Δημοσιεύτηκε
Υγεία.. πάνω απ’ όλα υγεία
«Υγεία να έχουμε κι όλα τ’ άλλα γίνονται», είναι η μόνιμη επωδός του εορταστικού και όχι μόνον ευχολογίου. Δικαίως, βεβαίως, αρκεί να το πιστεύουμε και να εργαζόμαστε πυρετωδώς προς αυτή την κατεύθυνση. Αμέσως, όμως, μόλις δώσουμε και πάρουμε την περί υγείας ευχή τι θα περίμενε κάποιος να κάνουμε; Να σταματήσουμε άμεσα το τσιγάρο, να βελτιώσουμε τη διατροφή μας, να ξεκινήσουμε να αθλούμαστε, να κάνουμε ένα προληπτικό τσεκ απ, να δέσουμε τη ζώνη ασφαλείας στο αυτοκίνητο, να φορέσουμε το κράνος στη μηχανή ή κάτι τέλος πάντων σχετικό. Αντί αυτού, μέρες που είναι, τρέχουμε στο πλησιέστερο πρακτορείο για να προμηθευτούμε το Πρωτοχρονιάτικο Λαχείο μας, το γνωστό και ως Κρατικό Λαχείο Κοινωνικής Αντίληψης. Ήταν αυτό με το οποίο η χούντα αντικατέστησε το 1967 το Λαχείον Συντακτών, που από το 1928 είχε γράψει ιστορία για τα μεγάλα κέρδη που μοίραζε -σπίτια, αυτοκίνητα, ηλεκτρικά είδη, καλλυντικά, εσώρουχα, κατσαρολικά, μετρητά- και παράλληλα στήριζε τον -πενιχρά αμειβόμενο τότε- κλάδο των δημοσιογράφων.
Διπλό το κέρδος για τους συνταγματάρχες που εκδικήθηκαν τον μη φίλα προσκείμενο Τύπο αλλά και καρπώθηκαν τα τεράστια έσοδα του Λαχείου Συντακτών.
Είσαι 8ea!
Όταν, λοιπόν, ο Έλληνας λέει «υγεία πάνω απ’ όλα» εννοεί να υγιαίνει η Τύχη του, κυρίως. Η κόρη του Ωκεανού και της Τιθύος κατά τον Ησίοδο, η θυγατέρα του Διός ή του Προμηθέα κατά τον Πίνδαρο. Να εξακολουθήσει μεν να είναι τυφλή πλην, όμως, να γνωρίζει καλά τη διεύθυνσή του για να του κάνει συχνά επισκέψεις και να καλύπτει έτσι τα κενά των ικανοτήτων του.
«Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης». Το ρητό αποδίδεται στον Δημόκριτο (470-370 π. Χ.) και σημαίνει «οι άνθρωποι επινόησαν τη θεά της Τύχης για να δικαιολογήσουν τη δική τους έλλειψη θέλησης». Η θεά της σύμπτωσης, του μη προβλέψιμου ή επιδιωχθέντος αλλά και της ευτυχούς συγκυρίας, μια από τις Μοίρες, η ευμενής θεά που λατρευόταν ως «Τύχη Αγαθή» στην Ολυμπία είναι η αγαπημένη μας. «Θέλω τύχης σταλαγμόν ή φρενών πίθον», επιμένει ο ποιητής Μέναδρος τον 4ο αιώνα π. Χ., επιλέγοντας «μια στάλα τύχης παρά ένα πιθάρι μυαλά». Ήδη, δηλαδή, εικοσιπέντε αιώνες πριν, στην Ελλάδα το μυαλό ήταν ένα άχρηστο αξεσουάρ κι ας ήρθε πολύ αργότερα ο Τόμας Τζέφερσον να μας πει ότι «όσο πιο σκληρά δουλεύει, τόσο πιο τυχερός γίνεται». Τι να μας πουν τα Αμερικανάκια, ρε;
Οι Αρχαίοι ημών...
«Μηδέν της τύχης, αλλά πάντα της ευβουλίας και της προνοίας», θα έλεγε ο Έλλην ιστορικός Πλούταρχος (47-120 μ. Χ.) και είχε δίκιο διότι τίποτα δεν εξαρτάται από την τύχη, αλλά όλα από την ορθή κρίση και την προνοητικότητα, αντιγράφοντας τον Σοφοκλή, τον γνωστό (496-406 π. Χ.), που διαβεβαίωνε ότι «Ου τοις αθύμοις η τύχη ξυλλαμβάνει», διότι, φίλε, έχει πλειστάκις επιβεβαιωθεί ότι «η τύχη δεν πιάνει αυτούς που δεν έχουν ψυχή, ενθουσιασμό, κέφι».
