Σαλής, ο μαύρος βαρκάρης, ο μουσουλμάνος του λιμανιού των Χανίων - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Αποτέλεσε με την έμφυτη φιλεσπλαχνία και καλοσύνη του μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες των Χανίων του περασμένου αιώνα. Ήταν γνωστός με το όνομα Χελιδονάκης. Απόγονος μαύρων εργατών ή χαλικούτηδων από την εποχή της Αιγυπτιοκρατίας στην Κρήτη και με καταγωγή από το Σουδάν. Με ιδιαίτερη ρώμη στο σώμα και στην ψυχή, δούλευε σκληρά στη βάρκα και ενεργούσε ανώνυμα και διακριτικά, προσφέροντας τρόφιμα και ό,τι άλλο μπορούσε στις φτωχές οικογένειες της πόλης. Ο Χανιώτης ζωγράφος, εικονογράφος και χαράκτης Γρηγόρης Νιόλης, γράφει στα Χανιώτικα Νέα όσα θυμάται από τον Σαλή Χελιδονάκη.

«Καθότανε στου Ζέπου νομίζω ή σε κάποιο παραδιπλανό μαγαζί. Θα ήμουν εννιά – δέκα χρονών και κατευθυνόμουν προς το μαγαζί του πατέρα μου στο Σαντριβάνι. Στο ροζιασμένο μαύρο δουλεμένο του χέρι κρατούσε μια χαρτοσακούλα με κουλουράκια ή κάτι τέτοιο και τ’ άπλωσε προς το μέρος μου: «Ο Γρηγόρης είσαι; Έλα, πάρε δύο κουλουράκια… Ξέρω γιαγιά μου ο μπαμπάς σου έχει να σου δώσει, αλλά πάρε κι από μένανε!…», «Ευχαριστώ, μπάρμπα Σαλή!…»» και συνεχίζει τη διήγησή του για τον γεμάτο καλοσύνη άνθρωπο που στους Χανιώτες θύμιζε το χελιδόνι, το αποδημητικό προπομπό της άνοιξης με το μαύρο χρώμα και τη λευκή ψυχή.

«Ο Σαλής ήτανε μαύρος σαν τον έβενο, ήταν και μουσουλμάνος. Η προσωποποίηση δηλ. του διαφορετικού μέσα σε μια κουλτούρα όπου «ο αράπης παίρνει τα κακά παιδιά» κ.λπ. Αλλωστε, και στην αραβική, αλλά και στην ασιατική γενικά κουλτούρα ο «αράπης» είναι μια αρνητική οντότητα, μια έννοια με αρνητικό πρόσημο.  Μολαταύτα νοιώθω την ανάγκη να τονίσω, πως ο Σαλής ήταν ο πιο καλός Χανιώτης στη νεώτερη ιστορία μας και τον αγαπούσαν οι περισσότεροι. Αυτό δεν είναι μόνο δική μου πεποίθηση, αλλά και των περισσότερων που είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον άγιο αυτόν άνθρωπο.   

Όταν λέω καλός, το λέω με την ενεργητική του έννοια, δηλ. καλός για μένα δεν είναι αυτός που δεν πειράζει κανέναν, αυτός που δεν κλέβει, δεν πατάει μυρμήγκι, δεν αδικεί. Καλός είναι κείνος που βάζει το μυαλό του να δουλέψει για το καλό· που βάζει το κορμί του να κουραστεί για το καλό, που βάζει το χέρι του στην τσέπη για να μοιράσει την αγάπη του, που βάζει το χέρι του στον ώμο του άλλου, τη στιγμή που χρειάζεται. Αυτός που προσθέτει στη ζωή. Αυτά λοιπόν όλα, νομίζω, ήταν ο Σαλής».

