Δημοσιεύτηκε
«Εντός του πραγματικά ανεστραμμένου κόσμου, το αληθινό είναι μόνο μια στιγμή του ψεύδους». Η 9η θέση από την Κοινωνία του θεάματος του Γ. Ντεμπόρ γράφεται πολύ πριν το Διαδίκτυο και τα συμπαρομαρτούντα social media αλλάξουν ριζικά τον τρόπο θέασης των πραγμάτων.
Αυτή η αλλαγή συμπαρέσυρε κάθε έκφανση της ζωής και φυσικά το τέλος της. Ο,τι κληρονομήσαμε από την κουλτούρα του θανάτου μεταλλάχτηκε σε εικόνα, με γεννήτορες τις τηλεοπτικές κάμερες. Στο ύστατο χαίρε του μακαριστού Χριστόδουλου συνωστίζονταν πάνω από το ανοιχτό φέρετρο για να απαθανατίσουν όχι τόσο την ταλαιπωρημένη από τη νόσο μορφή ενός ανθρώπου όσο ένα αγαπητό λαϊκό είδωλο. Τα προτεταμένα μικρόφωνα, σαν μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά, μπροστά στα χείλη των συγγενών κάποιου επιφανούς προσώπου ρωτούν εναγωνίως «πώς αισθάνεσθε» και ψάχνουν λεπτομέρειες από τις τελευταίες του στιγμές ώστε να κορέσει την περιέργειά του το φιλοθεάμον κοινό.
Κι όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Στην αρχαία τραγωδία δεν επιτρεπόταν να παριστάνεται κανένας φόνος και μόνο, όπου κρινόταν δραματουργικά απαραίτητο, μεταφερόταν επί σκηνής το νεκρό σώμα. Ο σεβασμός στη μοναξιά του θνήσκοντος διατηρείται συχνά στις μικρές κοινωνίες, όταν οι οικείοι του αποχωρούν από το δωμάτιο για να τον αφήσουν ήσυχο να βγει η ψυχή του. Μια τέτοια παράδοση συνεχίζει ο Νικηφόρος Λύτρας στο «Ψαριανό μοιρολόι». Βουβός ο θρήνος των παρευρισκομένων και υπάρχει μόνο ένα κόκκινο φέσι να θυμίζει την απουσία και ένα πεσμένο σκαμνί να συμβολίζει το τέλος.
Κι ύστερα ήρθαν τα social media. «Παιδιά, αν διαβάζει κάποιος άνεργος η Marfin ψάχνει για τρεις υπαλλήλους», έγραφε στο twitter ο άρχοντας των bloggers Pitsirikos, στις 5 Μαΐου του 2010 . Κανείς από τους χιλιάδες ακολούθους του δεν βρέθηκε να του πει ότι αυτό δεν είναι χιούμορ αλλά κατάφωρη προσβολή στους άνεργους και περιύβριση νεκρού. Και μπορεί αυτό να αποτελεί την πιο ακραία περίπτωση βεβήλωσης, αλλά ο θάνατος συνεχίζει να πουλάει την πραμάτεια του κάθε φορά που ένας διάσημος – κυρίως από τον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού- αποδημεί εις Κύριον. Οι τοίχοι του φβ μετατρέπονται σε μια ατελεύτητη εξόδιο ακολουθία. Ποια οδύνη ωστόσο μπορεί να νιώθει ένας χρήστης όταν τη μια στιγμή ανεβάζει ένα τραγούδι του Θ. Ανεστόπουλου από τα Διάφανα Κρίνα και αμέσως μετά ποστάρει μια σέλφι της προηγούμενης βραδιάς σε μπουζουκομάγαζο; Πόσο αληθινός είναι ο πόνος όταν τη φωτογραφία του Α. Μπάρκουλη διαδέχεται μια συνταγή για τυρόπιτα; Κατά πόσο συνιστούν όλα αυτά μια κατάθεση μνήμης ενδεχομένως και προσωπικού βιώματος και κατά πόσο ένα ξόρκι της ανθρώπινης θνητότητας που εκδηλώνεται ναι μεν μαζικά, αλλά στην πραγματικότητα ο καθένας μιλά για λογαριασμό του; Η απώθηση του φόβου του θανάτου προκαλεί μια ασυνείδητη χαρά και κυρίως τη βεβαιότητα της κατάφασης «εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί». Η ψυχαναλυτική ερμηνεία εξηγεί εν μέρει το φαινόμενο, αλλά δεν είναι η μόνη. Ο θάνατος μετατρέπεται σε προϊόν που καταλώνεται και πετιέται με την ίδια ευκολία που αγοράζουμε ένα γιαούρτι το πρωί και το ρίχνουμε στον κάλαθο των αχρήστων το βράδυ. Αν υπήρχε ψήγμα αληθινής θλίψης θα έπρεπε να ακολουθήσει το αναγκαίο για την περίσταση στάδιο του πένθους. Οποιος πραγματικά λυπάται κανονικά θα έπρεπε να ανεβάζει τραγούδια, φωτογραφίες ή κείμενα του εκλιπόντος τουλάχιστον για 9 μέρες, μένοντας πιστός στη χρονική διαβάθμιση απάλυνσης του πόνου που στη σοφή λαϊκή αντίληψη ξεκινά από τα 9μερα και καταλήγει στην συμπλήρωση ενός χρόνου. Η εικονική νεκρώσιμη πομπή επομένως τις περισσότερες φορές είναι απογυμνωμένη από κάθε γνήσια συγκίνηση. Μένει κυρίως στο ξάφνιασμα του θυμικού και στην αυτοματοποιημένη αντίδραση. Αποτελεί ένα συμβάν, μια είδηση που απλώς καταγράφεται στο ληξιαρχείο. Απουσιάζει η τελετουργία της συλλογικής συμμετοχής και στέκουμε αμήχανοι ενώπιον «των φίλων μας που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν» και μπροστά στους εαυτούς μας που σαν «σπασμένα ξύλα από ταξίδια δεν ξέρουν πια πώς να πενθήσουν», για να παραφράσω ελαφρώς τον Σεφέρη.
Εκτός όμως από τους δέκτες ενός θλιβερού αγγέλματος και του τρόπου που το διαχειρίζονται, υπάρχουν και οι πομποί. Άραγε τι προσδοκούν όσοι ανακοινώνουν μέσα από έναν προσωπικό λογαριασμό τον θάνατο ενός προσφιλούς τους προσώπου; Να εισπράξουν μερικά likes και να ακούσουν δυο λόγια συμπαράστασης, όπως «θερμά συλλυπητήρια», «καλό του/της ταξίδι» κλπ; Όχι βέβαια, γιατί κατά βάθος ξέρουν πως όλα αυτά είναι εικονικά. Εκείνο που αποζητούν είναι η αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα, τα μέλη της οποίας μοιράζονται χαρές και λύπες, όπως συνέβαινε ή και συμβαίνει ακόμα στα χωριά, όπου οι κάτοικοι γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους. Μόνο που στο οικουμενικό χωριό, που προφήτευσε ο Μάρσαλ Μακ Λούαν, το μέσον είναι το μήνυμα. Γι’ αυτό ακριβώς η τελειοποίηση των μέσων επικοινωνίας αποτελεί ταυτόχρονα μια υπόσχεση ελευθερίας και μια απειλή καινούριας δουλείας.
Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται και ο Α. Βέλιος, με το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, δοσμένο σε συνέχειες, από την αρχική δημοσιοποίηση της απόφασής του να επιλέξει ελεύθερα το τέλος της ζωής του μέχρι την πραγματοποίηση της, τον βομβαρδισμό των αφιερωμάτων στον Τύπο και στο Διαδίκτυο και την παρέμβαση του εισαγγελέα. Το υλικό αυτό, από τα φορτισμένα συναισθηματικά κείμενα των πραγματικών φίλων μέχρι την πρόδηλη εμπορευματοποίηση του θέματος από τα κανάλια και τους υπόλοιπους μεταπράτες της θανατολαγνείας, ίσως και να ανταποκρίνεται στην εκπλήρωση της τελευταίας του επιθυμίας «να με θυμάστε». Επαληθεύει όμως ταυτόχρονα πως στη «λαϊκή στεκότανε ο Χάρος και πουλιότανε». Από μας λοιπόν εξαρτάται πώς θα αξιοποιήσουμε τον γιγάντιο πολύποδα των ΜΜΕ και των social media. Αν δηλαδή θα τα χρησιμοποιήσουμε ως μια μη υποβοηθούμενη τήρηση των κανόνων σεβασμού ή ως μια υποβοηθούμενη σύληση της ιερότητας που κρύβει ο θάνατος.