στις 14 Ιουνίου 1928.
Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτούταν προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού.
Από τότε άρχισε να ασχολείται με αριστερές οργανώσεις και να γίνεται γνωστός στη Λατινική Αμερική. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Γκεβάρα συναντήθηκε με τον Φιντέλ Κάστρο στο Μεξικό και την ομάδα των εξόριστων επαναστατών.
Ο ρόλος του ήταν καταλυτικός στην ανάληψη της εξουσίας του Φιντέλ Κάστρο από τον Κουβανό δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα το 1959, ενώ λίγο αργότερα έγινε το δεξί χέρι του Κάστρο και υπουργός βιομηχανίας.
Ήταν μεγάλος πολέμιος της κυριαρχίας των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική και μάλιστα τάχθηκε υπέρ των αγροτών που επαναστατούσαν για την καταπολέμηση της κοινωνικής αδικίας. Ο Κάστρο τον είχε χαρακτηρίσει ως «καλλιτέχνη του επαναστατικού πολέμου».
Ο Τσε Γκεβάρα παραιτήθηκε-ορισμένοι λένε ότι διώχθηκε- από τη θέση του στην κουβανική κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1965, λόγω κάποιων των διαφορών που είχε με τον Κάστρο για την οικονομική και εξωτερική πολιτική της χώρας.
Η αρχή του τέλους του στη Βολιβία
Τον Απρίλιο του 1965 ο Γκεβάρα εξαφανίστηκε από τη δημόσια ζωή της Κούβας. Ως επαναστάτης που υπερασπιζόταν τις ιδέες είχε βάλει στόχο να ξεκινήσει εξέγερση και σε άλλα σημεία του πλανήτη και βρίσκεται έτσι στο Κονγκό, όπου θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος του 1965 σε προσπάθεια να οργανώσει εκεί επαναστατικό κίνημα.
Συνεργάζεται με κάποιους αντάρτες που δεν ενδιαφέρονται για εξτρεμιστικές πολιτικές και μετά από λίγο καιρό εγκαταλείπει άπραγος τη χώρα.
Επόμενος προορισμός του είναι η Βολιβία, όπου το έδαφος μοιάζει πιο πρόσφορο για επανάσταση. Φτάνει στη χώρα τον Νοέμβριο του 1966 μεταμφιεσμένος σε μεσόκοπο ουρουγουανό έμπορο με το όνομα Αντολφο Μενα Γκονζαλεζ.
Η επαναστατική του ομάδα αποτελούταν από περουβιανούς και κουβανούς αντάρτες και το λογικό θα ήταν να προσελκύσει κοντά του και βολιβιανούς αντιφρονούντες, ως τρόπο ενίσχυσης και υποστήριξης των σκοπών του. Οι βολιβιανοί κομουνιστές, ωστόσο, του γυρίσαν την πλάτη.
Οι ελπίδες του Τσε Γκεβάρα αναπτερώθηκαν όταν προσέγγισε τους αγρότες της Βολιβίας προσπαθώντας να στρατολογήσει τους κολίγους στον ένοπλο αγώνα του. Έπεσε και πάλι πάνω στην προπαγάνδα της βολιβιανής κυβέρνησης και έτσι οι πατριώτες χωρικοί δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν μια ξενόφερτη επαναστατική δύναμη.
Και μέσα σε όλα, η κυβέρνηση της Βολιβίας ανακάλυψε έγκαιρα τόσο την παρουσία του στη Βολιβία όσο και το κρησφύγετό του, πολύ πριν καταφέρει δηλαδή ο Τσε να εγκαθιδρύσει τη δύναμή του. Τις πληροφορίες έδινε η CIA.
Τον κυνήγησε λυσσαλέα ο βολιβιανός στρατός και τον ανάγκαζαν να μετακινείται συνέχεια. Διωκόμενος, λοιπόν, συνεχώς και χτυπημένος από άσθμα, ο Γκεβάρα δεν μπορούσε ούτε να αντεπιτεθεί όπως ήξερε, ούτε και να υποχωρήσει περαιτέρω στις ζούγκλες της Βολιβίας: η ομάδα του διασπάστηκε σε μικρότερους πυρήνες, με πολλούς από αυτούς να συλλαμβάνονται και να εκτελούνται.
Η σύλληψη και η εκτέλεσή του
Η σύλληψη του Τσε, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ήταν θέμα χρόνου κάτι το οποίο έγινε την 8η Οκτωβρίου του 1967. Ο βολιβιανός στρατός τον περικύκλωσε μαζί με τους μόλις 16 άντρες του που κρύβονταν σε έναν ξηροπόταμο γνωστό ως Quebrada del Churo. Στη 1:10 μ.μ. η ένοπλη μάχη ανάγκασε τους επαναστάτες να διασπαστούν. Κάποιοι έπεσαν νεκροί και άλλοι συνελήφθησαν.
«Μη με πυροβολείτε. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω περισσότερο ζωντανός παρά νεκρός», έλεγε στους Βολιβιανούς στρατιώτες.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης που δέχτηκε τραυματίστηκε από σφαίρα στο αριστερό του πόδι. Παρά τον τραυματισμό του, προσπάθησε να διαφύγει, αλλά τα τελικά αιχμαλωτίστηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες τον μετέφεραν αιμόφυρτο σε σχολείο της πολίχνης Λα Χιγκουέρα, όπου και ανακρίθηκε.
«Θα σκοτώσετε μόνο έναν άνθρωπο, όχι τις ιδέες μου»
Η διαταγή δόθηκε την επόμενη ημέρα από το πρόεδρο της Βολιβίας και ήταν σαφής. Ο Γκεβάρα έπρεπε να εκτελεστεί πάση θυσία. «Πυροβολήστε με δειλοί. Θα σκοτώσετε μόνο έναν άνθρωπο, όχι τις ιδέες μου», έλεγε όταν αντιλήφθηκε τι επρόκειτο να συμβεί. Το μεσημέρι της 9ης Οκτωβρίου του 1967 ο λοχίας Μάριο Τεράν τον γάζωσε με ημιαυτόματο όπλο.
Συνολικά εννέα σφαίρες τον «τρύπησαν» στο θώρακα και το στήθος. Ο Γκεβάρα έπεσε νεκρός σε ηλικία 39 ετών…
Δυστυχώς ο Τσε Γκεβάρα δεν μπόρεσε να «ησυχάσει» ούτε και μετά το θάνατο του. Ο βολιβιανός στρατός άφησε το άψυχο του σώμα πάνω σε τσιμεντένιο πλυσταριό, αφήνοντας τους στρατιώτες και τους ντόπιους να θαυμάσουν το… θέαμα.
Πολλοί ήταν αυτοί που τράβηξαν φωτογραφίες από τη σωρό του ενώ άλλοι έκοψαν τμήματα από τα μαλλιά του ως σουβενίρ. Ένας στρατιωτικός γιατρός τού ακρωτηρίασε τα δύο χέρια ως αποδεικτικό στοιχείο και στη συνέχεια το υπόλοιπο της σορού του τάφηκε σε άγνωστο σημείο. Ο τάφος του αποκαλύφθηκε το 1997 κοντά στο αεροδρόμιο του Βαγιεγκράντε από μια ομάδα κουβανών ιατροδικαστών. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κούβα και τάφηκαν στο Μαυσωλείο της Σάντα Κλάρα. Στην τελετή παρευρέθηκε ο Πρόεδρος Φιντέλ Κάστρο και χιλιάδες Κουβανοί.