Δημοσιεύτηκε
Καλοκαίρι του 1929.
Ο Χρήστος με δάκρυα στα μάτια έμπαινε, για μια ακόμη φορά, στο υπερωκεάνιο με προορισμό την Αμερική.
Ούτε τώρα δεν ήταν κανείς να του κουνήσει μαντήλι.
Πριν έξι μήνες είχε έρθει με σκοπό να παντρευτεί και τώρα η κυρά ήταν έγκυος και ο γιατρός είπε θα κινδύνευε με το ταξίδι και αυτή και το παιδί.
Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα.
Η μάνα του είχε γράψει για μια κοπέλα, που ήταν απ το χωριό τους εκεί κοντά στη Πόλη και τώρα μετά το ξεριζωμό βρίσκονταν με την οικογένεια της στο Βόλο όπως και η ίδια.
Καλό θα ήταν να παντρευτεί και καλό θα ήταν να παιρνε κοπέλα απ το τόπο του, είχε γράψει.
Αυτός ήταν ο λόγος που γύρισε απ την Αμερική 15 χρόνια αφότου έφυγε. Την είδε, του άρεσε.
Πήγε στο σπίτι της κοπέλας στο Βόλο με τη μάνα του, πατέρας δεν υπήρχε και τη ζήτησε απ τον θείο της, μιας ούτε εκείνη είχε πατέρα η αδελφό παρά μόνο μάνα.
Υποσχέθηκε στους δικούς της πως θα την έχει σαν αρχόντισσα, θα την έπαιρνε στην Αμερική, παντρεύτηκαν.
Όμως ήρθε η εγκυμοσύνη, τα χαρτιά δεν ήταν έτοιμα και ο ίδιος έπρεπε να φύγει. Έληγε η παραμονή του .
Ακούμπησε στη κουπαστή στριμωγμένος ανάμεσα στους επιβάτες της 2ης θέσης και κοίταζε αφηρημένα τον κόσμο πούχε μαζευτεί στην αποβάθρα στο Πειραιά να χαιρετήσει τους δικούς του.
Τίποτα δεν είχε σχέση με τη πρώτη φορά.
Θυμόταν πώς είχε βάλει η μάνα του ενέχυρο ένα χωράφι, να του βγάλει το εισιτήριο, όταν ο ίδιος παρασυρμένος από αφίσες εκεί στο χωριό, 18 χρονών παιδί, αποφάσισε να βρει τη δικιά του γη της επαγγελίας.
Ποτέ δε του άρεσαν τα χωράφια. Είχε στοιβαχτεί μ’ άλλα 800 άτομα σ ένα χώρο κάτω απ το κατάστρωμα, όπου ο αέρας έμπαινε μαζί με κύμα κι ήταν λίγος, ούτε να στρίψει καλά δε μπόραγε.
Χώρια η βρώμα απ τ’ άπλυτα κορμιά, το ξερατό και τις τουαλέτες που δε προλάβαιναν να απολυμανθούν.
Το φαί που διαφήμιζαν οι εταιρείες, αηδιαστικό συνήθως, πεταγόταν στη θάλασσα κι όσοι είχαν φράγκα βολεύονταν απ τις καντίνες.
Μόνο το πρωινό και όταν είχε πατάτες, δυο φορές όλες όλες στο ταξίδι είχε φάει κανονικά.
Κι ο ύπνος δύσκολος στις κουκέτες. 22 μέρες, χρόνος ατέλειωτος μα η λαχτάρα του ονείρου τους κράταγε.
Μόλις πλησίασαν το άγαλμα της Ελευθερίας είχε δει με τα μάτια του καμιά δεκαριά ίσως παραπάνω να πέφτουν στη θάλασσα πριν τους πλησιάσουν τα ρυμουλκά.
Ποιος ξέρει που κρύβονταν τόσες μέρες, δεν είχαν χαρτιά και έπεφταν στα παγωμένα νερά για ν αποφύγουν τον έλεγχο.
