Δημοσιεύτηκε
Ηταν μία απ’ αυτές τις καυτές μέρες του Αυγούστου που βρέθηκα με καλούς φίλους στη Ζάκρο. Είχαμε από καιρό αποφασίσει να επισκεφτούμε τον γνωστό αρχαιολογικό χώρο της ανατολικής Κρήτης που τόσο ωραία και ποιητικά περιγράφει στο βιβλίο του ο σπουδαίος ανασκαφέας και αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτωνας.
Διαβάζοντας το βιβλίο είχαμε ήδη σχηματίσει μια λεπτομερή εικόνα για το σημαντικό αυτό κέντρο του μινωικού πολιτισμού, την ανασκαφή, τα μοναδικά ευρήματα.
Ομως ο ίδιος ο τόπος είναι δύσκολο να περιγραφεί κι ακόμη πιο δύσκολο να τον φανταστείς. Γιατί αυτή την περιοχή του νομού Λασιθίου, με το ιδιόμορφο φυσικό ανάγλυφο, πρέπει να την δεις από κοντά και να την περπατήσεις για να αντιληφθείς την ιδιαίτερη ομορφιά και τη μοναδικότητά της.
Μεγαλειώδεις βραχώδεις λόφοι, γυμνοί και άγριοι, ανεβοκατεβαίνουν άλλοτε ομαλά κι άλλοτε απότομα, ξεπροβάλλοντας αναπάντεχα μπροστά σου, καθώς κινείσαι στον στριφογυριστό δρόμο ερχόμενος από τη Σητεία. Σταχτιές αποχρώσεις με λίγα κόκκινα ανάμεσά τους, αλλού πιο σκούρες κι αλλού ανοιχτότερες, συμπληρώνονται χαμηλά με το πράσινο ατέλειωτων ελαιώνων που μοιάζουν με αμέτρητες διάστικτες κοντινές πινελιές στη σειρά.
Κι αυτοί οι περιποιημένοι ελαιώνες είναι χαρά θεού να τους βλέπεις να απλώνονται στα ριζά των βράχων κι άλλους να ανηφορίζουν στις πλαγιές και να στέκουν αντιστικτικά στη μεγαλοπρέπεια και το άναρχο σχήμα των επιφανειών της γυμνής πέτρας. Από τη μια η αταξία και η ελευθερία της φύσης κι από την άλλη η εκλογικευμένη τάξη των ανθρώπινων καλλιεργειών σε μια απόλυτη αρμονική συνύπαρξη.
Πού και πού βαθιά συγκλονιστικά ρήγματα, ποιος ξέρει ποιων πανάρχαιων κοσμογονικών σεισμών, σκίζουν τα σωθικά των βράχων δημιουργώντας πανέμορφα σκιερά φαράγγια, τα οποία από μακριά μοιάζουν με βαθιές ρυτίδες πάνω στο ηλιοκαμένο πρόσωπο της γης. Και στο βάθος ο ορίζοντας με τη θάλασσα να σου υπενθυμίζει διαρκώς πως νησί είναι αυτό το χώμα που πατάς.
Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται σε μια εξαιρετική τοποθεσία, ανάμεσα σε ψηλούς ορεινούς όγκους που σχηματίζουν έναν μεγάλο προστατευμένο από τους ισχυρούς ανέμους κόλπο. Κάτω χαμηλά, σχεδόν πάνω στη θάλασσα, αναπτύσσεται ο μινωικός οικισμός που απλώνεται δεξιά και αριστερά, ανηφορίζοντας σε δύο μικρούς αντικριστούς λόφους, ενώ στο κέντρο, στην κατώτατη στάθμη, δεσπόζει το ανάκτορο.
Τριγύρω εύφορες καλλιέργειες πιστοποιούν την ύπαρξη υπόγειων υδάτων και τον λόγο που οι αρχαίοι Μινωίτες επέλεξαν τούτο τον τόπο για την πόλη τους, σε συνδυασμό βέβαια με τη στρατηγικής σημασίας θέση στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού απ’ όπου συνέχιζαν τα θαλασσινά ταξίδια τους προς την Αίγυπτο και τα παράλια της Ασίας.
Στη Ζάκρο μάς περίμενε ο Λευτέρης Πλάτωνας, γιος του αείμνηστου ανασκαφέα, επίσης αρχαιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ο οποίος είχε την ευγενή καλοσύνη να μας ξεναγήσει στον αρχαιολογικό χώρο.
