Δημοσιεύτηκε
φωτο: πίνακας, Marc Chagall
Πάλι την ακολουθώ. Την ακολουθώ κατά πόδας. Πάντα την ακολουθούσα σε ό,τι κι αν έκανε. Τώρα δεν την χάνω από τα μάτια μου.
Από την πρώτη στιγμή που την είδα αιχμαλωτίστηκα. Εγώ στα τριάντα-κάτι μου, αυτή στα τριάντα-παρά-κάτι. Σκυλάδικο Παρασκευή. Παρέα με φίλους συνηθισμένα πράματα, δεκαετία ογδόντα. Αυτή με σαματατζίδικη κοριτσοπαρέα, γενέθλια κάποιας συναδέλφου. Και καλά τα τσιφτετέλια, εντάξει. Όταν όμως έβλεπα γυναίκες στα ζεϊμπέκικα, τσαντιζόμουνα. Δεν ξέρω πώς το είχαμε δει, δεν μας άρεζε πάντως. Σηκώθηκε στις βεργούλες, έκπληξη, οι γυναίκες σηκωνόντουσαν συνήθως στα δαχτυλίδια, στο μια ζωή πληρώνω, άντε καμιά Μοσχολιού. Στις βεργούλες δεν είχα ξαναδεί γυναίκα στην πίστα. Κι ούτε που ξαναείδα γυναίκα, όχι στην πίστα, αλλά πουθενά αλλού. Έμεινα να βλέπω μόνο αυτήν. Όπως τώρα. Άμα τα φτιάξαμε είδα και τα υπόλοιπα. Ευκαιρία δεν έχανε. Σε γάμους και βαφτίσεις, Πάσχα και Χριστούγεννα, σε σπίτια και σε αυλές, παντού τα πάντα. Από τη μια το γούσταρα, από την άλλη με εκνεύριζε. Μου άρεζαν οι στροφές της, τα τσαλίμια και τα τσακίσματα. Τα μπολσόι σπίτι μου. Από την άλλη ζήλευα που την έβλεπαν. Έτσι και σηκωνόταν από το τραπέζι, τα πιρούνια ξεχνιόταν στα πιάτα και τα ποτήρια έμεναν μετέωρα. Πιότερο όμως λύσσαγα όταν έπιανε με άλλους. Ας ήταν και συρτό ή χασαποσέρβικο.
Τώρα την ακολουθώ πάλι χολωμένος. Την κρατάνε τέσσερις ξένοι. Θαρρώ θα σηκωθεί να ρίξει μια τελευταία γυροβολιά, έτσι για να με πικάρει. Θα βγάλει τη λίρα που της έβαλα στο μέτωπο και θα την κολλήσει στο κούτελο του βαρκάρη. Παίξε τις βεργούλες, θα του πει.