Όταν μπήκαν στο πόρτο όλους της 3ης θέσης τους πήγαν με βάρκες στο νησί του διαβόλου… Tο Ellis Island.
Πρώτα τους ψέκασαν για ψείρες μετά τους έβαλαν στη σειρά και τους εξέτασαν γιατροί.
Τέτοια αγωνία δε συγκρινόταν ούτε με εφιάλτη.
Είδε πάνω στη κάρτα του το ΟΚ και κατάλαβε ότι πέρασε.
Άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί.
Όσοι αρρώστησαν στο ταξίδι τους γύρισαν στο βαπόρι.
Αυτοί θα επέστρεφαν πίσω.
Έμεινε 10 μέρες στο Έλλις γιατί κάτι είχε γίνει και τους πέρασαν από άλλες 2 επιτροπές.
Και τελικά βρέθηκε να περπατά στο Μανχάταν με μια βαλίτσα στο χέρι .
Δεν ήταν ότι το καλύτερο κείνα τα χρόνια νάσαι Έλληνας στην Αμερική.
Οι πρώτοι πούχαν πάει λίγο πριν λίγο μετά την αρχή του 20ο αιώνα είχαν χρησιμοποιηθεί σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός κι αυτό έκανε τους «ντόπιους» να τους μισήσουν.
Υπήρξαν και αρκετές παρανομίες άλλες πραγματικές άλλες προβοκατόρικες από αστυνομία και ντόπιους και το κακό όνομα δεν άργησε να βγει
“Βρωμοέλληνες” ( filthyGreeks) τους αποκαλούσαν ενώ υπήρξε εστιατόριο στη Καλιφόρνια που είχε απ’ έξω ταμπέλα με τίτλο «AllAmerican. No rats. No Greeks» (καθαρά Αμερικανικό, όχι ποντίκια, όχι Έλληνες ).
Τέτοιες δόξες.
Επίσης χαρακτηρίστηκαν ως μη “λευκοί” μαζί με Ιταλούς και Αλβανούς, ένα τίτλο που είχαν μόνο βορειοευρωπαίοι και τη διάκριση έκαναν οι Ιρλανδοί οι πρώτοι μετανάστες.«Λευκή Γυναίκα εθεάθη με Έλληνα!»
Χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες για ν αποτινάξουν από πάνω τους τις ρετσινιές…
Με την εργατικότητα τους όμως, το πείσμα τους, τη στάση της Ελλάδας στο δεύτερο Παγκόσμιο η εικόνα άλλαξε και πήραν τη θέση που τους άξιζε σαν αξιοζήλευτο κομμάτι της Αμερικάνικης κοινωνίας..
Μέχρι τότε όμως είχαν υποστεί πολλά.
Σ’ αυτό το κλίμα έφτασε ο Χρήστος στην Αμερική, τη πρώτη νύχτα τη πέρασε σ’ εστιατόριο Έλληνα , του χε δώσει κάτι φράγκα να τον αφήσει να κοιμηθεί στις καρέκλες.
Την άλλη μέρα κάποιος τον πήγε στο τραίνο για το Ντιτρόιτ. Εκεί ζούσε ένας θείος του .
Το «δίκτυο» ήταν καλά οργανωμένο γιατί τον πήρε κάποιος απ το σταθμό και τον πήγε στο θείο του .Ο θείος απ την άλλη κιόλας μέρα τον έστειλε να δουλέψει λάντζα σ’ εστιατόριο.
Λίγα τα λεφτά το όνειρο εξαργυρώθηκε με στοίβες πιάτα και κατσαρόλες αλλά τουλάχιστον υπήρχε δουλειά κι ένα πιάτο φαί.
Τέλειωνε μετά από 10-11 ώρες τα πιάτα και έπιανε άλλες 2-3 ένα κασελάκι να παριστάνει το λούστρο. Και τα δυό τάκανε καλά. Σιγά σιγά μπήκε στη κουζίνα έμαθε να μαγειρεύει μάζεψε περισσότερα λεφτά ξεχρέωσε το ενέχυρο πούχε βάλει η μάνα του για το εισιτήριο.
Ο εστιάτορας τον συμπάθησε. Άρχισε να τον αφήνει στο πόδι του και μετά από 7 χρόνια όταν σκόπευε να τα παρατήσει του πούλησε το εστιατόριο κοψοχρονιά.
Δεν ξόδευε άσκοπα, παρ’ ότι άλλοι Έλληνες έπαιζαν ιππόδρομο, στοιχημάτιζαν κ έχαναν λεφτά. Αυτός μάζευε. Να μη τα πολυλογούμε τα λεφτά γέννησαν λεφτά και πια δεν είχε πρόβλημα να ξοδέψει. Τότε ήταν που ο διάολος εμφανίστηκε με την μορφή χαρτιών (όχι της τράπουλας) αλλά μετοχών. Υπήρξε «πυρετός». Πολλοί έκαναν τα δολάρια τους μετοχές ή δανείζονταν απ τις τράπεζες να αγοράσουν μετοχές… Μαζί τους και ο Χρήστος.
Ότι περίσσευε έκανε μετοχές ενώ δανείστηκε απ τη Τράπεζα με υποθήκη το εστιατόριο και πήρε ακόμη ένα από Έλληνα που γύριζε στη πατρίδα.
Έτσι τώρα καλοκαίρι του ‘29 γύριζε ξανά στην Αμερική παντρεμένος, με τη γυναίκα να περιμένει το παιδί του στην Ελλάδα και σχέδια να τον ακολουθήσει στην Αμερική.
Ο ίδιος ένιωθε δικαιωμένος. Το αμερικάνικο όνειρο, το δικό του όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα στη χώρα της ευκαιρίας.
Το ‘29 η Αμερική – και όχι μόνο – δέχτηκε ένα απ τα μεγαλύτερα χτυπήματα στην Ιστορία .
Το μεγάλο κραχ απέδειξε ότι το χρηματιστήριο είναι μια φούσκα, ιδίως όταν δε ξέρεις ή δεν είσαι μες τα πράγματα.
Αποτέλεσμα καταρρεύσεις και κλεισίματα τραπεζών, χιλιάδες σ’ ένα χρόνο, διάλυση επιχειρήσεων, κόσμος απ τη μια μέρα στην άλλη χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς μετοχές βρέθηκε στο δρόμο.
Αυτοκτονίες, πείνα, ουρές ανέργων. Ο Χρήστος έχασε ότι οικονομίες είχε, οι δουλειές έπεσαν, δε μπορούσε να ξοφλήσει τα δανεικά και οι μετοχές έγιναν μια φούχτα άχρηστα χαρτιά.
Απόγνωση, δράμα – όπως εκατομμύρια άλλοι.
Στο μεταξύ είχε γεννηθεί η κόρη του και η γυναίκα του περίμενε στο Βόλο νάρθουν τα χαρτιά για να φύγουν γι’ Αμερική.
Όμως ο Χρήστος αισθανόταν πια ξοφλημένος.
Αυτά που έταξε δε μπορούσε να τα υλοποιήσει… αλλά είχε γυναίκα και παιδί ένιωσε υπεύθυνος κάτι έπρεπε να κάνει, έτσι ξανάρχισε απ την αρχή. Ξέθαψε το κασελάκι του λούστρου κ άρχισε δουλειές του ποδαριού.
Πέρασαν 3 χρόνια σκέτη κόλαση μέχρι να ξαναπιάσει δουλειά κανονική. Λατζέρης σ εστιατόριο..
Μάζευε λεφτά τάβαζε σ’ ένα φάκελο και γράφοντας 2-3 αράδες πότε με κανένα γνωστό πότε με το ταχυδρομείο τα στελνε στην Ελλάδα νάχουν η γυναίκα και το παιδί που μεγάλωνε.
Η γυναίκα του, δεν προλάβαινε να ρθει το γράμμα και απαντούσε, λες και το επόμενο θα ρχόταν πιο γρήγορα.
