Δημοσιεύτηκε
Πεθαίνουν οι άνθρωποι κι ο λόγος είναι να κάνουν χώρο γι’ αυτούς που γεννιούνται.
Πεθαίνουν και οι καλλιτέχνες. Άνθρωποι κι αυτοί. Φθαρτοί. Για τον ίδιο λόγο πεθαίνουν και αυτοί, να αφήσουν χώρο για καινούργιους.
Μόνο που στις μέρες μας ο χώρος που αφήνουν μένει κενός. Άδικος κόπος, κανείς δεν τους διαδέχεται και φυσικά κανείς δεν τους αντικαθιστά. Η συνέχεια της προσφοράς τους διακόπτεται μαζί με το νήμα της ζωής τους. Δεν είναι που θα θέλαμε οι καινούργιοι να είναι ίδιοι με αυτούς που φεύγουν. Είναι που θα έπρεπε να είναι το ίδιο ή και περισσότερο σπουδαίοι. Ν’ αφήσουν κι αυτοί «κάτι» όταν με το καλό εγκαταλείψουν τον μάταιο τούτο κόσμο.
Αλλά οι σημαντικές φωνές ως συνέχεια της «ποίησης έργου» είναι ανύπαρκτες ή, αν κάπου υπάρχουν, τηρούν σιγήν ασυρμάτου. Κανείς δεν ξέρει γιατί.
Πεθαίνουν σπουδαίοι άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών. Και παράλληλα με το σπουδαίο τους έργο αφήνουν και μια τεράστια μαύρη τρύπα που καραδοκεί.
Αν δεν επιθυμούμε να μας καταπιεί ας κάνουμε βουτιές πίσω στο χρόνο, στο παρελθόν, να ξαναδούμε, να ξανακούσουμε, να θυμηθούμε, να πάρουμε φόρα για το δικό μας μέλλον που κι αυτό καραδοκεί.
Να μαζέψουμε υλικό που μας χρειάζεται για τη δική μας ζωή που περιμένει. Να πάρουμε πολεμοφόδια, που θα μας βοηθήσουν στη δική μας μάχη που προσδοκά να είναι νικηφόρα.
Να ξαναδούμε τον Θίασο του Αγγελόπουλου, να ξανακούσουμε τον Θίασο του Λουκιανού κι αν μετά δεν καταφέρουμε να γίνουμε περισσότερο συνειδητοποιημένοι, πιο καλοί άνθρωποι, τότε ας επιστρέψουμε στο ασήμαντο τώρα κι ας δώσουμε από μόνοι μας μια βουτιά σ’ αυτήν τη μαύρη τρύπα που αφήνουν οι σπουδαίοι που φεύγουν και που με χαρά θα μας καταπιεί.
Γιαξεμπόρε…
Ο τίτλος του τραγουδιού είναι μια σύνθεση των «γειά σου» και «αμόρε» και προήλθε από τα Μπουλούκια των Ιταλών ηθοποιών που έρχονταν στη χώρα μας στις αρχές του περασμένου αιώνα. «Γειά σου αμόρε», φώναζαν προς τους θαμώνες των καφέ σαντάν, και η φράση σιγά σιγά πέρασε στους Έλληνες Μπουλουκτσήδες ως «Γιαξεμπόρε». Η λέξη αυτή έγινε το σήμα κατατεθέν για το κάλεσμα του κοινού.
Σήμερα τα μπουλούκια —αν υπήρχαν— θα φώναζαν στους θαμώνες του ελληνικού κοινοβουλίου και πατέρες της υποκριτικής και του έθνους «γειά σου έμπορε».
Γιαξεμπόρε της ελπίδας
τα παιδιά της καταιγίδας
θα ‘ρθουνε για να σε διώξουν
τη ζωή τους για να σώσουν
Οι παραπάνω σκέψεις δεν εκφράζουν επιθυμία για επιστροφή στο παρελθόν ώστε να το ξαναζήσουμε, δε νομίζω πως διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν να βιώσουν χωροχρονικές καταστάσεις που διαμορφώθηκαν σε εντελώς διαφορετικές χωροχρονικές συνθήκες. Οι παραπάνω σκέψεις εκφράζουν την επιτακτική ανάγκη (που νοιώθει η γράφουσα) αρχικά γιακαθοριστική συμμετοχή στη διαμόρφωση εκείνων των συνθηκών που θα μας επιτρέψουν ναβιώσουμε καταστάσεις που θα προκύψουν από τις δικές μας προσπάθειες και που θα πάρουν τη θέση που τους αρμόζει στο πλέγμα του κοινωνικού μας γίγνεσθαι ώστε σε δεύτερο (αλλά εξίσου σπουδαίο χρόνο) να ζήσουμε τη ζωή που μας αξίζει κι όχι μια «ζωή» που προχωράει ερήμην μας.
Dj της ημέρας, η Νάση Αναγνωστοπούλου