Μουζίκος - Ο Ρώσος χωρικός, το πρόσωπο της τσαρικής Ρωσίας - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Στη τσαρική Ρωσία οι Ρώσοι χωρικοί, ονομάζονταν μουζίκοι (мужики) και ήταν δουλοπάροικοι. Οι ίδιοι οι χωρικοί καθώς και η γη στην οποία δούλευαν και ζούσαν μόνιμα και υποχρεωτικά ανήκε  στον γαιοκτήμονα. Οι μουζίκοι βρίσκονταν στην πλήρη δικαιοδοσία των γαιοκτημόνων οι οποίοι τους αγόραζαν και τους πουλούσαν στα παζάρια, τους αντάλλαζαν με σκύλους,τους έπαιζαν στα χαρτιά και τους μαστίγωναν ανελέητα.

Η λέξη μουζίκος, μέσα από τις μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, πέρασε στα ελληνικά αμετάφραστη, ίσως γιατί η ελληνική λέξη χωρικός δεν έχει το βιωματικό περιεχόμενο της ρωσικής λέξης μουζίκος.

Η λέξη μετέφερε τη μορφή του Ρώσου χωρικού, που δουλεύει σκληρά στα χωράφια σπέρνοντας και θερίζοντας. Φοράει στενό παντελόνι με μακριά πουκαμίσα, που είναι δεμένη στη μέση με ζώνη. Το καλοκαίρι φοράει λάπτι (лапти) μπλεχτά παπούτσια, που είναι φτιαγμένα από φλοιούς δέντρων και τον χειμώνα φοράει τα ζεστά βάλενκι (валенки), που είναι τσόχινες μπότες. Οι μουζίκοι ζούσαν στην ιζμπά (изба), λέξη που επίσης πέρασε στα ελληνικά αμετάφραστη. Η ιζμπά είναι ξύλινο σπίτι, φτιαγμένο από ακατέργαστα κούτσουρα που μέσα έχει φούρνο για το ψήσιμο του φαγητού και για ζεστασιά.

Η κατάργηση της δουλοπαροικίας ήταν ένα ζήτημα που προκαλούσε κύμα κοινωνικού αναβρασμού και τεράστια ένταση στη ρωσική κοινωνία. Τα συμφέροντα των ευγενών γαιοκτημόνων έρχονταν αντιμέτωπα με τα συμφέροντα των αγροτών που τότε αποτελούσε το 70% του γενικού πληθυσμού. Ανάμεσα στους διανοούμενους ξέσπασε εκρηκτική διαμάχη με έντονες συζητήσεις και αντιδικίες. Οι διανοούμενοι είχαν χωριστεί σε πολλές ομάδες.

Κυριότερες από αυτές ήταν η ομάδα των ευρωπαϊστών, που υποστήριζε την κατάργηση της δουλοπαροικίας και πίστευε ότι η Ρωσία πρέπει να ακολουθήσει τον δρόμο του διαφωτισμού της δυτικής Ευρώπης και η ομάδα των σλαβόφιλων, που θαύμαζαν τη ρωσική παράδοση και διακήρυτταν την επιστροφή στη γη, στις παραδόσεις του ρωσικού λαού και στην ορθοδοξία.

Ο Λέων Τολστόι, παρόλο που ο ίδιος ανήκε στην τάξη των ευγενών εντούτοις με πολυάριθμα άρθρα,  δοκίμια και διηγήματα τάχθηκε υπέρ της χειραφέτησης των αγροτών.

"Σε αυτόν τον λαό, κι εγώ και ο Ορλόβ, αγαπούμε το ίδιο πράγμα, αγαπούμε την πραότητα και την  ταπεινοφροσύνη του χωρικού. Αγαπούμε την υπομονετική, τη φωτισμένη με τον αληθινό χριστιανισμό ψυχή του που τόσα πολλά υπόσχεται σε αυτούς που έχουν την ικανότητα να την κατανοήσουν.

Σε όλους τους πίνακες του Ορλόβ βλέπω αυτή τη ψυχή, που όπως ακριβώς η ψυχή του παιδιού φέρει μέσα της όλες τις δυνατότητες και την πιο σημαντική από όλες -τη δυνατότητα, αφού αποφύγει τη διαφθορά του δυτικού πολιτισμού, να προχωρήσει στον χριστιανικό δρόμο, που είναι ο μόνος που μπορεί να βγάλει τον χριστιανισμό κόσμο από τον φαύλο κύκλο των βασάνων (...). Και να στην ιζμπά πάνω σε αχυρένιο κρεβάτι πεθάνει μια γυναίκα. Ένα κερί καίει στο ήδη παγωμένο της χέρι, πάνω της σοβαρά, ήρεμα και υπάκουα στέκεται ο σύζυγός της και δίπλα του φορώντας μόνο ένα πουκαμισάκι στέκεται κλαίγοντας η αδυνατούλα κορούλα της.(...). Ο πίνακας μου προξενεί την ίδια ώρα θαυμάσια έξαρση και γεμάτη συγκίνηση συμπόνια αλλά συγχρόνως, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, και ζήλια για την αγία αυτή φτώχεια ."(Λέων Τολστόι. Εισαγωγή στο άλμπουμ με πίνακες του Ν.Ορλόβ "Οι Ρώσοι μουζίκοι ")

Ο Λέων Τολστόι, έχοντας πλέγμα ενοχής απέναντι στους χωρικούς, φορώντας τη μακριά πουκάμισα των μουζίκων, έσπερνε και θέριζε στα χωράφια μαζί  τους. Ήθελε να παραμείνει κοντά στη ζωή και τη σοφία τους κηρύττοντας έναν αναρχικό χριστιανισμό που είναι αντίθετος στον δυτικό πολιτισμό της απληστίας και του πνευματικού κενού.

Στο διήγημά του "Αφεντικό και δουλευτής", το αφεντικό έχοντας χάσει την επαφή με τη φύση και τους ανθρώπους γύρω του, χάνεται μέσα στη χιονοθύελλα χωρίς να το παραδέχεται, γυρνώντας χαμένος στο ίδιο σημείο. Ο συνετός δουλευτής λαμβάνει υπόψη του τη δύναμη της φύσης και του προτείνει να διανυκτερεύσουν στο ξενοδοχείο. Το αφεντικό, πιστεύοντας ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα, πεθαίνει ξεπαγιασμένος .Το σώμα του όμως ζεσταίνει τον χωρικό που τελικά επιβιώνει. Η αντιμετώπιση του επερχόμενου βέβαιου θανάτου είναι το ηθικό μέτρο για τον Τολστόι. Το αφεντικό στο κυνήγι του κέρδους είναι αξιολύπητος και αποκρουστικός, έζησε τη ζωή του ξένος από το φυσικό νόμο, σε αντίθεση με τον χωρικό που δέχεται τον θάνατο με ηρεμία, ως κάτι φυσιολογικό. Ο χωρικός έζησε τη ζωή του μέσα στη φύση, σπέρνοντας και θερίζοντας, φυτεύοντας και κόβοντας δέντρα, τρέφοντας και σφάζοντας ζώα, γεννώντας παιδιά και θάβοντας τους γέρους γονείς του, γνωρίζει ότι αυτός είναι ο νόμος της ζωής και του θανάτου. Στα έργα του Λέοντος Τολστόι ο χωρικός είναι ο φορέας του ηθικού νόμου, ωστόσο ο συγγραφέας κατηγορήθηκε για εξιδανίκευση των μουζίκων.

Ενώ στα έργα του Τολστόι ο σκληρός, σωματικός μόχθος αναζωογονεί τον άνθρωπο που  γίνεται ηθικός, καθαρός και αγνός, στα έργα του Αντόν Τσέχοβ η φτώχεια συνθλίβει και ταπεινώνει τον άνθρωπο. Ο Αντόν Τσέχοβ συχνά έλεγε ότι στις φλέβες του ρέει αίμα μουζίκων, γιατί ήταν απόγονος δουλοπάροικων και ήξερε από πρώτο χέρι  τη ζωή των μουζίκων.

Ο παππούς του ήταν δουλοπάροικος που εξαγόρασε την ελευθερία του με σκληρή δουλειά. Ο πατέρας του είχε ένα μικρό μπακάλικο το οποίο χρεοκόπησε και του άφησε πολλά χρέη. Ο Αντόν Τσέχοβ έγραφε τα πρώτα του διηγήματα για να βοηθάει οικονομικά την οικογένειά του. Ήξερε πολύ καλά τι θα πει ταπεινωτική φτώχεια, φτώχεια που προσβάλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ως γιατρός δούλεψε πολλά χρόνια στα χωριά και ήξερε πώς ζουν οι μουζίκοι. Στα διηγήματά του η τραγικότητα της αλήθειας γκρεμίζει την ιδεαλιστική αντίληψη για τη ζωή των μουζίκων. Φτώχεια, πείνα, κρύο, σκληρότητα και μουζίκοι που μεθοκοπούν.

"Όταν ο Νικολάι μπαίνοντας στην ιζμπά είδε όλη τη φαμίλια, όλα τα μεγάλα και μικρά κορμιά που σάλευαν στα πατάρια, στις κούνιες και σε όλες τις γωνιές κι όταν είδε με πόση βουλιμία έτρωγαν οι γέροι και οι γυναίκες το μαύρο ψωμί το μουσκεμένο στο νερό, κατάλαβε πως άδικα είχε έρθει εδώ πέρα, άρρωστος χωρίς λεφτά και μάλιστα με την οικογένειά του -άδικα!

-Και πού είναι ο αδερφός μου ο Κυριάκος; ρώτησε αφού χαιρέτησε.
-Δουλεύει φύλακας σε ενός έμπορα το δάσος, απάντησε ο πατέρας του. Καλός μουζίκος, μα γερά τα τσούζει.
-Αχαΐρευτος! μουρμούρισε η γριά παραπονιάρικα. Εμάς οι μουζίκοι είναι πικροί, δεν κουβαλάν στο σπίτι, μα από το σπίτι. Κι ο Κυριάκος πίνει κι ο γέρος πίνει -γιατί να το κρύψουμε;(...). Για χάρη των ξένων άναψαν το σαμοβάρι. Το τσάι μύριζε ψαρίλα, τα κομμάτια η ζάχαρη μισοφαγωμένη και λερή. Πάνω στο ψωμί και τα πιατικά περνοδιάβαιναν κατσαρίδες. Σε αηδιάζε να πιείς, μα και να κουβεντιάζεις, όλο για τη φτώχεια,για τις αρρώστιες."
(Αντόν Τσέχοβ  Οι μουζίκοι)

Στη σύγχρονη καθομιλουμένη ρωσική γλώσσα η λέξη μουζίκος (мужик) συχνά αντικαθιστά τη λέξη άντρας (мужчина) και πολλές φορές προσδιορίζει τη λεβεντιά και τον αντρικό χαρακτήρα.
Οι λέξεις ταξιδεύουν στον χρόνο, συχνά διαφοροποιώντας το περιεχόμενό τους, φέροντας όμως πάντα μέσα τους το βιωματικό τους περιεχόμενο που είναι η ιστορία του λαού.

Ελένη Τσολιά






Αναρτήθηκε από:

Ελένη Τσολιά

Η Ελένη Τσολιά είναι απόφοιτος του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοβ. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα master of arts στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία καθώς και PhD στη θεωρητική και ιστορικό - συγκριτική γλωσσολογία. Από το 1993 διδάσκει τη ρωσική γλώσσα ως ξένη σε ιδιωτική σχολή ενώ παράλληλα ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας και κουλτούρας.