Δημοσιεύτηκε
Ο δεκάχρονος Παύλος με τον πατέρα του έκατσαν στο μπαλκόνι της καφετέριας, παρήγγειλαν και ξεκίνησαν να παίζουν σκάκι. Κάποια στιγμή είδα τον πατέρα να σηκώνεται και να κατεβαίνει τις σκάλες, προς τον κήπο.
“Μας έπεσε ένα πιόνι”, μου είπε.
“Τι χρώμα;” ρώτησα.
“Λευκό”.
“Ε, τότε θα το βρείτε. Αν ήταν μαύρο…”
Έψαξαν, αλλά δεν το βρήκαν. Καθώς ανέβαιναν απογοητευμένοι, ο Παύλος είπε: “Το πιόνι δραπέτευσε”.
Μπήκα στη λάντζα να πλύνω ποτήρια και σκεφτόμουν την αλληγορία του παιχνιδιού.
Στο σκάκι υπάρχουν οι λευκοί κι οι μαύροι. Παρά την αντίθεση είναι ισότιμοι. Με μια μικρή διαφορά: Τα λευκά παίζουν πάντα πρώτα.
Όλα γίνονται για να αιχμαλωτιστεί ο αντίπαλος βασιλιάς. Πιόνια, πύργοι, άλογα και τρελοί, ακόμα κι η βασίλισσα, πρέπει να θυσιαστούν, για να τον σώσουν. Χωρίς εκείνον το παιχνίδι τελειώνει. Στο σκάκι δεν υπάρχει δημοκρατία, ο βασιλιάς είναι το παν.
Υπάρχει και η ψευδαίσθηση της προαγωγής για τα πιόνια. Κάθε ένα απ’ αυτά μπορεί να γίνει κάτι άλλο, κάτι “ανώτερο”. Οτιδήποτε εκτός από βασιλιά.
Το παιχνίδι ξεκινάει με τα κομμάτια τοποθετημένα πάντα στη σωστή θέση. Μπροστά τα πιόνια, έτοιμα να θυσιαστούν. Πίσω το βασιλικό ζεύγος και οι αξιωματούχοι. Οι κινήσεις που επιτρέπεται να κάνει κάθε κομμάτι είναι συγκεκριμένες. Κι ο χώρος είναι περιορισμένος, 64 τετράγωνα.
Τα κομμάτια δεν σκέφτονται. Έχουν μάθει τον ρόλο τους: Να προστατέψουν τον βασιλιά τους, να αιχμαλωτίσουν τον αντίπαλο. (Οι βασιλιάδες δεν πεθαίνουν. Ή τους αιχμαλωτίζεις, κάνοντας ματ, ή παραιτούνται και πηγαίνουν διακοπές στο εξοχικό τους στη Γαλλία).
Τα πιόνια στήνονται στη δεύτερη γραμμή φωνάζοντας συνθήματα.
“Ζήτω ο μαύρος Βασιλιάς! Πιάστε τον Λευκό Βασιλιά!”
“Ζήτω ο λευκός Βασιλιάς! Πιάστε τον μαύρο Βασιλιά!”
Και ρίχνονται στη μάχη. Με αυτοθυσία και αυταπάρνηση.
Το πιόνι που δραπέτευσε, ήταν φτιαγμένο από MDF, κάπου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, σ’ ένα εργοστάσιο όπου οι εργάτες δουλεύουν για ένα δολάριο την ώρα. Είχε ένα μικρό ελάττωμα, ένα σημάδι σαν τρίχα στο λευκό κεφάλι του. Το πρώτο πράγμα που είδε, σαν φτιάχτηκε, ήταν τα σκιστά μάτια ενός κοριτσιού.
Εκείνη ήταν στη διαλογή. Τα σκάρτα κομμάτια τα πετούσε πίσω της. Από ‘κει τα έκαναν πάλι ροκανίδι, τα κολλούσαν με ρητίνη και ξανάφτιαχναν πιόνια. Το κορίτσι είδε τη μαύρη ουλή στο πιόνι, αλλά το άφησε στην ταινία, για να πέσει στο κουτί.
Στην Αρετσού της Καλαμαριάς, τόσο μακριά απ’ το Πεκίνο, ο δεκάχρονος Παύλος άνοιξε το καινούριο σκάκι κι έστησε τα πιόνια. Είχε πάντα τα λευκά, μια πατρική παραχώρηση. Και το παιχνίδι ξεκίνησε.
Το λευκό πιόνι προσπάθησε να συμμεριστεί την πίστη στο βασιλιά. Στην πρώτη παρτίδα θυσιάστηκε νωρίς. Στη δεύτερη έμεινε ακίνητο στο Β2 για όλη την παρτίδα. Στην τρίτη κατάφερε να φτάσει ως απέναντι και τότε τη θέση του την πήρε ένας πύργος. Μετά μπήκε στο κουτί. Μέσα εκεί ξεκίνησε να μιλάει στα άλλα πιόνια.
“Γιατί το κάνουμε αυτό;” τα ρώτησε. “Γιατί να θυσιαζόμαστε για τον βασιλιά; Και γιατί να μας αλλάζει κάποιος, όταν φτάνουμε απέναντι;”
“Έτσι παίζεται το παιχνίδι”, του είπαν.
Ένας αξιωματικός τον αγριοκοίταζε.
“Και γιατί πρέπει να παίζουμε το παιχνίδι;” ρώτησε το λευκό πιόνι.
Ο λευκός βασιλιάς, μαζί με τον μαύρο και τις βασίλισσες, τον πλησίασαν.
“Πρέπει να νιώθεις περήφανος που ανήκεις στους λευκούς”, του είπε η λευκή βασίλισσα.
“Γιατί;”
“Γιατί δεν είσαι μαύρος”.
“Και τι διαφορά έχω απ’ τα μαύρα πιόνια;”
“Εσύ είσαι λευκό κι αυτά είναι μαύρα. Είναι οι εχθροί.”
“Ποιος το λέει αυτό;”
“Ο θεός”, είπε ο βασιλιάς.
“Και ο θεός τι χρώμα είναι; Λευκός ή μαύρος;”
“Λευκός, βεβαίως” – “Μαύρος, βεβαίως”, είπαν ταυτόχρονα οι δυο βασιλιάδες.
“Δεν θέλω να παίζω αυτό το παιχνίδι”, είπε το λευκό πιόνι με τη μαύρη ουλή.
Όλοι ταράχτηκαν.
“Δεν γίνεται να μην παίζεις”, του είπε ο λευκός βασιλιάς.
“Σ’ αυτό θα συμφωνήσω”, είπε ο μαύρος βασιλιάς.
“Το παιχνίδι σε καθορίζει. Ο ρόλος σου είναι αυτός και μόνο: Να συνεχίσεις να παίζεις. Αν δεν παίζεις δεν θα έχεις πλέον καμία αξία. Δεν θα είσαι πιόνι. Θα είσαι… Σκουπίδι.”
“Αλλά θα είμαι ελεύθερος”.
Το ίδιο βράδυ, όταν άνοιξε το κουτί, το λευκό πιόνι είδε τα άστρα, το φεγγάρι μισογεμάτο και τα φώτα στη θάλασσα. Με την πρώτη ευκαιρία, μόλις βγήκε απ’ το παιχνίδι και τον έβαλαν στην άκρη, μετακίνησε λίγο το κέντρο βάρος του κι έπεσε, απ’ το τραπέζι κι απ’ το μπαλκόνι. Κρύφτηκε ανάμεσα στα φύλλα ενός θάμνου, όση ώρα τον έψαχνε ο μικρός θεός. Μετά, λίγο πριν ξημερώσει, κατρακύλησε ως τη θάλασσα.
(Κάποιοι λένε ότι μέρες μετά και μήνες ξεβράστηκε σ’ ένα νησί. Η αλμύρα και τα κύματα το ‘χαν γλείψει κι είχε γίνει σαν κοχύλι. Όμως αυτό ίσως και να ‘ναι ψέμα.)
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 8.10.2016