Δημοσιεύτηκε
φωτο, Mariia Chernyshova (διαδίκτυο)
Είχε να βγει μέρες έξω από το σπίτι, τεμπέλιαζε στην τηλεόραση. Το ταμείο ανεργίας είχε και τα καλά του. Όταν όμως δρασκέλισε την εξώπορτα της πολυκατοικίας, συνειδητοποίησε ότι είχε ντυθεί μάλλον ελαφριά για το ξεροβόρι της Σαλονίκης. Περπάτησε λίγο σκυφτός με τον λαιμό βυθισμένο στον γιακά και χώθηκε γρήγορα στο σούπερ μάρκετ για λίγες προμήθειες.
Μετά από είκοσι λεπτά βγήκε σε μια άλλη πόλη. Ήταν λες κι ο Βαρδάρης πήρε όλη την σκουντουφλιά του χειμώνα. Ο ήλιος, αυτός ο ήλιος που για μήνες ήταν μαλωμένος με την πόλη, τώρα σήμανε μια αγαπησιάρικη ειρήνευση και την φώτιζε γενναιόδωρα, ένα είδος «τώρα ό,τι είπαμε νερό κι αλάτι, πάλι φίλοι». Ο αέρας είχε πέσει κι αυτός, πιο πριν όμως είχε παρασύρει τα σύννεφα που κατασκέπαζαν τους δρόμους, τα τσιμέντα και την ψυχή του.
Αποφάσισε να πάρει σιωπηρά μέρος στην ανεπίσημη ανακωχή του ακήρυχτου μετεωρολογικού πολέμου. Θα έκανε μια μεγάλη βόλτα προς τα πάνω, ίσως έπινε κι έναν καφέ στην Άνω Πόλη, μπορεί αλλού, ίσως έπαιρνε ένα λεωφορείο για Συκιές, θα αποφάσιζε στη στάση. Σκέφτηκε να περάσει πάλι από το σπίτι να αφήσει τις σακούλες, αλλά και πάλι δεν τον βάραιναν, ένας άνθρωπος μοναχός ήταν, τα ψώνια ήταν μετρημένα.
Ανεβαίνοντας τη Γούναρη βρήκε συμπαθητικό ακόμη και το φοιτηταριό που σαββατιάτικα κατανάλωνε πίτσες και σπανακόπιτες με τις πλάτες στα ερείπια του Ναβαρίνου. Τους ανέμελους αυτούς τύπους τους έβρισκε σαχλούς από τότε που είχανε χωρίσει με κείνη. Αντάλλαξαν λόγια, ξενέρωσαν, τον βαρέθηκε, αυτός ζητούσε πολλά, δεν ήξερε να πει. Ήξερε όμως ότι τώρα του έλειπε. Αυτή έφυγε με το που έκλεισαν τα σχολεία, αυτός γκαρσόνι στη Ρόδο, είχε να την δει μήνες, κράτησε αυτή αποστάσεις, κράτησε και αυτός γινάτι, ούτε επαφή, ούτε τηλέφωνο.
Στη στάση του λεωφορείου κόσμος και κοσμάκης. Συνήθως όλοι περίμεναν ακούνητοι και αμίλητοι, πού και πού μόνο έβγαζαν το κεφάλι στα αριστερά της πολύβουης λεωφόρου για να ξεδιακρίνουν αν το λεωφορείο που ερχόταν από μακριά, ήταν το δικό τους. Τώρα, ο χαδιάρης ήλιος έκανε τους ανθρώπους πιο ομιλητικούς, τουλάχιστον όσους περίμεναν με παρέα. Έπιασε τον εαυτό του να μη δυσφορεί για την βρομιά στα πεζοδρόμια, για τις κόρνες των ανυπόμονων, για τα λεωφορεία που αργούσαν, ας αργούσαν όσο ήθελαν, αυτός δε βιαζόταν, έτσι κι αλλιώς κανένα λεωφορείο δεν ήταν δικό του, δεν περίμενε κάτι συγκεκριμένο, δε θα χτυπούσε καμιά κάρτα, δε θα αργούσε σε κανένα ραντεβού, τα καφέ ήταν όλα ανοιχτά, σε λίγο κόντευε μεσημέρι.
Στην απέναντι στάση τα ίδια. Κόσμος πολύς, κάθε πέντε λεπτά ένα λεωφορείο σταματούσε να αφήσει κόσμο και ρουφούσε άλλους σαν ηλεκτρική σκούπα, σε μια αδιάκοπη κίνηση που άλλες φορές τού μύριζε ζωή και άλλες ματαιότητα.
Ξάφνου ανάμεσα στο γκρίζο πλήθος της απέναντι στάσης ήρθε μια χρωματιστή πιτσίλα. Στο σκούρο κοπάδι με τις σαρδέλες, κολυμπούσε ένα χρυσόψαρο! Μέσα στο σμάρι με τις μύγες, μια λιβελούλα! Εκείνη! Με το ίδιο πάντα παλτό, με την κουκούλα κατεβασμένη να ρουφήξουν τα μαλλιά της λίγη ψεύτρα άνοιξη, ίσως και να την φέρουν.
Έμεινε να κοιτάζει εκστατικός. Σε λίγο παραμέρισε τρεις-τέσσερις που περίμεναν μπροστά του και στάθηκε πάνω στο κράσπεδο του πεζοδρομίου με την υποσυνείδητη, ίσως και ανόητη σκέψη ότι θα τον δει κι αυτή. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι κοίταζε απέναντι, αλλά ίσως και όχι. Το πλάτος της λεωφόρου ήταν μεγάλο και η απέναντι στάση αρκετά μακριά. Όχι τόσο μακριά που να μην αναγνωρίζεις ανθρώπους, πολύ μακριά για να ξεδιαλύνεις το βλέμμα τους.
Σκέφτηκε απαισιόδοξα ότι τον είδε και απέστρεψε το βλέμμα. Αλλά και πάλι γιατί να τον είδε σε τόσο κόσμο; Αυτή μάλλον βιάζεται, δε χαζολογεί όπως αυτός. Στο κάτω-κάτω στη στάση του λεωφορείου πολλοί άνθρωποι κοιτάζουν αλλά δε βλέπουν, είναι και τόσα αυτοκίνητα ανάμεσα.
Ένα λεωφορείο μπήκε μπροστά στη στάση της, δεν πρόλαβε να δει αν ήταν το δικό της (ποιο είναι τώρα το «δικό της» λεωφορείο άραγε;). Ρουφάει και ξερνάει κόσμο για σαράντα πέντε ατελείωτα δευτερόλεπτα. Επιτέλους απομακρύνεται. Το χρυσόψαρο ακόμη εκεί. Δεν ήταν το δικό της λεωφορείο.
Τότε το αποφάσισε. Θα περνούσε απέναντι να της μιλήσει. Τι θα έχανε; Έτσι κι αλλιώς είχαν χωρίσει. Χειρότερα δεν γινόταν. Αν αυτή ήθελε κουβέντα, μπορεί και να έμπαινε στο δικό της λεωφορείο, όπου και να πήγαινε μια χαρά προορισμός θα ήταν. Θα της έλεγε τα συνηθισμένα, θα την ρωτούσε πώς πήγε το καλοκαίρι, θα την ρωτούσε για το σχολείο, αν είναι και φέτος αναπληρώτρια, ίσως της έλεγε πόσο του είχε λείψει, ίσως της ζητούσε συγνώμη, θα έπαιρνε το φταίξιμο πάνω του, θα καταριόταν τις ώρες που ξόδεψαν να τσακώνονται για χαζομάρες, θα…
…Τότε ήρθε κι άλλο λεωφορείο και την σκέπασε. Έμεινε με τις τσάντες του Μασούτη μετέωρες να αγωνιά. Άλλα σαρανταπέντε δευτερόλεπτα, αυτή τη φορά τα μέτρησε, ήταν πενήντα στην πραγματικότητα. Το λεωφορείο έφυγε και η λιβελούλα ήταν ακόμη στη στάση!
Αποφάσισε να περάσει τον δρόμο και να πάει σ΄αυτήν. Οι τσάντες με τα ψώνια του φάνηκαν λίγο γελοίες για την περίσταση. Μπορεί και να την αγκάλιαζε, έστω φιλικά, δεν ήθελε να έχει στα χέρια του τα μακαρόνια και τις χλωρίνες. Άφησε τις σακούλες στη μέση της στάσης - στο διάολο τα ψώνια - και περπάτησε τα σαράντα μέτρα ως το φανάρι. Αλλά και πάλι, έκανε δεύτερη σκέψη, άμα ήταν αδιάφορη θα ξεφτιλιζόταν, για πού το ‘βαλε, πού πήγαινε; Τα ψώνια ήταν μια δικαιολογία, να, για ψώνια πάω, έχω δουλειές εγώ, δεν ήρθα για την αφεντιά σου, έχουμε και μια αξιοπρέπεια.
Γύρισε να πάρει τα ψώνια και στήθηκε πάλι στη διάβαση. Στο μεταξύ είχε χάσει έναν γρηγόρη και είχε πάλι σταμάτη. Τώρα όμως ήταν έτοιμος. Τώρα όμως πέρασε κι άλλο λεωφορείο. Τι έπαθαν τώρα και περνάνε συνέχεια τα μαλακισμένα, άλλες φορές στη Σαλονίκη, βγάζεις γένια περιμένοντας στις στάσεις. Πρόλαβε να περάσει τον δρόμο. Πρόλαβε να δει και την άκρη του παλτού της να ανεβαίνει στο λεωφορείο. Να μπει αυτός δεν πρόλαβε, ούτε κι έτρεξε είναι η αλήθεια.
Έμεινε με τα ψώνια στο χέρι. Το ξεροβόρι του Βαρδάρη ξεκίνησε πάλι να μαστιγώνει την πόλη. Ο ήλιος πάλι κρύφτηκε ή μπήκε κι αυτός μαζί της στο λεωφορείο για τις δυτικές συνοικίες, θα βαρέθηκε τη φασαρία του κέντρου.
Αποφάσισε να μην πιει τον καφέ. Άλλωστε και οι σακούλες τώρα του φάνηκαν κάπως βαριές.