Δημοσιεύτηκε
Αν για κάποιους οι συνθήκες της γέννησης του Ιησού, το περιεχόμενο της διδασκαλίας του, η δράση και τα θαύματά του είναι ζητήματα αβέβαια, η αιτία του θανάτου του είναι πέρα από κάθε αμφιβολία. Το μόνο που δεν αμφισβητείται για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ είναι ότι εκτελέστηκε από τους Ρωμαίους για τη στάση του εναντίον της κυβέρνησης, ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε ως επαναστάτης υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου.
Ήταν ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, κοινωνικός επαναστάτης; Υπήρξε ένας σοσιαλιστής, συνήγορος των φτωχών; Ήταν μήπως ο ηγέτης των Ζηλωτών; Μήπως κάποιοι από τους μαθητές του όπως ο Σίμων ο Ζηλωτής και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ανήκαν στους Ζηλωτές, τους αντιστασιακούς και πολιτικούς επαναστάτες της εποχής εκείνης και τους ορκισμένους εχθρούς της Ρώμης; ‘Ήταν το κίνημα του Ιησού ένα πολιτικό επαναστατικό κίνημα; Ήταν ένας τύπος σαν τον Σπάρτακο, τον Λένιν, τον Τσε Γκεβάρα, τον ιερέα Camιllο Τοrreς που πολέμησε για την απελευθέρωση της Κολομβίας, ή οποιοδήποτε άλλον μπορεί να φανταστεί κανείς από τους γνωστούς πολιτικούς επαναστάτες; Για πολλούς διανοητές διάφορων ιδεολογιών αλλά και Θρησκειολόγων η απάντηση είναι καταφατική.
Το ότι ο Ιησούς υπήρξε κοινωνικοπολιτικός επαναστάτης, υπήρξε η αγαπημένη θεωρία των άθεων και των μαρξιστών ιστορικών, αρχής γενομένης από τον Μαρξ και τον σοσιαλιστή Karl Kautsky, που στο βιβλίο του Η Γένεση του Χριστιανισμού (1908), προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Ιησούς υπήρξε ένας Μεσσίας επαναστάτης που ηγήθηκε ενός κομμουνιστικού κινήματος της Παλαιστίνης το οποίο απέτυχε, άποψη που επανέλαβε αργότερα και ο Έλληνας μαρξιστής Γιάννης Κορδάτος στο έργο του Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός.
Πιο επιστημονικός και τεκμηριωμένος εμφανίζεται στα 1929, ο Robert Eisler, στο βιβλίο του Ιησούς βασιλεύς ου βασιλεύσεας, που παρουσιάζει τον Χριστιανισμό ως εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, και τον Ιησού ως εθνικό Μεσσία Επαναστάτη. Κάποιοι άλλοι είδαν τον Ιησού ως ζηλωτή επαναστάτη όπως τον είδε και ο Reimarus …
Πιο πρόσφατα, είδαν το φως της δημοσιότητας εργασίες θεολόγων, που τονίζουν τη σημασία του κηρύγματος και της δράσης του Ιησού την οποία χαρακτηρίζουν «επαναστατική», δίνοντας έμφαση σε κάποια σημεία της διδασκαλίας του ή περιστατικά της ζωής του. Έτσι ο Γερμανός θεολόγος Jürgen Moltmann στη δεκαετία του 1970 μίλησε για έναν «Μεσσία της ελπίδας» και για τη «θεολογία της ελπίδας», ακολουθώντας τον φιλόσοφο Ernst Bloch που πιο πριν απ’ αυτόν, μίλησε για την«αρχή της ελπίδας», δίνοντας έμφαση στην μεταβολή του κόσμου δια του επαναστατικού μηνύματος του Χριστιανισμού.
Κάποιοι άλλοι μίλησαν για μια «θεολογία της απελευθέρωσης» (theology of liberation), ιδιαίτερα στους λαούς της Λατινικής Αμερικής. Εφόσον ο Ιησούς υπήρξε ο κατεξοχήν απελευθερωτής του ανθρώπου, δεν δίστασε, κατά την άποψή τους, να καταφύγει και στη βία, π.χ. αναποδογυρίζοντας τις τράπεζες των αργυραμοιβών στο ναό.
Ο Samuel George Frederick Brandon (1907-1971) ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Leeds. Από το 1951, ήταν Καθηγητής Συγκριτικής Θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Χειροτονήθηκε το 1932 μετά από εκπαίδευση σε Αγγλικανική Mirfield, και στη συνέχεια έκανε επτά χρόνια ως ιερέας έως την εγγραφή του ως εφημέριος του στρατού στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από αυτό ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα το 1951. Όπως διαβάζουμε στο historytoday μία από τις πιο διάσημες θεωρίες του, η οποία δημιούργησε συζητήσεις μεταξύ μελετητών, ήταν η προσπάθειά του να αποδείξει ότι ο Ιησούς ήταν ο πολιτικός ηγέτης της εβραϊκής επανάστασης με ισχυρή επιρροή του κινήματος των Ζηλωτών. Αυτό, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε όλο τον κόσμο μιας και παρουσιάζει τον Ιησού ως πολιτικό ακτιβιστή.
Η άποψη κάποιων από αυτών των ερευνητών, είναι ότι ο Ιησούς και μερικοί αν όχι όλοι από τους μαθητές του, ανήκαν στις τάξεις των Ζηλωτών, των Ιουδαίων επαναστατών δηλαδή, της εποχής εκείνης, που απέβλεπαν σε πολίτικη, κοινωνική και θρησκευτική απελευθέρωση της Ιουδαίας από τη Ρώμη με ένοπλο αγώνα.
Οι παραπάνω ερευνητές απαντούν στο ερώτημα περί Ιησού ως πολιτικού ακτιβιστή-επαναστάτη καταφατικά, και προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα που αντλούν μέσα από τα Ευαγγέλια.
Οι οπαδοί της θεωρίας του Ιησού Ζηλωτή–επαναστάτη, επιμένουν ότι υπάρχουν και άλλα επιχειρήματα υπέρ της άποψής τους, και προσάγουν τα επόμενα λόγια του Ιησού:
«Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην… Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν…»(Ματθ. 10:34–36).
Το επιχείρημα που αντλείται από το χωρίο αυτό, είναι, ότι, ο Ιησούς ήταν αποφασισμένος να καταφύγει στην βία όπως έκαναν και οι Ζηλωτές.
Κάποιοι, είδαν μια δικαίωση της θέσης τους για Ιησού πολιτικό επαναστάτη, στην γνωστή εκδίωξη των αργυραμοιβών από τον ναό και την ανατροπή των τραπεζών τους από τον Ιησού, επεισόδιο που έγινε λίγο προ του σταυρικού του θανάτου.
Η αλήθεια είναι ότι στα Ευαγγέλια, ο Πιλάτος εμφανίζεται ως αναποφάσιστος διοικητής που υπέκυψε στις πιέσεις των Αρχιερέων και καταδίκασε τον Ιησού, χωρίς να έχει πειστεί για την ενοχή του. Μάλιστα, πριν ανακοινώσει την απόφαση του, ο Πιλάτος «ένιψε τας χείρας του», ορίζοντας ως μοναδικούς υπεύθυνους τους Αρχιερείς. Αυτή ήταν μια εβραϊκή συνήθεια που δήλωνε την αποποίηση των ευθυνών....
Ο Γάλλος θρησκειολόγος Έρνεστ Ρενάν, δέχεται πως τα ιερά κείμενα αποδίδουν, μέσες άκρες, την πραγματικότητα. Αντίθετα άλλοι φρονούν, ότι παραποιούν την αλήθεια για να καλοπιάσουν την Ρωμαϊκή εξουσία. Κατά την γνώμη του Brandon, τα Ευαγγέλια και ιδιαίτερα τα κατά Ματθαίο γράφτηκαν λίγο μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (71 μ.Χ.). Οι συγγραφείς τους, έπρεπε να αποφύγουν τον κίνδυνο, να χαρακτηρισθούν οι οπαδοί του Ναζωραίου, συνένοχοι των νικημένων. Τα στρίψανε έτσι ώστε να αμβλύνουν τις αντικαθεστωτικές αιχμές τους.
Ο ιστορικός, ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει τι πραγματικά συνέβη εκείνη την πρώτη Μεγάλη Παρασκευή, φαίνεται ότι αμέσως διαπιστώνει ότι οι εβραϊκές αρχές συνέλαβαν τον Ιησού, επειδή τον θεωρούσαν ως απειλή για την ειρήνη και την ευημερία του εβραϊκού κράτους, για την οποία ήταν υπεύθυνη για τους Ρωμαίους.
Μετά ανακρίνουν τον Ιησού, τον παραδίδουν στον Πόντιο Πιλάτο, κατηγορώντας τον ως ανατρεπτικό με βάση τη διδασκαλία και τη δράση του. Ο Πιλάτος αποδέχθηκε εν τέλει τη δράση του Ιησού και διέταξε τη σταύρωσή του.
Και τα τέσσερα Ευαγγέλια (Κατά Ματθαίο, κατά Μάρκο, κατά Ιωάννη και κατά Λουκά) αναφέρουν ότι ο Πιλάτος, κατάλαβε αμέσως πως ο κατηγορούμενος είναι αθώος. Προσπάθησε να τον βοηθήσει. Προσέκρουσε όμως στην μοχθηρία των Εβραίων. Είδε πως δεν γίνεται τίποτα. Φοβήθηκε στάση. Θέλοντας και μη, επικύρωσε την άδικη καταδίκη. Σύμφωνα μάλιστα με το κατά Ματθαίο, η σύζυγός του, του παράγγειλε να μην τον θανατώσει.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη στους Χριστιανικούς κύκλους ο Ιησούς από την Ναζαρέτ δεν υπήρξε ένας πολιτικός. Παρά τον τίτλο του ως «υιού του Δαυίδ», ο οποίος εξάλλου ποτέ δεν διατυπώθηκε από τα χείλη του, ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε για την πολιτική, τουλάχιστον με τη σύγχρονη σημασία της λέξης, αν και, μιλώντας γενικά, κάθε δημόσια άποψη καταλήγει να έχει φυσικά μια επίπτωση στο επίπεδο οποιασδήποτε πόλης ή κοινότητας. Επιπλέον, ο Χριστός δεν είχε ποτέ συναναστροφές με τους ισχυρούς ανθρώπους της χώρας του. Αναμφισβήτητα, η εξουσία του δεν ήταν εδραιωμένη πάνω σε διεκδικήσεις ούτε γενεαλογικές, ούτε θεσμικές, αλλά αντιθέτως έγκειτο σε μια κοινώς λεγόμενη «χαρισματική αυθεντία», σύμφωνα με την θεωρία που διατύπωσε και ανέπτυξε ο Max Weber.
Κατά την άποψη αυτή, αυτό που μερικοί συγγραφείς υποστήριξαν στη δεκαετία του ’70 του περασμένου αιώνα σχετικά με έναν ζηλωτή ή επαναστάτη Ιησού ανήκει πλέον στο παρελθόν της έρευνας γύρω από τις χριστιανικές απαρχές. Ακόμα και το γεγονός στην Ιερουσαλήμ στο χώρο του Ναού δεν είχε καμία πρόθεση ζηλωτισμού, έστω και αν ήταν και έπρεπε να εμφανιστεί ως μια σφοδρή πολεμική χειρονομία έναντι του θεσμικού ιερατείου. Η τυπολογία των δημοσίων παρεμβάσεων του είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των διαφόρων ανταρτών, οι οποίοι εμφανίστηκαν στην Παλαιστίνη από τα χρόνια της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου μέχρι και το 50ο έτος του πρώτου αιώνα, για τους οποίους μας πληροφορεί ο Φλάβιος Ιώσηπος, και οι οποίοι απαιτούσαν κυριολεκτικά την βασιλεία ασκώντας βιαιοπραγίες.
Η δική του επανάσταση ήταν μια επανάσταση αξιών, και το ρητό που διαβάζουμε στο κατά Λουκάν 16,16 (« Ο νόμος και οι προφήτες μέχρι του Ιωάννου του Βαπτιστού διαπαιδαγώγησαν τους ανθρώπους· και τώρα έχουν παραχωρήσει την θέση τους στην εποχήν της χάριτος. Διότι από τον καιρόν του Ιωάννου του Βαπτιστού κηρύσσεται φανερά και όχι συγκεκαλυμμένα η χαρμόσυνη αγγελία της Βασιλείας του Θεού. Και καθένας, που ποθεί την σωτηρίαν του, βιάζει τον εαυτόν [βιάζεται = ασκεί βία] του για να εισαχθεί σε αυτήν») μπορεί να ερμηνευθεί, είτε με την έννοια ότι οι βίαιοι άνθρωποι είναι τώρα οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, όχι ως σφετεριστές, αλλά ως αποδεκτοί στη Βασιλεία αν και γενικά δεν θεωρούνται άξιοι γι’ αυτό, είτε με την έννοια πως οι αυτοί που ασκούν πραγματική βία μεταφορικά είναι ο ίδιος ο Ιησούς και οι μαθητές του, εφόσον ανατρέπουν το αξιακό τρίπτυχο της δύναμης, του πλούτου και της διδασκαλίας, τις οποίες γενικά οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ως εργαλεία κυριαρχίας.
Για τους Θεολόγους που «βλέπουν» στον Ιησού μόνο τον απεσταλμένου από τον Θεό εσχατολογικό προφήτη, ο Ιησούς, έπειτα από την πρώτη δίκη που ασκήθηκε εναντίον του από τις εβραϊκές αρχές με την κατηγορία για βλασφημία, παραπέμφθηκε στην τοπική ρωμαϊκή αρχή, η οποία αιτιολόγησε την τελευταία καταδικαστική απόφαση με μια κατηγορία πολιτικής υφής, δηλαδή αυτή του «βασιλιά των Ιουδαίων» και συνεκδοχικά του σφετεριστή της εξουσίας του Καίσαρα. Έτσι εκλάπη κυριολεκτικά η πραγματική του ταυτότητα, του Υιού του Θεού.
Σε χειρόγραφο της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, που μνημονεύει και ο Αθανάσιος Υψηλάντης στο έργο του «Τα μετά την Άλωσιν» (1453-1789), αναγράφεται ότι στην Ακυληία της Ιταλίας βρέθηκε γραπτό κείμενο της καταδικαστικής απόφασης του ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ κατά του Ιησού.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο Χριστός, ύστερα από επίμονη απαίτηση του Ιουδαϊκού Συνεδρίου, καταδικάστηκε σε σταυρικό θάνατο. Στο κείμενο της απόφασης αναγράφονται στην αρχή στοιχεία που προσδιορίζουν τον χρόνο της έκδοσής της. Αναφέρεται έπειτα σε συγκεκριμένα ονόματα των κρατούντων τον καιρό εκείνο.
Το κείμενο της καταδικαστικής απόφασης εισέρχεται στο ουσιαστικό μέρος, που «κρίνει και καταψηφίζει» τον Χριστό «εις θάνατον». Τον χαρακτηρίζει ως επαναστάτη, ταραχοποιό, «άνθρωπον στασιώδη» εναντίον του μωσαϊκού νόμου και εναντίον του αυτοκράτορα Τιβέριου. Καθορίζει τη θανάτωσή Του διά σταυρώσεως με καρφιά. Δικαιολογεί την απόφαση αυτή με κατηγορίες κατά του Χριστού ότι τάχα προκαλούσε εξέγερση όχλου, πολλών πλουσίων και φτωχών στην Ιουδαία και κυρίως διότι εμφανιζόταν ως Υιός του Θεού και βασιλεύς του Ισραήλ. Επισημαίνει ακόμη, ως τόλμημα τη θριαμβευτική είσοδο και υποδοχή Του στα Ιεροσόλυμα, από πλήθος λαού, που τον επευφημεί ως άρχοντα νόμιμης εξουσίας. Δίνει επίσης εντολές για τη μαστίγωσή Του και τον εμπαιγμό Του, όπως να του φορέσουν πορφύρα, να τον στεφανώσουν με ακάνθινο στεφάνι και τέλος, να τον οδηγήσουν στον Γολγοθά προς τον οποίο θα πορεύεται κουβαλώντας ο ίδιος τον Σταυρό του μαρτυρικού θανάτου Του.