Δημοσιεύτηκε
Οι τσαστούσκι είναι συνήθως ομοιοκατάληκτα τετράστιχα που τραγουδιούνται με τη συνοδεία του ακορντεόν ή της μπαλαλάϊκας, του ρωσικού λαϊκού εγχώρδου, μουσικού οργάνου. Προήλθαν από τα χορευτικά τελετουργικά τραγούδια για αυτό έχουν γρήγορο, χορευτικό ρυθμό και οι στίχοι τους είναι συνδεδεμένοι με τη μουσική.
Οι πρώτες αναφορές για τα σύντομα αυτά τραγούδια έγιναν στο τέλος του 19ου αιώνα. Τα τετράστιχα αυτά τραγουδιούνται σε γιορτές, σε λαϊκά ξεφαντώματα αλλά και σε ιδιωτικές οικογενειακές γιορτές και τραπέζια. Είναι σύντομα, εύθυμα τραγούδια, τα οποία εμφανίστηκαν σε αγροτικές περιοχές και τα τραγουδούσαν οι νέοι άντρες. Οι ακροατές συχνά συμμετείχαν χορεύοντας, χειροκροτώντας και μερικές φορές απαντώντας με άλλη εύθυμη τσαστούσκα εκφράζοντας συμφωνία ή διαφωνία. Οι τραγουδιστές πολλές φορές επαναλαμβάνουν πιο παλιά τραγούδια ενώ συγχρόνως αυτοσχεδιάζουν καινούργια δίνοντας μια μικρή παράσταση με τραγούδι και χορό.
Οι τσαστούσκι εμφανίστηκαν ως αποτέλεσμα της διαδικασίας μεταβολής των δημοτικών τραγουδιών. Τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης τους συγκρίνονταν με τα δημοτικά τραγούδια, τα οποία έχουν σαφή ποιητική υπεροχή, και για αυτό έγιναν δεκτές με πολύ αρνητικά σχόλια καθώς θεωρήθηκαν παρακμή και ξεπεσμός των δημοτικών τραγουδιών.
"Τι συμβαίνει στον λαό μας που ξέχασε τα τραγούδια του και άρχισε να τραγουδά τσαστούσκι, αυτά τα αβάσταχτα ατάλαντα τραγουδάκια, με συνοδεία αυτού του καταραμένου γερμανικού ακορντεόν, που με τόση αγάπη κρατάνε κάτω απ'τη μασχάλη οι εργάτες στις μέρες τις ξεκούρασης; Αυτό είναι για μένα ακατανόητο. Ένα μόνο ξέρω, ότι η τσαστούσκα δεν είναι τραγούδι. Δεν είναι παρά μια καρακάξα, χυδαία και έντονα βαμμένη. Πόσο ωραία τραγουδούσαν παλιά,στα χωράφια, στα ποτάμια, στα δάση και μεταμφιεσμένοι στα αγροτόσπιτα... (Φιόντορ Σαλιάπιν)
Όπως όμως συμβαίνει συχνά με την πάροδο του χρόνου ο ρυθμός και η μουσικότητα τους αγαπήθηκαν από τον λαό για αυτό και ηχούσαν πάντα στα γλέντια, στους χορούς και στα πανηγύρια.
Με την κατάργηση της δουλοπαροικίας στα τέλη του 19ου αιώνα, εκατομμύρια αγρότες που ήταν για αιώνες περιορισμένοι σε συγκεκριμένες περιοχές χωρίς να έχουν το δικαίωμα της μετακίνησης, μπόρεσαν να μετακομίσουν σε αστικά κέντρα ή σε άλλες περιοχές αναζητώντας δουλειά. Η μαζική έξοδο του αγροτικού πληθυσμού προς τα κέντρα της βιομηχανοποίησης, άλλαξε ραγδαία τις κοινωνικές δομές καθώς οι αγρότες μετατρέπονταν σε εργάτες. Η κατασκευή του υπερσιβηρικού σιδηρόδρομου ήταν ο καταλύτης της αλλαγής στη ρωσική κοινωνία. Περίπου τέσσερα εκατομμύρια αγρότες μετανάστευσαν από τα δυτικά στη Σιβηρία για να βρουν δουλειά στα νέα εδάφη που πλέον ήταν προσβάσιμα. Αυτό ήταν κάτι που άλλαξε ριζικά τις δομές της ρωσικής κοινωνίας. Μαζί τους οι αγρότες μετέφεραν τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο διασκέδασης τους, τα τραγούδια και τους χορούς τους.
Οι τσαστούσκι έπαψαν να είναι περιορισμένες σε αγροτικές περιοχές, μεταφέρθηκαν στις πόλεις και σε όλη την επικράτεια της αχανούς χώρας. Μαζί με τις αλλαγές που έφερε η ζωή άλλαξε και η θεματική των τραγουδιών αυτών. Τα θέματα εμπλουτίστηκαν με καινούργια ερεθίσματα έτσι εκτός από τα θέματα της καθημερινής ζωής και της αγάπης προστέθηκαν θέματα πολιτικά και κοινωνικά. Οι τσαστούσκι σε αντίθεση με τα δημοτικά τραγούδια είναι ευέλικτες λόγω του ότι δεν συνδέονται με εξειδικευμένες τελετουργίες όπως συμβαίνει με τα δημοτικά τραγούδια.
Οι τσαστούσκι πολλές φορές άσκησαν επίδραση στην έντεχνη, προσωπική ποίηση και αρκετοί ποιητές αναφέρθηκαν στην επίδραση που είχαν στους ίδιους και στο έργο τους.
"Στίχους άρχισα να γράφω στα 9 μου χρόνια, κι έμαθα να διαβάζω στα 5. Στο έργο μου απ' την αρχή επιδράσανε τα λαϊκά τραγούδια (τσαστούσκι). Το σκολειό δεν άφησε σε μένανε κανένα άλλο χνάρι εχτός από μια καλή γνώση της εκκλησιαστικής σλαβικής γλώσσας. Αυτό ήταν όλο κι όλο που μούδωσε.(Σεργκέη Γεσένιν. Αυτοβιογραφία. Απόδοση Γιάννη Ρίτσου)
Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι στο δοκίμιό του "Πώς φτιάχνονται τα ποιήματα" αναφέρει τις τσαστούσκι ως μέσο για τη διάδοση και προπαγάνδα των καινούργιων επαναστατικών ιδεών και αναλύει τη σύνθεσή τους. "Ένα παράδειγμα: Έχουμε την κοινωνική εντολή να γράψουμε λόγια για να τραγουδήσουν οι κόκκινοι στρατιώτες που πηγαίνουν στο μέτωπο της Πετρούπολης. Στόχος: να νικηθεί ο Γιούντεβιτς.Υλικό: λέξεις απ' το λεξιλόγιο του στρατιώτη. Εργαλεία παραγωγής: Ροκανισμένο μολύβι. Τρόπος: μαντινάδα. Ιδού το αποτέλεσμα:
Φλοκάτη και τσουράπια
η καλή μου μού δωσε (νοσκί παντάρενι)
Τρέχει ο Γιούντενιτς να φύγει
λες και κάποιος νέφτι τού βάλε (νασκιπιντάρενι)
(...) Για να επενεργήσει το άσμα είναι απαραίτητη η απρόσμενη ρίμα, ενώ συγχρόνως δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο δίστιχο. Έτσι το πρώτο δίστιχο μπορεί να ονομαστεί βοηθητικό. "(Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι Πώς φτιάχνονται τα ποιήματα. Μετάφραση από τα ρωσικά Κατερίνα Αγγελάκη -Ρουκ)
Στην απόδοση της Κατερίνας Αγγελάκη -Ρουκ η λέξη частушка (τσαστούσκα) μεταφράζεται μαντινάδα. Η σύγκριση με τις κρητικές μαντινάδες είναι αναπόφευκτη καθώς έχουν πολλά κοινά στοιχεία στη θεματική και στην συνοδεία μουσικής με λαϊκά όργανα. Ωστόσο οι κρητικές μαντινάδες έχουν πολλές φορές ποιητικό βάθος και αξιώσεις πραγματικής ποίησης σε αντίθεση με τις τσαστούσκι που είναι περιπαιχτικά, εύθυμα τραγούδια.
Οι τσαστούσκι έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά και με τα κυπριακά τσιαττιστά που είναι επίσης αυτοσχέδια τετράστιχα με εύθυμο χαρακτήρα που τραγουδιούνται σε πανηγύρια σε στιχουργικούς αγώνες.
Στη λαϊκή ποίηση των λαών υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία που είτε αντλούνται από κοινή παράδοση είτε από παρόμοιες συνθήκες ζωής των λαών.Οι λαοί έζησαν πολλούς αιώνες προφορικότητας και απομνημόνευσης για αυτό και στη λαϊκή παράδοση υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία που περνούν από γενιά σε γενιά διατηρώντας τα βιώματα, τα συναισθήματα και την ιδιαίτερη λαϊκή όραση που σε συνδιασμό με τους ήχους των λαϊκών οργάνων αντηχούν μέχρι τις μέρες μας μεταφέροντας την αυθεντική λαϊκή εικόνα του κόσμου.