Ποτέ δεν ορθοπόδησε απλά τα “βγαζε πέρα κι έστελνε στην Ελλάδα.
Ύστερα ήρθε ο πόλεμος δε μπορούσε να στείλει, όμως οι δουλειές άνοιξαν.
Βλέπεις ο πόλεμος πάντα φέρνει δουλειές εκτός από θάνατο. Κακό για τις ζωές καλό για την οικονομία.
Αυτό το “περίμενε” κράτησε σαράντα ολόκληρα χρόνια. Κάθε 3 ή 6 μήνες έφτανε στη γυναίκα του ο φάκελος με λεφτά όχι πολλά αλλά αρκετά.
Αυτή δεν την ένοιαζαν τα λεφτά, τα έδινε για το παιδί και μετά για το εγγόνι αφού στο μεταξύ η κόρη παντρεύτηκε.
Την κόρη του πάντα κυνηγούσε εκείνο το «πατρός μετανάστη» που της κόλλησαν συμπληρώνοντας το δίπλα στα στοιχεία του πατέρα της στο σχολείο στο Βόλο.
Τίνος είναι αυτή ; «πατρός μετανάστη» λες κ ήταν ρετσινιά.
Η γυναίκα του όμως ζούσε γι αυτές τις 5-6 αράδες, κάθε λέξη τους έκρυβε μια ελπίδα και την ιστορία μιας ζωής.
Της έγραψε και του έστειλε χαρτιά για να της βγάλει σύνταξη νοικοκυράς σα γυναίκα αμερικανού υπηκόου πράγμα που έγινε.
Η γυναίκα του τώρα είχε μια ελπίδα παραπάνω αφού έπαιρνε σύνταξη απ την Αμερική.
Άλλωστε σ’ ένα γράμμα τις είχε γράψει πως «σε τέσσερα χρόνια άμα θέλει ο Θεός θ’ ανταμώσουμε».
Ώσπου εκεί αρχές της δεκαετίας του 70 είχαν περάσει πάνω από εξ μήνες που η γυναίκα του δεν είχε πάρει γράμμα.
Ένα πρωί ο ταχυδρόμος , αγγελιοφόρος κάθε χαράς και λύπης χτύπησε τη πόρτα. Κρατούσε στα χέρια ένα γράμμα .
«Από πού είναι αυτό»; ρώτησε η γυναίκα με λαχτάρα.
«Απ την Αμερική, αλλά μοιάζει μ’ αυτό που έστειλες» της είπε ο ταχυδρόμος και έβγαλε το καπέλο δίνοντας της το φάκελο.
Ο φάκελος είχε ένα μαύρο περίγραμμα και έγραφε στα αγγλικά «Deceased. Return to sender» («Επιστρέφεται στον αποστολέα λόγω θανάτου»).
Πολλά εκατομμύρια οι Έλληνες που κυνήγησαν το όνειρο για μια καλύτερη ζωή στη ξενιτιά.
Ποτέ δεν τα βρήκαν εύκολα όπου κι αν πήγαν. Άλλοι δεν αντάμωσαν τ’ όνειρο, άλλοι το άγγιξαν χωρίς να το ζήσουν όπως θα θελαν κι άλλοι κατάφεραν και το ζησαν.
Σ’ όλους όμως χρωστάμε κάτι γιατί είναι δικοί μας άνθρωποι. Να μη τους ξεχνούμε έστω κι’ αργά.
Μετά απ όλα όσα διάβασες στο προηγούμενο μέρος Ι «τα παγκάκια» , γι αυτά που τράβηξαν οι πρόσφυγες γυρίζοντας στο τόπο τους και όσα διάβασες εδώ γι αυτά που τράβηξαν οι μετανάστες πηγαίνοντας στην Αμερική σκέψου και απάντησε στο ερώτημα.
Οι παππούδες μας πρόσφυγες. Οι γονείς μας μετανάστες. Εμείς ρατσιστές;
Στην Αμερική
Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου – Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου