Δημοσιεύτηκε
Διαβάζοντας σήμερα το πρωί την εφημερίδα μου, έφτασα στις σελίδες με τις βάσεις ΑΕΙ-ΤΕΙ. Γεγονός που δείχνει και το ηλικιακό κοινό στο οποίο οι εφημερίδες —ή έστω μέρος της ύλης τους— απευθύνονται. Οι βάσεις των σχολών είναι γνωστές από χθες, δωρεάν προσβάσιμες στον καθένα που διαθέτει απλώς ηλεκτρονικό υπολογιστή· ελάχιστοι μάλλον, και αυτοί άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, περιμένουν να τις πληροφορηθούν από το τυπωμένο χαρτί. Θυμήθηκα την εποχή που ήμουν παιδί και μαζεύονταν όλοι στα ραδιόφωνα για να ακούσουν τα ονόματα των επιτυχόντων, ακολουθούσαν ευχές και συγχαρητήρια τηλεφωνήματα. Σήμερα, αρκεί να είσαι στο FB προκειμένου να ενημερωθείς για τα παιδιά των ανθρώπων που σε ενδιαφέρουν. Κερδίζουμε χρόνο και ζούμε μια συλλογική γιορτή. Άλλο ένα από τα καλά του Διαδικτύου. Του Διαδικτύου που έχουν να ανταγωνιστούν οι εφημερίδες, επινοώντας εκ νέου τον ρόλο τους, ο οποίος προς το παρόν μοιάζει, για τις περισσότερες εξ αυτών στην Ελλάδα, να παραμένει ίδιος και απαράλλακτος με της εποχής όπου τα έντυπα, μαζί με το ραδιόφωνο, αποτελούσαν τη βασική πηγή ενημέρωσης. Σήμερα που η πληροφορία βρίσκεται παντού, ζητούμενο παραμένει η ανάλυσή της – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, ενός άλλου κειμένου.
Στα κοινωνικά δίκτυα, λοιπόν, χθες άπαντες ανακοίνωναν την επιτυχία των παιδιών, των ανιψιών, των εγγονών τους, των παιδιών με τα οποία μεγάλωσαν μαζί ή που τα μεγάλωσαν, και τα οποία, σε μια στροφή που πήραν με επιτυχία, προβιβάστηκαν σε φοιτητές — κι αυτό, συμβολικά, είναι η αρχή της ενήλικης ζωής ενός ανθρώπου, κάτι, διαχρονικά, σταθερό. Πρόκειται, ωστόσο, πράγματι για την αρχή της ενήλικης ζωής;
Θυμάμαι τον εαυτό μου να πηγαίνει στο σχολείο τη μέρα που θα αναρτώνταν οι επιτυχόντες των πανελλαδικών εξετάσεων, δεν πήγα αχάραγα, οι γονείς μου ανυπομονούσαν αλλά δεν έσπευσαν εκείνοι στο σχολείο μου αντί για μένα — για την ακρίβεια, πήγε ο μπαμπάς μου, αλλά αυτό το έμαθα πολύ αργότερα. Επρόκειτο για δική μου υπόθεση. Είχα δώσει εξετάσεις, εγώ, και θα περνούσα στο Πανεπιστήμιο, εγώ, για να θέσω τις βάσεις της μελλοντικής μου ζωής, εγώ. Σήμερα που πολλοί γονείς ανακοινώνουν εκείνοι στα παιδιά τους την επιτυχία ή όχι (κυρίως την επιτυχία, φαντάζομαι), δεν τους στερούν, άθελά τους και από καλή πρόθεση, τη δυνατότητα να βρεθούν στην εκκίνηση της ενηλικίωσης; Μήπως, έτσι, διατηρείται ένας πληθυντικός αριθμός («πετύχαμε») που, εν πολλοίς, δεν επιτρέπει στο παιδί την ψυχολογική αυτονομία του; Μήπως στην πραγματικότητα, έτσι, ο γονιός αισθάνεται την επιτυχία του παιδιού ως δική του («πέτυχα»);
Πρόκειται για θέματα στα οποία, ασφαλώς, υπάρχουν ειδικοί, αρμοδιότεροι εμού για να απαντήσουν, αλλά έχω την εντύπωση ότι τα παιδιά της γενιάς μας (και τα παιδιά μιας γενιάς μεγαλύτερης από της δικής μας) —παρότι σε υψηλά ποσοστά ξέρουν γλώσσες, έχουν ασχοληθεί με τη μουσική και τον χορό, μπορούν να ζήσουν ανά τον κόσμο— δεν αποκόπτουν εύκολα τον ομφάλιο λώρο με τους γονείς τους. Κι αν αυτό είναι μια διαδικασία δύσκολη (ενδεχομένως και οδυνηρή) για όλους μας (χρόνια παλεύουμε με τις γονεϊκές προσδοκίες και τις παιδικές μας αναμνήσεις), φαντάζομαι πως τα παιδιά που ουδέποτε ρίχνουν από το βάθρο τους γονείς τους, για να παραδεχτούν πως πρόκειται για ανθρώπους με αδυναμίες και ελαττώματα, τα παιδιά που έχουν συνηθίσει να προστατεύονται από γονείς-ελικόπτερα που δρουν πριν από αυτά για αυτά, που προλαμβάνουν τις επιθυμίες και επιλύουν τα προβλήματά τους προτού καν ενσκήψουν, θα είναι αύριο ενήλικες ανικανοποίητοι και δυστυχισμένοι, διότι το κακό με τους γονείς-ελικόπτερα (αν όχι με όλους τους γονείς) είναι πως δεν είναι παντοτινοί.
Μες στις πρώτες ενήλικες χαρές της ζωής είναι και η επιτυχία στην Ανώτατη ή Ανώτερη Εκπαίδευση· ας μην στερούμε από τα παιδιά μας καμία δική τους χαρά, ας μην την οικειοποιούμαστε, αλλά να χαιρόμαστε για εκείνα. Το ίδιο ισχύει και για την αποτυχία τους. Ας τους επιτρέψουμε να λυπηθούν ή να προφτάσουν να διαχειριστούν εκείνα το γεγονός προτού σπεύσουμε να τους προσφέρουμε τη λύση. Ο ρόλος μας εξάλλου ήταν να τους έχουμε μέχρι τα 18 τους δώσει (καλύτερα, δείξει) τα εργαλεία για να χειριστούν τις καταστάσεις. Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω για να αποδεχτούμε την προτεραιότητά τους έναντι ημών των κηδεμόνων που παύουμε πια να είμαστε κηδεμόνες και γινόμαστε απλώς γονείς, αναγνωρίζοντάς τους έτσι ότι σεβόμαστε την αρχή της ενηλικίωσής τους. Και μπορεί και να επιτευχθεί, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ας πούμε. Για να μην επιβεβαιωθεί ο Τάσος Λειβαδίτης: «Φτερούγες σάλευαν κάτω απ’ τα έπιπλα, και στο βάθος ο σκοτεινός καθρέφτης έκανε τα παιδιά ν’ αρρωσταίνουν συχνά, γιατί δεν ήθελαν να μεγαλώσουν».
της Ελένης Κεχαγιόγλου για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα