Δημοσιεύτηκε
Δεν ήξερε πώς θα προχωρούσε. Αυτό το «σας ευχαριστούμε αλλά αυτό το διάστημα δεν θα ρισκάρουμε με καινούργιες εκδόσεις» ένιωθε να ανεβαίνει στο λαιμό του και να τον πνίγει. Δε χρειαζόταν άλλη συζήτηση. Σηκώθηκε από τη μικρή πολυθρόνα και χωρίς περιττά λόγια πήρε το δακτυλόγραφο από το γραφείο του εκδότη. Βγήκε από την πόρτα χωρίς να χαιρετήσει, όχι από αγένεια, αλλά επειδή φοβήθηκε ότι ακόμη και μια λεξούλα να έλεγε, ο κόμπος στο λαιμό θα γινόταν αντιληπτός.
Το πρωί, όταν ερχόταν στο κέντρο για την συνάντηση, η ευφορία της αισιοδοξίας τού επέτρεψε τη μικρή πολυτέλεια του λεωφορείου. Η απέραντη πόλη μέσα από τα τζάμια του λεωφορείου του φαινόταν χαρούμενη, παιχνιδιάρικη, σύγχρονη και ινδιάνικη μαζί. Δεν ήταν δική του πόλη, αλλά ένιωθε ευγνωμοσύνη που μπορούσε να δημιουργεί μέσα σε αυτό το τρελό και αλλοπρόσαλλο πλήθος.
Τώρα προτίμησε να περπατήσει τρία τέταρτα, όχι μόνο για να γλιτώσει τα τελευταία του ψιλά, αλλά και για να βρει τρόπο να σουλουπώσει κάπως την τσαλακωμένη του αξιοπρέπεια. Είχε καταλάβει άλλωστε ότι κανένας δεν είχε διαβάσει, ούτε καν φυλλομετρήσει το πακέτο με το κείμενο. Τώρα η πόλη έμοιαζε βρόμικη και επικίνδυνη, πολύ μεγάλη για να την νιώσει σπίτι του, πολύ αφιλόξενη για ξένους, πολύ περιφρονητική για αποτυχημένους. Ο ιδρώτας του απέπνεε την αποτυχία. Θαρρούσε πως η ήττα είχε ποτίσει τα ρούχα του και, όσα τσιγάρα και να κάπνιζε, τα χνότα του βρομούσαν απόρριψη.
Τώρα όμως δεν έδινε δυάρα για την έκδοση. Τον απασχολούσε μόνο το πώς θα αντίκριζε στα μάτια την γυναίκα του, πώς στο διάβολο θα δικαιολογούσε την απόλυτη στέρηση και την ανασφάλεια που κόστισαν στην κοινή τους ζωή όλοι αυτοί οι μήνες της αφοσίωσης στην γραφομηχανή. Όλους αυτούς τους μήνες αυτή δεν είχε πάει στο σινεμά, δεν είχε αγοράσει καινούριο ρούχο, δεν επέτρεψε στον εαυτό της την πολυτέλεια των καινούριων παπουτσιών. Όλες αυτές τις ανείπωτες στερήσεις τις υπέμεινε αγόγγυστα και τις έκανε να μοιάζουν τόσο φυσικές όσο η βροχή στη ζούγκλα και οι αέρηδες στο υψίπεδο. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι και τώρα κατά πάσα πιθανότητα δε θα του έλεγε τίποτε, δε θα του ζητούσε τίποτα.
Στο σπίτι επιβεβαιώθηκε. Εκείνη γρήγορα κατάλαβε την συντριπτική ήττα. Την ήττα την είδε στο άδειο βλέμμα του, την άκουσε στην σιωπή του, την κατάλαβε γιατί ο ίδιος έκατσε στην καρέκλα της κουζίνας ξεχνώντας να βγάλει το σακάκι του. Πρώτα του έβγαλε το πανωφόρι και χωρίς λόγια ετοίμασε καφέ και για τους δυο τους. Εκείνος το μόνο που σκεφτόταν ήταν αν και η καφετιέρα ήταν υποθηκευμένη όπως τα περισσότερα έπιπλα και οι συσκευές στο σπίτι. Κατά τη διάρκεια των δεκαοχτώ μηνών της συγγραφής, όταν τα δικά της μεροκάματα δεν κάλυπταν τα έξοδα, πουλούσαν ό,τι μπορούσαν (καημένο αυτοκινητάκι…) και έπαιρναν δανεικά υποθηκεύοντας συσκευές και έπιπλα. Τα πλήκτρα της γραφομηχανής είχαν γίνει σαράκι και κατέτρωγαν ψυγεία και κρεβάτια, χόρταιναν την πείνα τους με πλυντήρια και τραπέζια. Όταν αντάλλαξαν τις πρώτες λέξεις, αυτός είχε ήδη καπνίσει τρία τσιγάρα. Μάζεψε το κουράγιο του κι έσπασε πρώτος τη σιωπή:
«Ούτε που το διάβασαν».
