Δημοσιεύτηκε
Ο Φλαμανδός ζωγράφος Πίτερ Μπρέγκελ ο πρεσβύτερος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1525-30 σε χωριό κοντά στην πόλη Μπρέντα και πέθανε το 1569 στις Βρυξέλλες. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους τοπιογράφους, εισήγαγε το ηθογραφικό είδος στη φλαμανδική ζωγραφική και αποτύπωσε με τον πλέον υπέροχο τρόπο σκηνές της καθημερινότητας από τη ζωή των χωρικών. Η πρωτοπορία του έγκειται στο γεγονός ότι είναι ο πρώτος ζωγράφος που απεικόνισε στιγμές της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων. Μέχρι τότε οι καλλιτέχνες ασχολούνταν κυρίως με θρησκευτικά θέματα αλλά και με θέματα από τη ζωή των ευγενών και των αυλικών. Η μοναδική ατμόσφαιρα των έργων του αποδίδεται με αριστοτεχνικό τρόπο -οι ιδιαίτερες οπτικές γωνίες, οι συμβολισμοί, τα λαμπερά γήινα χρώματα, τα τοπία του διακατέχονται από μία σιωπή και μια μεταφυσική στατικότητα. Επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία του Ιερώνυμου Μπος αλλά σε συνδυασμό με τις πνευματικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις του διαμόρφωσε ένα πολύ προσωπικό εικαστικό ύφος. Σπούδασε στην Αμβέρσα και δίδαξε στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά, η οποία ήταν μια από τις διασημότερες συντεχνίες καλλιτεχνών με ιδιαίτερο κύρος. Το έργο του «Τοπίο με την Πτώση του Ίκαρου» άσκησε βαθύτατη επίδραση στη φλαμανδική τέχνη αλλά και στην τέχνη γενικότερα όπως στην ποίηση και στον κινηματογράφο μέχρι τις μέρες μας.Τα έργα του βρίσκονται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Ο Θρίαμβος του Θανάτου είναι μια ελαιογραφία του 1562 (117 cm × 162 cm) που βρίσκεται στο μουσείο Πράδο της Ισπανίας.
Ο πίνακας δείχνει την επέλαση μιας στρατιάς από σκελετούς που σπέρνουν τον όλεθρο σε ένα μαυρισμένο, έρημο τοπίο. Οι φωτιές καίνε από μακριά και η θάλασσα είναι γεμάτη ναυάγια.
Ο πίνακας απεικονίζει ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων – από αγρότες και στρατιώτες μέχρι ευγενείς, καθώς και έναν βασιλιά και έναν καρδινάλιο – να παρασύρονται από τον θάνατο αδιακρίτως.
Αυτός ο πίνακας απεικονίζει ένα συνηθισμένο θέμα στη μεσαιωνική λογοτεχνία: τον χορό του Θανάτου, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε συχνά από καλλιτέχνες του Βορρά.
Ο Θρίαμβος του Θανάτου του είναι ένα μακάβριο καλλιτεχνικό στυλ του ύστερου Μεσαίωνα και τρόπος έκφρασης για την ευθραυστότητα της ζωής και τη βεβαιότητα ενός φρικιαστικού θανάτου κατ' εντολή μιας άτυχης φυσικής τάξης. Το έργο αντικατοπτρίζει την αποδεκτή πραγματικότητα της εποχής, δηλαδή ότι η προβιομηχανική κατάσταση του ανθρώπου ήταν «μοναχική, φτωχή, άσχημη, κτηνώδης και σύντομη» - μια πραγματικότητα που αντικατοπτρίζεται με οξεία ακρίβεια.
Σε αυτό το ηθικό έργο, ο θρίαμβος του Θανάτου έναντι των εγκόσμιων πραγμάτων συμβολίζεται από έναν μεγάλο στρατό από σκελετούς που ισοπεδώνουν τη Γη. Το φόντο είναι ένα άγονο τοπίο στο οποίο διαδραματίζονται ακόμη σκηνές καταστροφής. Σε πρώτο πλάνο, ο Θάνατος οδηγεί τους στρατούς του από τα κοκκινωπά άλογά του, καταστρέφοντας τον κόσμο των ζωντανών. Οι τελευταίοι οδηγούνται σε ένα τεράστιο φέρετρο χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί περιλαμβάνονται σε αυτή τη σύνθεση και ούτε η εξουσία ούτε η αφοσίωση μπορούν να τους σώσουν. Κάποιοι προσπαθούν να αγωνιστούν ενάντια στο σκοτεινό πεπρωμένο τους, ενώ άλλοι παραιτούνται από τη μοίρα τους.
Ο καλλιτέχνης φιλοτεχνεί ολόκληρο το έργο σε έναν κοκκινοκαφέ τόνο που δίνει στη σκηνή μια κολασμένη όψη κατάλληλη για το θέμα. Αυτή η σκηνή είναι επηρεασμένη τόσο από τη μεσαιωνική παράδοση του Χορού του Θανάτου όσο και από τις απεικονίσεις του Θριάμβου του Θανάτου στην ιταλική ζωγραφική.
Ωστόσο, το έργο ενδεχομένως να αποτυπώνει κάτι εντελώς μεγαλύτερο από τις αδιάκοπες αντιξοότητες και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του προβιομηχανικού πολιτισμού. Ο Θρίαμβος του Θανάτου πιθανόν να κατέγραψε ίσως τον Μαύρο Θάνατο (1346–1353) την επιδημία της Πανώλης που έπληξε την Ευρώπη και αποδεκάτισε τον πληθυσμό της.
Ο Μαύρος Θάνατος οδήγησε σε οξεία πτώση του βιοτικού επιπέδου, του προσδόκιμου ζωής, του εμπορίου, της οικονομικής παραγωγής και των γεωργικών αποδόσεων. Η καταστροφή μείωσε τον ήδη αργό ρυθμό της ανθρώπινης προόδου.
Είναι σχεδόν αδύνατον να αναλογιστούμε τις συνθήκες μιας επιδημίας πανώλης στον προβιομηχανικό κόσμο. Ο θάνατος, η πείνα, η εξαθλίωση, ο φόβος, η απομόνωση, η βρωμιά και τα βάσανα ήταν σε μια κλίμακα που θα τρόμαζε και θα προκαλούσε σύγχυση σε κάθε σύγχρονο παρατηρητή. Οι επιδημίες ήταν ένα συχνό φαινόμενο στην προβιομηχανική Ευρώπη και οι άνθρωποι έρχονταν αντιμέτωποι με τη μοίρα τους. Η έμπνευση του ζωγράφου γι’ αυτό το αριστούργημα ενδεχομένως να προήλθε από την καταγραφή μιας καθημερινότητας γεμάτης δυσκολίες, οδυνηρής και εφιαλτικής σε περιπτώσεις επιδημιών.
Ο πίνακας ανήκε στη βασίλισσα Ελισάβετ της Φαρνέζε και ήταν στο παλάτι La Granja το 1745.
Πηγές
- Γιολάντα Χατζή, Φλάνδρα – Φλαμανδοί ζωγράφοι, εκδ. Εξάντας.
- Μπρέγκελ, Το πλήρες έργο, εκδ. Taschen.
- https://fee.org/
- https://www.museodelprado.es/
- https://en.wikipedia.org/