Περπατήσαμε μαζί του στα δρομάκια του αρχαίου οικισμού που έστεκε ήσυχα πάνω στον λόφο της ανατολικής πλευράς, κατηφορίσαμε στην «Οδό του Λιμένος» που οδηγούσε από τη θάλασσα στο ανάκτορο, διαβήκαμε τις πύλες με τα μεγάλα λίθινα κατώφλια, βρεθήκαμε στον μεγάλο κεντρικό αύλειο χώρο, στην «Αίθουσα των Τελετουργιών», στις αποθήκες, στα δαιδαλώδη δωμάτια, στις «δεξαμενές των καθαρμών», στην κυκλική δεξαμενή και την «τυκτή κρήνη», αλλά και στο πηγάδι όπου βρέθηκε το κύπελλο με τις διατηρημένες για τόσες χιλιετίες ελιές της κρητικής γης.
Κι όπως ήταν φυσικό, αρχίσαμε νοερώς να φανταζόμαστε ολοκληρωμένους τους χώρους του ανακτόρου, τις σκάλες που οδηγούσαν στα επάνω δωμάτια, τα συνεχόμενα πολύθυρα με τις ξύλινες πορτοσιές, τους λεπτούς πλίνθινους διαχωριστικούς τοίχους με τις ξυλοδεσιές τους, τα διακοσμημένα δάπεδα και τα εξωτερικά πλακόστρωτα, τις υπέροχες τοιχογραφίες στους τοίχους.
Ακόμη, τους τεχνίτες να βρίσκονται δίπλα μας και να σμιλεύουν τα λίθινα τελετουργικά ρυτά ή να ζωγραφίζουν προσηλωμένοι τις επιφάνειες των κεραμικών αγγείων, ενώ στις κουζίνες ετοίμαζαν το μεσημεριανό φαγητό.
Κι είχαμε πάντα στο μυαλό μας ότι εκεί, στη διπλανή αίθουσα του θησαυροφυλακίου, βρέθηκε κι αυτό το υπέροχο κομψό κόσμημα της μικρής πεταλούδας από ελεφαντόδοντο, που θαρρείς πως πέταξε ίσαμε την εποχή μας για να μας φέρει τα μαντάτα του σημαντικού πολιτισμού των Κεφτιού, όπως αποκαλούσαν τότε οι Αιγύπτιοι τους αρχαίους Κρήτες.
Και πώς να μην πάει ο νους μας και στην ώρα εκείνη της μεγάλης καταστροφής που γκρέμισε και ισοπέδωσε τον οικισμό, με τους κατοίκους του μόλις να προλαβαίνουν να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους και το ανάκτορο.
Μια μεγάλη φυσική καταστροφή μπροστά στην οποία ο άνθρωπος στέκει ανυπεράσπιστος, έρμαιο της θνητότητάς του και που κάθε τόσο η Γη φροντίζει να μας υπενθυμίζει και να μας τιμωρεί, όπως πρόσφατα δυστυχώς συνέβη στην γειτονική μας Ιταλία, καθώς συχνά ξεχνιόμαστε από την καθημερινή αλαζονεία μας πως τάχατες είμαστε αλώβητοι και ασφαλείς.
Φεύγοντας το απογευματινό φως έπεφτε πλάγια πάνω στους τοίχους της ανασκαφής και με τις έντονες φωτοσκιάσεις που δημιουργούσε αναδείκνυε ακόμη περισσότερο τους χώρους και το ανάγλυφο της περιοχής, ενώ στο βάθος τα θεόρατα βράχια φάνταζαν με υπερφυσικούς δράκους που αναπαύονταν ήσυχα μέσα στο νερό.
Το «φαράγγι των νεκρών» με τις ανοιχτές σαν στόματα του Κάτω Κόσμου σπηλιές του (όπου αναπαύονταν για χιλιετίες οι άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί θαμμένοι) κείνη την ώρα φαινόταν ακόμη πιο μυστηριώδες και απόκοσμο.
Επισκεφτήκαμε και το μικρό «σπίτι των αρχαιολόγων», όπου διέμενε και εργαζόταν μια ομάδα νεαρών αρχαιολόγων με τον δάσκαλό τους Λευτέρη Πλάτωνα. Στην αυλή του σπιτιού, λίγα μέτρα από τη θάλασσα και κάτω από τον ίσκιο των πεύκων είχαν τοποθετήσει μεγάλα τραπέζια, όπου πάνω τους ήταν απλωμένα ανά ομάδες εκατοντάδες όστρακα.
Εκεί ολόκληρη η νεανική ομάδα ταξινομούσε, μετρούσε, αποτύπωνε και σιγά σιγά συναρμολογούσε υπό την καθοδήγηση του δασκάλου τους τα σπασμένα αγγεία. Σκυμμένοι όλοι τους πάνω στους πάγκους ξεχώριζαν με εξαιρετική προσοχή τα κομμάτια και τα συγκολλούσαν σαν το κάθε θραύσμα να ανήκε σ’ ένα εξαιρετικά δύσκολο χωρικό παζλ, όπου έπρεπε να βρεθεί η σωστή θέση, να ταιριάξει με ακρίβεια το ένα δίπλα στο άλλο προκειμένου να σχηματιστεί ξανά το θρυμματισμένο κεραμικό αγγείο.
Και εκεί ανάμεσά τους, σαν ενθουσιώδης νεαρός κι αυτός, ο σπουδαίος αρχιτεχνίτης- συντηρητής Κωστής Νυκτάκης πάσχιζε να διαμορφώσει μια πρόχουν με ιδιαίτερη μορφή που της έλειπαν όμως μεγάλα κομμάτια, κάνοντας τη δουλειά του εξαιρετικά δύσκολη.
Και ήταν πραγματικά συγκινητικό να βλέπεις αυτόν τον ηλικιωμένο Κρητικό τεχνίτη να κρατά στα χέρια του και να παλεύει να ξαναδώσει μορφή στο σπασμένο αγγείο, σαν μια νέα δημιουργία πάνω στην παλιά, από τα θραύσματα εκείνα που είχαν σωθεί μέσα στον χρόνο και που κάποιο άλλο χέρι, πάλι Κρητικού, είχε πλάσει πριν από 3.500 χρόνια στον ίδιο τούτο τόπο.
Ολοι τους αφοσιωμένοι, δούλευαν απορροφημένοι σαν να βρίσκονταν στον δικό τους χώρο και χρόνο, σ’ ένα πραγματικό κοινόβιο όπου συνυπήρχαν όλες οι γενιές, ταγμένοι σ’ έναν ιερό σκοπό• να αποκαταστήσουν και να προσφέρουν σε όλους εμάς, αλλά και στις επόμενες γενιές, τα μινωικά αγγεία που βρέθηκαν στις ανασκαφές της Κάτω Ζάκρου.
Είχα την αίσθηση ότι κάτι πολύ αισιόδοξο και ελπιδοφόρο ξεπήδησε από εκείνη τη συντροφιά των φίλων αρχαιολόγων, κάτι πολύτιμο, άχρονο και απροσδιόριστο, βγαλμένο μέσα από την κρητική γη, σαν μια άλλου είδους ανασκαφή!
Είναι οι παρέες εκείνες, οι άγνωστες, οι οποίες βρίσκονται τόσο μακριά από τα φώτα της πεζής δημοσιότητας, που με συλλογική ευθύνη, έρωτα και πάθος, κάνουν σωστά τη δουλειά τους, όπως έχουν ταχθεί. Οχι από κάποια υποχρέωση, αλλά γιατί πολύ απλά έτσι έμαθαν και επέλεξαν να ζουν.
Οχι, δεν έχουν όλα, όπως ώρες ώρες νομίζουμε, χαθεί! Κι αυτό είναι τόσο σημαντικό που σε κάνει να ελπίζεις και να λες πως τούτος ο τόπος, παρ’ όλα τα δεινά, παρ’ όλες τις δυσκολίες, θα συνεχίσει να πορεύεται μέσα στον χρόνο.
Γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, σαν τούτη την ξεχωριστή ομάδα, οι οποίοι συνεχίζουν να αντιστέκονται στην «καθημερινή ανοησία», ακολουθώντας ένα άλλο δικό τους μονοπάτι, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές που μας στοιχειώνουν.
Φεύγοντας, περπατώντας μέσα στο σκοτάδι, θυμήθηκα το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου: «Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, κάτι μυστικό, κάτι πλούσιο και παράξενο...»
Τάσης Παπαϊωάννου - Αρχιτέκτων-καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