«Είναι άσχετοι, αγάπη μου όπως οι περισσότεροι εκδότες σ’ αυτή τη χώρα. Ηλίθιοι σαν Αμερικάνοι και αγράμματοι σαν ινδιάνοι».
«Και λοιπόν; Πόσες χώρες θα αλλάξουμε ακόμη με τα λίγα κέρματα που έχω στην τσέπη;», αστειεύτηκε άχαρα.
Ακολούθησε σιωπή για δυο γουλιές καφέ. Του φάνηκε πως η μυρωδιά του σκέπασε για λίγο την αποφορά της ντροπής. Του έπιασε το χέρι μαλακά σαν βούτυρο και του μίλησε κοφτά σαν μαχαίρι:
«Στείλτο με το ταχυδρομείο στο Μπουένος Άιρες. Αυτοί σκαμπάζουν από λογοτεχνία. Αξίζει τον κόπο».
Μισό τσιγάρο ακόμη του πήρε για να απαντήσει με σβησμένη φωνή:
«Είναι μαλακία. Θα ξοδέψουμε το ψωμί και τα τσιγάρα μιας εβδομάδας για να στείλουμε το δακτυλόγραφο στην άκρη του κόσμου.... Κι άμα χαθεί;»
Την άλλη μέρα με το κείμενο στα χέρια περπάτησαν αγκαζέ ως στο ταχυδρομείο. Εκείνος μαγκωμένος και ενοχικός. Εκείνη αγέρωχη κρατούσε το μπράτσο του χαμογελαστή, σαν Πρώτη Κυρία σε επίσημη επίσκεψη.
Στο ταχυδρομείο διαπίστωσαν ότι τα λεφτά τους δεν έφταναν για τα γραμματόσημα. Το πακέτο ήταν βαρύ και τα μίλια ήταν πολλά. Αυτός έσκυψε το κεφάλι και άναψε ακόμη ένα τσιγάρο. Αυτή τον τσίμπησε δυνατά στη μέση.
«Στείλε το μισό βρε! Κόφ’ το στη μέση. Άμα διαβάσουν το μισό, θα τους αρέσει και θα σου ζητήσουν μόνοι τους το άλλο μισό. Ως τότε θα βρούμε και τα υπόλοιπα λεφτά».
Υπάκουσε στην Μερσέντες σαν ασθενής μπροστά στο γιατρό του. Καθυστέρησε λίγο για να αποφασίσει σε ποια σελίδα θα γινόταν το χειρουργείο. Μοίρασε στα δύο το δακτυλόγραφο και έστειλε το πρώτο μισό.
Φεύγοντας από το ταχυδρομείο είχε την αίσθηση ότι περπατάει με ένα παπούτσι. Η Μερσέντες, πιο πολύ για να ανοίξει μια κάποια συζήτηση παρά για να προσθέσει κάποια σκιά, σχολίασε:
«Ρε Γκάμπο, μήπως ο τίτλος παραείναι περίεργος και φευγάτος;»
«Τι εννοείς;»
«Ξέρω κι γω… Εκατό Χρόνια Μοναξιά;»
Σημείωση: Το περιστατικό με το δακτυλόγραφο που εστάλη μισό στο Μπουένος Άιρες για λόγους οικονομίας είναι αληθές και το διηγήθηκε ο ίδιος. Το επεισόδιο με τον Μεξικανό εκδότη που αδιαφόρησε είναι επινόηση, όπως άλλωστε επινοημένοι είναι και οι διάλογοι του Μαρκές με την σύζυγό του Μερσέντες.