Κι έρχεται ο Μολιέρος περίπου είκοσι αιώνες αργότερα να μας θίξει: «Όσο λιγότερο αξίζουμε μια καλή τύχη, τόσο πιο πολύ ελπίζουμε να έχουμε».
Οι νεότερες γενιές στοχαστών χρησιμοποίησαν την καυστική ειρωνία! «Πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη. Πώς αλλιώς θα εξηγήσουμε την επιτυχία αυτών που αντιπαθούμε»;, αναρωτιέται ο Ζαν Κοκτώ (1889-1963). Συμβαίνει και εις Γαλλίαν να υποβαθμίζονται οι ικανότητες του πλησίον μας και να αποδίδεται στην τύχη η επιτυχία του, βλέπεις. Σ’ αυτήν που όλοι κυνηγούν αλλά ο Σταντάλ (1783-1842) υποστήριζε ότι αδύνατον να την πιάσεις γιατί «Η τύχη σ’ αρπάζει απ’ τα μαλλιά, αλλά η ίδια είναι φαλακρή». Αρκεί να το πιστέψεις, όμως, κατά τη Σιμόν ντε Μποβουάρ (1908-1986): «Η μοιρολατρία θριαμβεύει επάνω σ’ αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτήν».
Όποιοι ενστερνίζονται, λοιπόν, την άποψή της σπεύδουν στα «προποτζήδικα». Ιδιαίτερα για το Πρωτοχρονιάτικο Λαχείο, το οποίο συνδέουν με όποιο μεταφυσικό όραμα έχουν δει, ειδικά τώρα τελευταία, με τις στερήσεις που επέβαλε η οικονομική κρίση. Την τιμητική τους έχουν οι ημερομηνίες γέννησης των αθώων παιδιών, που συχνά το χεράκι τους είναι αυτό που ανασύρει από τον σωρό των «τυχερών» λαχνών αυτόν ακριβώς που τροφοδοτεί την ελπίδα, ξεχνώντας ότι « Μιλάμε για τη μοίρα μας σαν να είναι κάτι που μας επισκέπτεται. Ξεχνάμε ότι εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα μας, κάθε μέρα της ζωής μας», κατά τον Χένρυ Μίλλερ (1891-1980).
Δεν πειράζει, αρκεί μόνο να μην το παίρνουμε κατάκαρδα αμέσως μετά την κλήρωση. Δεν μπορεί να έγινε τυχαία ο Κάλβιν Κούλιτζ Πρόεδρος των Η.Π.Α. το 1923, άρα πρέπει να τον ακούμε με σεβασμό όταν μας συμβουλεύει «Αυτοί που τα αφήνουν όλα την τύχη πρέπει να αποδέχονται τα αποτελέσματα της τύχης». Η Φραν Λέμποβιτς, η Αμερικανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος, καταθέτει το απόσταγμα της εμπειρίας της: «Έχω συνειδητοποιήσει ότι έχεις τις ίδιες πιθανότητες να κερδίσεις το λαχείο είτε παίζεις είτε όχι» και είναι προς το συμφέρον της ψυχικής μας ισορροπίας να την πιστέψουμε. Διότι μόνον «Οι ακαμάτρες και οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές», όπως λέει ο λαός (συχνά και λίγο διαφορετικά) και δεν το θέλουμε να φέρουμε τη ρετσινιά ούτε του ενός ούτε του άλλου χαρακτηρισμού. «Ρόδα είναι και γυρίζει» (τελευταία ούτε οι ρόδες γυρίζουν σ’ αυτόν τον τόπο), βέβαια κι ίσως κάποιος «κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει» αλλά είναι τόσο σπάνιο που δεν έχουμε τις πιθανότητες με το μέρος μας.
Για να την κάνουμε λαχείο πρέπει να στραφούμε σε ίδιους πόρους, πνευματικούς και συναισθηματικούς κι «αν είναι νά ‘ρθει θε να ‘ρθεί αλλιώς θα προσπεράσει».
Καλή και τυχερή χρονιά, συνάνθρωποι!