 

Ο Σαλής δούλευε σκληρά ως λεμβούχος στο λιμάνι των Χανίων. Από τους πρώτους Χανιώτες που ασφαλίστηκαν στο ΙΚΑ. Συνεχίζει τη διήγησή του ο Νιόλης:«Τίμιος, εργατικός, μεγάλος φιλάνθρωπος, ψυχούλα», έχουν να πούνε ότι κάποτε, που κέρδισε το λαχείο, όλα τα λεφτά τα ‘δωσε σε φτωχές οικογένειες. Αλλά και όποτε λάβαινε τη σύνταξή του, αγόραζε τσάντες με τρόφιμα και τις άφηνε αθόρυβα πίσω απ’ τις φτωχές εξώπορτες. Φτωχός ο ίδιος, βοηθούσε τους πιο φτωχούς! Λένε πως προίκισε κορίτσια μες απ’ τη φτώχεια του, πράγματα που μαθεύτηκαν μετά τον θάνατό του στον Τοπανά την άνοιξη του 1967.» Ζούσε μόνος. «Μερικά χρόνια κατοικήσαμε στο σπίτι που σήμερα φιλοξενεί την καφετέρια «Ταράτσα». Στο ισόγειο υπήρχαν τρεις μεγάλες αποθήκες, στη γωνιακή έμενε ο Σαλής.» Η ευαισθησία του στον πόνο του συνανθρώπου του χαρακτήριζε όλο το βίο του. «Τον θυμάμαι να κλαίει γοερά όταν πέθανε ο Βασιλάκης, ένας νέος είκοσι ενός ή είκοσι δύο χρονών που έφυγε από μια παράξενη αρρώστια, γεροντίαση είπαν».

 

Έκλαιγε κι όταν κάποια μικρά παιδιά λόγω του σκούρου παρουσιαστικού του τρόμαζαν. Τα περισσότερα παιδιά όμως οι μητέρες τους τα πήγαιναν στον Σαλή για να τα φιλήσει, «να μην τα πιάσει το μάτι». Άλλοι τον φώναζαν στα σπίτια τους αρχές του μήνα για γούρι. «Κι αν για λίγα πράγματα στάθηκα τυχερός στη ζωή μου, ένα απ’ αυτά θεωρώ είναι που γνώρισα τον Σαλή.», λέει καταλήγοντας ο Νιόλης. Όταν ο Σαλής γέρασε και δεν μπορούσε πλέον να εργάζεται στη βάρκα, πολλοί Χανιώτες θέλησαν να ανταποδώσουν τα καλά που είχε κάνει στον τόπο τους και τους ανθρώπους του.. Η κινητοποίηση του τυπογράφου, συγγραφέα και ποιητή Γεώργιου Γεωρβασάκη, υπήρξε σημαντική. Ο Σαλής απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα και έτσι δικαιούταν σύνταξη από το ΙΚΑ. Τα λίγα χρήματα συνέχιζε να τα μοιράζει σε φτωχές οικογένειες.

Πέθανε στις 29 Φεβρουαρίου 1967 στο δωμάτιό του της οδού Θεοτοκοπούλου. Τον βρήκαν μετά από μέρες. Υπήρχε διχασμός ως προς το μέρος ταφής του λόγω της μουσουλμανικού του θρησκεύματος. Αρχικά τον έθαψαν σε ένα χωράφι στην παλιά τούρκικη συνοικία Μερτζαλίκια, Οι Χανιώτες με δικά τους έξοδα τον ενταφίασαν στο χριστιανικό κοιμητήριο του Αγίου Λουκά στην οδό Αναπαύσεως, όπου οι στίχοι του φίλου του Γεώργιου Γεωρβασάκη γράφτηκαν στην μαρμάρινη πλάκα: «Ας ήσουν μαύρος.  Ας μην ήσουν χριστιανός.  Ας ήταν μαύρη η μορφή σου.  Μ” από το χιόνι πιο λευκή ήτανε η ψυχή σου».

Πηγή: haniotika-nea.gr

Το διαβάσαμε στο: tvxs.gr






Αναρτήθηκε από: