Δημοσιεύτηκε
Πετάγομαι τρομαγμένη από το όνειρο. H κουκουβάγια να με κοιτάζει. Ξαπλώνω ξανά. Δεν μπορώ να ησυχάσω. Ξανασηκώνομαι. Ανατριχιάζω κι ας είναι γλυκιά η βραδιά. Τα τσιγάρα μου γνέφουνε. Ναι, είναι μια κάποια ανακούφιση.
Στέκομαι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Η κουρτίνα ίσα που λικνίζεται. Ένα αεράκι φέρνει στο δωμάτιο το άρωμα απ’ το νυχτολούλουδο. Τραβώ μια γεμάτη ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο μου.
Αύριο, θα φτιάξω με τα χέρια μου μια κρεμασμένη σε κόκκινη κορδέλα χάντρα. Να την δώσω εκεί που πρέπει.
~~
Μια μέρα πριν
Χρόνια σκεφτόμουν να το κάνω. Ένα μικρό ταξίδι στην ενδοχώρα του νησιού. Εκεί που πάνε οι πιο μυημένοι ταξιδιώτες. Στα ορεινά πέτρινα χωριά, που διατηρούν ακόμη αρχέγονες συνήθειες. Που ζωντανεύουν τελετές δενδρολατρείας, και ζώνονται με την κόκκινη κλωστή της προστασίας. Συνήθειες και τελετές κατευθείαν από τους Μινωίτες.
Εκεί που υπάρχει ακόμα η αρχαία μνήμη, και ο λυράρης είναι ο Μεγάλος Μυσταγωγός. Στα μαγικά Αστερούσια.
Το γενικό πλάνο ήταν να σταματώ όπου μ’ αρέσει και για όσο μ’ αρέσει ώσπου να φτάσω στο Λιβυκό. Πέρασα το φαράγγι με το τούνελ και την σπηλιά–εκκλησία της Αγιά– Σοφιάς, με το ποτάμι που κυλά στον κόρφο του. Άρχισα να συναντώ χωριά που ήξερα μόνο σαν ονόματα στο χάρτη.
Όμορφος τόπος, άγριος.
Η πινακίδα στην είσοδο του χωριού όμορφη, ξύλινη, ζωγραφιστή. Μια κουκουβάγια, και το όνομα του χωριού: «Σκλώπα».
Το χωριό αμφιθεατρικό, με τα πέτρινα σπίτια του πνιγμένα στα γεράνια, τους κατιφέδες, τις ορτανσίες, τα αγιοκλήματα. Και στα δεξιά της πλατείας του το ποτάμι να κατηφορίζει, να χάνεται κάτω από το έδαφος και να ξαναβγαίνει στην επιφάνεια λίγα μόλις μέτρα παρακάτω. Κάτω από ένα τεράστιο πλατάνι το καφενείο, παλαιϊκό. Ακριβώς δίπλα μια ταβέρνα με τα τραπέζια της στα νερά.
Δεν χρειάστηκε πολύ από τη στιγμή που κάθισα στην ταβέρνα μέχρι να μου πιάσουν την κουβέντα οι ιδιοκτήτες, και σιγά σιγά μερικοί ακόμα χωριανοί. Μου άρεσαν.
Εδώ θα ‘μενα, να με πάνε να δω τον παλιό νερόμυλο, το σημείο στο ποτάμι με τις πλατιές πέτρες όπου παλιά έπλεναν οι νοικοκυρές τα ρούχα της οικογένειας. Και τα καζάνια, που έβραζαν την αλυσίβα για τα ασπρόρουχα. Κι εκείνο το ‘κλησάκι του προφήτη Ηλία στην κορυφή, που γινότανε το μεγάλο πανηγύρι όλης της περιοχής.
Ήταν απόλαυση που συμμετείχα στη βεγγέρα έξω από τον ξενώνα. Παλιά συνήθεια, μετά το τέλος της μέρας, να μαζεύονται γυναίκες και άντρες, να λένε τα νέα της μέρας, να βρίσκουν λύσεις στα προβλήματα που τους απασχολούσαν να λένε ιστορίες φανταστικές και πραγματικές από τα παλιά , αστεία και πειράγματα, και να σχεδιάζουν την επόμενη μέρα. Μέχρι την ώρα που θα πήγαιναν για ύπνο.
Σήμερα
Ξύπνησα σχετικά νωρίς για ν’ απολαύσω τον καφέ μου κάτω από τα πλατάνια πριν έρθει η Πηγή. Τα είχαμε συμφωνήσει απ’ το βράδυ. Φοιτήτρια στην Αθήνα, λάτρευε τον τόπο της και χάρηκε πολύ με την ιδέα να μου δείξει κάθε αγαπημένο της σημείο γύρω από το χωριό.
Αφού τριγυρίσαμε όλο το πρωινό, επιστρέφαμε κουρασμένες μα χαρούμενες, όταν μου έδειξε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι ψηλά στην αρχή του χωριού, και τραβώντας με από το χέρι μου είπε με σοβαρό ύφος.
«Έλα να σου δείξω το σπίτι της Αντριάνας»
Πλησιάσαμε τα χαλάσματα, και είδα εκεί που κάποτε ήταν η πόρτα να κρέμονται μικρές, κόκκινες χάντρες με κόκκινες κορδέλες.
«Τι είν’ αυτά, Πηγή;»
«Δώρα, δηλώσεις θύμισης κι αγάπης, τάματα στην Ιζαμπέλα.»
«Για λέγε…»
«Κοίτα αυτή είναι μια ιστορία, που καλύτερα να στην πει η γιαγιά μου στη βεγγέρα απόψε. Ξέρει καλύτερα.»
Ένα θρόισμα με ξάφνιασε.
«Πηγή, έλα να φύγουμε απ’ τις πέτρες, μάλλον έχει φίδια.»
«Δεν έχει φίδια εδώ. Ποτέ.»
Το βράδυ, αφού άφησα να πουν οι χωριανοί τα δικά τους κι απάντησα στις ερωτήσεις τους για όσα είδα, ρώτησα τι ιστορία κρύβει αυτό το σπίτι.
Έκαναν όλοι πέρα, κι άφησαν να μιλήσει η κυρα-Φωτεινή.
«Ήμασταν γεννημένες, μα μικρά παιδιά, όταν έγιναν αυτά. Έχει μείνει η ανάμνηση. Αυτή που μένει στο παιδικό μυαλό. Τις λεπτομέρειες τις μάθαμε κι εμείς μεγαλώνοντας, απ’ τις διηγήσεις και τις κουβέντες των γονιών.
Ζούσε εκεί η Αντριάνα με το γιο της, τον Αποστόλη. Πλούσια οικογένεια. Με τον πλούτο της εποχής εκείνης, που ήταν τα γεννήματα της γης.
Τον άντρα της τον είχε χάσει νωρίς, μα στήριξε τον Αποστόλη να τελειώσει το σχολείο, να πάει στο Πανεπιστήμιο, κι όταν τελείωσε να φύγει στην Ιταλία για να συνεχίσει εκεί. Ήταν καλός επιστήμονας, φιλομαθής κι εργατικός.
Εκεί, στη Βερόνα, γνώρισε την Ιζαμπέλα. Αγαπήθηκαν πολύ. Αυτός λίγο βαρύς τύπος, σοβαρός. Αυτή, παιδί μου, ήταν η χαρά της ζωής. Της άρεσε να ζωγραφίζει, να κάνει περιπάτους στη φύση. Όλη την ώρα τραγουδούσε, και το γέλιο της έβγαινε από το βάθος της ψυχής της, γέλαγε ολόκληρη, με το σώμα της και τα παράξενα μάτια της. Δεν έμενε σκοτούρα που να μη την παράσερνε αυτό το πανηγύρι χαράς.
Ήταν πολύ ευτυχισμένος ο Αποστόλης. Όταν του πρότειναν μια θέση στο πανεπιστήμιο εκεί, πριν δεχτεί, ήρθε στο χωριό. Είπε στην Αντριάνα για τις επαγγελματικές προοπτικές που του ανοίγονταν. Της είπε και για την Ιζαμπέλα. Θα την παντρευόταν.
Θύμωσε πολύ η μάνα του. Ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε πως θα ‘χανε το γιο της. Και να κάνει νύφη μια ξένη; Χαθήκανε τα κορίτσια απ’ τον τόπο τους; Μια χαρά θα ‘βρισκε μια καλή δουλειά στην Αθήνα.
Μέσα στο μυαλό της έφταιγε αυτή, η ξένη. Αυτή της τον στερούσε, τον πλάνεψε και ξέχασε μάνα, φίλους και πατρίδα.
Δεν κατάφερε να της αλλάξει γνώμη, μα ήταν αποφασισμένος.
Γύρισε στη Βερόνα, και λίγο καιρό αργότερα, παντρεύτηκαν. Όσο για τη μάνα του, με τον καιρό θα συνήθιζε στην ιδέα. Και ήταν σίγουρος πως μόλις γνώριζε την Ιζαμπέλα, θα την λάτρευε κι αυτή. Έτσι νόμιζε.
Δεν ήξερε πως κάθε μέρα, κάθε ώρα που περνούσε, το σκοτάδι κατάπινε πιο πολύ την φουρτουνιασμένη ψυχή της Αντριάνας. Ντύθηκε στα μαύρα και πενθούσε ζωντανό το γιο, που λόγιζε πια για χαμένο.
Τον επόμενο χρόνο, εκείνο το φοβερό όπως αποδείχτηκε καλοκαίρι, πήρε την γυναίκα του κι ήρθαν στο χωριό.
Τους περίμενε στην αυλή, με κρύα καρδιά. Μα όταν είδε την νύφη της, ένοιωσε να χάνει τα λογικά της. Δεν είδε ούτε το μελένιο δέρμα, τη χάρη, την ευγένεια και τους λεπτούς τρόπους της γυναίκας.
Είδε δυο μάτια παράξενα. Χαμογελαστά, μα παράξενα. Ένα μάτι χρυσαφί, κι ένα μάτι βαθύ πράσινο.
Ούρλιαξε κι έτρεξε μέσα στο σπίτι κάνοντας το σταυρό της. Είχε δίκιο. Ο γιος της, έφερε στο σπίτι έναν δαίμονα.
Δεν κάθισε ποτέ μαζί τους για φαγητό. Δεν της μίλησε ποτέ. Δεν την κοίταξε ποτέ. Μόνο ένα πράγμα είχε στο μυαλό της. Έπρεπε να ξορκιστεί. Να χαθεί. Να μην υπάρχει.
Αν και σε όλους φαινότανε παράξενη η κοπέλα με τα δίχρωμα μάτια, ωστόσο κανείς δεν συμμερίστηκε τις απόψεις της Αντριάνας. Ούτε οι άλλες γυναίκες, ούτε ο παπάς. Κάποια μάλιστα της είπε πως είχε ξαναδεί άνθρωπο με αυτή την παραξενιά της φύσης. Η μάνα δεν άκουγε κανέναν.
Δυο μέρες μετά βγήκε η Ιζαμπέλα για περίπατο στο ποτάμι. Το βράδυ δεν είχε επιστρέψει. Όλοι ανησύχησαν. Ψάξανε όσο τους άφηνε το σκοτάδι, χωρίς αποτέλεσμα. Το πρωί την βρήκανε. Σαν να ‘χε γλιστρήσει στην άκρη του ποταμού και πέφτοντας να ‘χε χτυπήσει το κεφάλι της στο πίσω μέρος.
Ήταν ξαπλωμένη στο νεκρικό κρεβάτι με το δέρμα χλωμό και διάφανο, στο χρώμα του μελιού. Τα κεριά ρίχνανε απόκοσμες σκιές όταν οι γυναίκες που την ξενυχτούσαν μετακινούνταν σιωπηλά.
Κοντά στα πόδια της καθότανε η Αντριάνα. Άκλαφτη κι ανέκφραστη, χωρίς λέξη να βγαίνει από το στόμα της, την κοίταζε σαν υπνωτισμένη.
Ο Αποστόλης σηκώθηκε απ’ την αυλή που κάθονταν οι άντρες, μπήκε για μια ακόμη φορά στη σάλα, γερτός από το βάρος του πόνου. Την κοίταξε με μια άγρια απελπισία να τον τυλίγει. Πήρε μια μικρή, κοφτή αναπνοή, και σκύβοντας τη φίλησε απαλά στο μέτωπο.
Δυο μάτια, ένα χρυσαφί και ένα βαθύ πράσινο, άνοιξαν και τον κοίταξαν. Κι ένα αιμάτινο δάκρυ, έφυγε από το χρυσαφί κι έσταξε στο μαξιλάρι της. Και πέφτοντας, έγινε μια διάφανη πέτρα.
Το είδαν οι γυναίκες, το είδε και η Αντριάνα.
Ο πανικός τις πάγωσε. Πριν βρούνε τη φωνή τους, μια κουκουβάγια μπήκε στο δωμάτιο και κάνοντας ένα κύκλο πήρε την κόκκινη πέτρα και χτυπώντας τα φτερά της κάθισε στην ποδιά της. Ακούμπησε στα χέρια της την πέτρα, ενώ την κοίταζε με ένα μάτι χρυσαφί, κι ένα μάτι βαθύ πράσινο.
Οι γυναίκες έτρεξαν να φύγουν ξεφωνίζοντας.
Η Αντριάνα τινάχτηκε, πέταξε την πέτρα από πάνω της, το μαύρο μαντήλι έφυγε απ’ το κεφάλι της και σε κατάσταση αλλοφροσύνης έτρεξε να φύγει, να χαθεί.
Οι άντρες που μπήκανε να δούνε τι συμβαίνει, βρήκαν τον Αποστόλη χλωμό κι ανέκφραστο να σκύβει, να παίρνει το δάκρυ, να το βάζει στο τσεπάκι του γιλέκου του κι αργά να πλησιάζει την Ιζαμπέλα και να τις χαϊδεύει τρυφερά τα σταυρωμένα χέρια. Την Ιζαμπέλα που είχε κλειστά τα παράξενα μάτια της. Στα πόδια της καθότανε η κουκουβάγια. Τους κοίταζε. Με ένα μάτι χρυσαφί, κι ένα βαθύ πράσινο.
Δεν κοιμήθηκε κανείς εκείνη τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε, δειλά – δειλά κάποιοι σταυροκοπήθηκαν, πήρανε τον παπά και πήγανε στο σπίτι. Βρήκανε τον Αποστόλη να κάθεται δίπλα στην νεκρή γυναίκα του, και την κουκουβάγια απ’ έξω, στα κλαδιά της λεμονιάς.
Η κηδεία έγινε πριν να μεσημεριάσει. Χωρίς την Αντριάνα. Κανείς δεν την είχε δει. Με τον καιρό να έχει αλλάξει παράξενα. Ανταριασμένο τον ουρανό με μαύρα σύννεφα να στροβιλίζονται πάνω από το χωριό. Τα δέντρα να χτυπούν τα κλαδιά τους και το ποτάμι να φουσκώνει. Μέσα σε λίγη ώρα άφρισε, κατέβασε όγκους νερού με μεγάλο βουητό. Δεν ξέρανε, μου ’λεγε η μάνα μου αν ήταν ο αέρας ή η ταραχή που τους ανατρίχιαζαν.
Γυρίσανε τρέχοντας στα σπίτια τους, κλειστήκανε στις σκέψεις και τους φόβους που δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν. Ανάψανε τα καντήλια και προσευχηθήκανε.
Για τον Αποστόλη και για την Ιζαμπέλα. Προπαντός γι αυτήν. Μα και για την Αντριάνα. Γι αυτό το μίσος που έκρυβε μέσα της. Για τους ίδιους που όσο να ‘ναι κάτι βλέπανε, κάτι καταλαβαίνανε, μα δεν είχαν προσπαθήσει να το αλλάξουν, ν’ αποτρέψουν το κακό.
Παιδί μου, η κουκουβάγια ζει ακόμη στα χαλάσματα του σπιτιού. Πότε- πότε, κάποιος μας τη βλέπει. Δεν έχουμε ακούσει ποτέ τη φωνή της. Μόνο να κάθεται εκεί και να μας κοιτάζει με τα δίχρωμα μάτια της.
Την αγαπάμε πολύ, ξέρεις. Δεν πάμε ποτέ νύχτα. Όμως, κάθε γυναίκα του χωριού, μια φορά το χρόνο πηγαίνει κι αφήνει εκεί μια κόκκινη χάντρα κρεμασμένη από μια κόκκινη κορδέλα. Βλέπεις αυτή είναι η κόκκινη κλωστή προστασίας του χωριού μας από τότε.
Στον τόπο μας, πάντα είναι αγκαλιασμένο το σήμερα με τα μυστήρια του χθες. Είναι ιεροί αυτοί οι τόποι, παιδί μου. Ιεροί κι οι θρύλοι. Τους σεβόμαστε χωρίς να προσπαθούμε πάντα να εξηγήσουμε αυτά που συμβαίνουν.
Ξέρω, θέλεις να με ρωτήσεις τι έγινε ο Αποστόλης και η Αντριάνα.
Δεν ξαναγύρισε ποτέ κανείς τους. Για τον Αποστόλη μάθαμε πως γύρισε στην Ιταλία, δούλεψε εκεί, χωρίς ποτέ να κάνει οικογένεια. Για την Αντριάνα δεν έμαθε ποτέ κανείς τίποτα. Χάθηκε.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Ελπίδα Π. στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής γραφής. Είναι ένας θρύλος, μια κατάρα, μια ιστορία τρόμου, γνωστή στην ενδοχώρα της Κρήτης. Σκλώπα, το όνομα του χωριού, σημαίνει κουκουβάγια.