Δημοσιεύτηκε
Του άρεσε του Κώστα η Θεσσαλονίκη; Και ναι και όχι. Ανηφόρισε στη Σαλονίκη για να δει τους γονείς του, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως κρατικός μηχανικός στη χιλιοστή του μετάθεση. Με το φρέσκο πτυχίο της Νομικής στην τσέπη ο Κώστας ήρθε λίγο ως τροπαιούχος (να πού πήγαιναν τα λεφτά σου πατέρα) και λίγο ως περιηγητής στις Νέες Χώρες (να δούμε τι στο καλό γίνεται στον Βορρά). Πιο πολύ όμως ήθελε να ξεχαστεί, να ξεφύγει από την ανία, να ξεφύγει κι από την σκέψη της Χανιώτισσας που ακόμη και παντρεμένη τώρα πια, του πιλαλούσε το μυαλό και δεν έλεγε να την ξεπεράσει. Έρωτες, πλήξη. Στη Θεσσαλονίκη έλπιζε να βρει «φρέσκα κουλούρια» και να ξεχαστεί.
Τώρα τριγυρίζει ασκόπως για να καταλήξει αν άξιζε τον κόπο η τρομερή αιματοχυσία των τριών πολέμων για την πόλη αυτή. Το κέντρο της καπνίζει ακόμη από την περσινή πυρκαγιά. Παντού αποκαΐδια και έργα αποκατάστασης. Γύρω από το κέντρο ένα μεγάλο πολύβουο πλήθος που δουλεύει, διασκεδάζει, φωτογραφίζεται και ψωνίζει σε όλες τις γλώσσες. Ελληνικά, γαλλικά, εβραίικα λαντίνο, αγγλικά, ιταλικά, τούρκικα, ένας συρφετός από ομιλίες και φωνές σε κάθε δρόμο, σε κάθε καφενείο, σε κάθε μαγαζί. Το κλίμα είναι πανηγυριώτικο και είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη μαίνεται ο Μεγάλος Πόλεμος στον οποίο έμπλεξε πάλι την Ελλάδα ο «τρισκατάρατος» Βενιζέλος. Αν δεν ήταν οι εφημερίδες θα νόμιζες ότι η απίστευτη ποικιλία των στρατιωτικών στολών που γεμίζει τα σφαιριστήρια είναι απλώς το ξεπούλημα κάποιου θεατρικού βεστιαρίου ή οι στολές μιας παράκαιρης αποκριάς.
Σε ένα τέτοιο σφαιριστήριο μπήκε τώρα να περάσει την ώρα του ο Κώστας. Στην αίθουσα με δυσκολία έβλεπες στα πέντε μέτρα από την κάπνα των τσιγάρων. Για ελεύθερο τραπέζι ούτε λόγος. Βολεύτηκε ως τέταρτος προσκαλεσμένος («ε, κύριος, αμά θες κάτσε στο τραπέζι μας») από μια παρέα φασαριόζων νεαρών. Ήταν λίγα μόνο χρόνια νεώτεροί του αλλά ο ίδιος έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος με το κουστούμι του και την –από γεννησιμιού του θαρρείς- σοβαρότητά του.
Αποδείχθηκαν πολύ βαρετοί, βλαχάκια από τα Χάσια. Πιο ξεθαρρεμένος ο Παναγιώτης έκανε τις συστάσεις: «Μας επιστράτεψε ο Βενιζέλος. Χθες ορκιστήκαμε και πήραμε μια διανυκτέρευση να διούμε τη Σαλονίκη. Με τον Μαρή και τον Μιχάλη είμαστε συγχωριανοί». Ο Μαρής δεν ασχολήθηκε γιατί ασχολιόταν με όλο το υπόλοιπο μαγαζί. Σφύριζε στις Φραντζέζες που έψαχναν πελατεία, βριζόταν με μια παρέα Άγγλων, παράγγελνε μπύρες και έφτυνε καταγής. Ο Μιχάλης, ένας μακρόστενος ψηλολέλεκας με σπυριά στη μούρη, τα ‘χε χαμένα. Δε μιλούσε πολύ και ρουφούσε με απορία ήχους και εικόνες. Μόνο κάποια στιγμή στράφηκε και ρώτησε την παρέα: «Λένε ότι θα μας πάνε στον πόλεμο, στο Στουρνόμα. Είν’ αλάργα;» Ο Παναγιώτης τον καθησύχασε. «Στρυμόνα τον λένε, ποτάμι είναι. Μια μέρα δρόμος από δω. Θα πάμε και θα ‘ρθουμε. Μη σκοτίζεσαι, Μιχαλιό, κοίτα τις Φραντζέζες».
Τις Φραντζέζες δεν τις είδε γιατί το οπτικό τους πεδίο το έκλεισε μια ταπεινή τριανδρία: Ένας λογαγός, ένας λοχίας και μια ορντινάντσα ζήτησαν τα χαρτιά των επίστρατων. Η παρέα των τριών είχε τα χαρτιά της εντάξει. Παραδόξως όμως αυτός που έμπλεξε ήταν ο Κώστας: «Λεβέντη, έπρεπε ήδη να είσαι φαντάρος. Ακολούθησέ μας στη στρατολογία να κοιτάξουμε μήπως είσαι τίποτα ανυπότακτος».
Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία έξοδος για τον Μιχάλη. Ο Παναγιώτης κι ο Μαρής έβγαιναν αραιά και πού στην πόλη, αλλά ο Μιχαλιός είναι σχεδόν μόνιμα τιμωρημένος. Στην αρχή, όταν ξεκίνησαν από το χωριό με την παρέα ήταν σχεδόν ενθουσιασμένος. Στο καφενείο έγινε γλέντι «για τα παιδιά που πάνε φανταράκια» και τους ξεπροβόδισαν σαν ήρωες, σάμπως ήδη να είχαν σαρώσει τους Γερμανοβούλγαρους. Μετά χάθηκε το γούστο κι έμεινε η σκόνη του δρόμου και η κάπνα του τρένου.
Στο στρατόπεδο πάλι όλα είναι δύσκολα. Τα παραγγέλματα τα ακούει σε μια γλώσσα ακατανόητη στον ίδιο. «Στοιχηθείτε και ζυγιστείτε» φωνάζει ο δεκανέας και ο Μιχάλης απορημένος κοιτάζει γύρω του για κάποια εξήγηση. «Ζυγίσου», του επαναλαμβάνει ο Παναγιώτης. Πάλι τίποτε! «Πού να ζυγιστώ χωρίς καντάρι;», απορεί. Εκτελεί πάντα τελευταίος, πάντα ασυντόνιστος. Ακόμη και στα απλά θελήματα τον περιμένουν μικρές αποτυχίες. Η εντολή να φέρει κάτι από την αποθήκη είναι σπαζοκεφαλιά. Πώς να διαβάσει το σημείωμα που δεν ξέρει καθόλου γράμματα; Πώς να εντοπίσει την αποθήκη που δεν ξέρει να διαβάζει ταμπέλες; Όσο για το όπλο είναι ένα τεχνολογικό μυστήριο άλυτο για τον Μιχάλη. «Κλείστρον», «κοντάκιον», «αορτήρας» και άλλα παρόμοια συγκροτούν ένα απόκρυφο λεξιλόγιο μάγων που διαφυλάττουν στρατιωτικά μυστικά. Ο ύπνος είναι λίγος και ανήσυχος: Τα μακριά κανιά του περισσεύουν από το ράντζο εκστρατείας. Τα παρακάλια του προς τους υπαξιωματικούς εκπαιδευτές είναι το ίδιο άγαρμπα με το βάδισμά του. Αντί να τον αλαφρύνουν, του προσθέτουν τιμωρίες και αγγαρείες.
Κάποτε ήρθε η ώρα για την πραγματική εκστρατεία και το τάγμα του πήρε το δρόμο για το μέτωπο του Στρυμόνα. Ο Μιχαλιός το είδε με κάποια ανακούφιση. Πίστευε ότι θα γλίτωνε από τα παθήματα της εκπαίδευσης, αφού τώρα λογιζόταν κανονικός στρατιώτης. Έπιασε τον εαυτό του να ονειροπολεί πώς κάποια επιτυχία εναντίον των Βουλγάρων, κάποια παλικαριά στο πεδίο της μάχης, θα δικαίωνε τις προσδοκίες των συγχωριανών για «τα ηρωικά παιδιά του χωριού μας».
Στο μέτωπο ο Μιχαλιός δεν απέτυχε στην χρήση του όπλου. Δηλαδή ούτε καν το χρησιμοποίησε. Η πρώτη αποστολή του τάγματος αποδείχθηκε ότι ήταν το σκάψιμο χαρακωμάτων μέσα σε έναν ορυμαγμό πυρών. Ως σκαπανέας τα κατάφερε λίγο καλύτερα. Το χαράκωμα βάθυνε σχετικά γρήγορα. Στο μεταξύ λιποθύμησε αρκετές φορές βλέποντας πότε το κεφάλι του διπλανού να ανοίγει στα δύο, πότε το χέρι κάποιου άλλου να αποχωρίζεται από το σώμα. Συνερχόταν με τα χαστούκια και τα βρισίδια των υπαξιωματικών. Το χαράκωμα μύριζε μπαρούτι και χώμα. Ο ίδιος μύριζε κάτουρο. Κάθε φορά που ξημέρωνε ορκιζόταν στον εαυτό του ότι θα φαινόταν γενναίος. Και κάθε βράδυ που σταματούσε για λίγο το τουφεκίδι, βυθιζόταν στη χλαίνη του με το παντελόνι κατουρημένο.
Ξεπλύθηκε κάπως όταν βούτηξαν στο ποτάμι να κυνηγήσουν τους Βούλγαρους. Βούτηξε με την αισιοδοξία πως τους παίρνανε στο κατόπι και σύντομα θα γυρίζε πίσω. Και πράγματι ο Μιχαλιός γύρισε πίσω σύντομα. Πολύ σύντομα. Ούτε το ποτάμι δεν πρόλαβε να περάσει και τα θραύσματα μιας οβίδας τον ξάπλωσαν ματωμένο στις λάσπες ανάμεσα στα τρομαγμένα βατράχια. Δεν είχε προλάβει να ρίξει ούτε μια τουφεκιά.
Ξύπνησε μετά από καμπόσες μέρες σε ένα άθλιο στρατιωτικό νοσοκομείο. Το πόδι του -αυτό που δεν είχε χτυπηθεί- περίσσευε από το κρεβάτι. Το άλλο δεν το ένιωθε καθόλου. Και όποιο μέρος του σώματος το ένιωθε, αυτό πονούσε. Δε χρειαζόταν γνώσεις ιατρικής για να καταλάβει ότι ήταν άσχημα χτυπημένος. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη διαίσθηση για να πάρει χαμπάρι ότι εκείνο το θορυβώδες αχούρι που κατ’ ευφημισμόν ονομαζόταν «θάλαμος νοσηλείας», ήταν απλός ένας προθάλαμος για την απόλυτη ησυχία του νεκροταφείου. Περιορίστηκε να παρακαλάει με σβησμένη φωνή να τον πάνε στο χωριό του.
Ο Κώστας τώρα είναι βυθισμένος στο σημειωματάριό του. Το καφενείο στην οδό Εξοχών δε μένει από κόσμο, αλλά δεν έχει τη φασαρία των άλλων καφέ. Εδώ βρίσκει ησυχία να γράψει στίχους ή να σκιτσάρει. Πού και πού κοιτάζει ψηλά στο ταβάνι, στους μαίανδρους και το αμάλθειο κέρας του γύψινου διάκοσμου. Τον βγάζει από τις σκέψεις μια φωνή αόριστα γνώριμη.
«Επ, κύριος, ο κύριος Κώστας δεν είσαι;»
Ο Κώστας σηκώνει το κεφάλι και βλέπει μια φυσιογνωμία γνωστή, αλλά η μνήμη του δεν τον βοηθάει.
«Ο Παναγιώτης είμαι. Δε με θυμάσαι; Που κάτσαμε μαζί στο μπιλιαρδάδικο της παραλίας; Με τον Μαρή και με τον Μιχαλιό; Θυμάμαι σε πήρανε οι στρατολόγοι. Τελικά σε επιστρατέψανε;»
Ο Κώστας θυμήθηκε την περίπτωση:
«Όχι, ζήτησα και πήρα αναβολή λόγω υγείας. Για την ώρα γλίτωσα και αύριο φεύγω για Αθήνα. Εσείς τι γίνεστε, βρε παιδιά»;
«Εγώ τραυματίστηκα στο Σκρα και βρίσκομαι σε αναρρωτική. Ευτυχώς την έβγαλα. Ο Μαρής τώρα είναι στην Καβάλα.»
«Ο Μιχαλιός; Τι απέγινε;»
«Αυτός κύριε Κώστα είναι ο μόνος που γύρισε στο χωριό. Πεθαμένος. Τον κουβαλήσαμε με τ’ άλλα φαντάρια. Τρομάξαμε να τον σκεπάσουμε. Τόσα χαρακώματα σκάψαμε και στο λάκκο του τσιγκουνευτήκαμε και περίσσευε λίγος. Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος…»
Ο Κώστας Καρυωτάκης (Τρίπολη Αρκαδίας, 30 Οκτωβρίου 1896 - Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928) επισκέφτηκε τους γονείς του το 1918 στη Θεσσαλονίκη. Επιστρατεύτηκε αλλά πήρε αναβολή λόγω υγείας και τελικά υπηρέτησε λίγες μόνο μέρες. Όλα τα επεισόδια του κειμένου αποτελούν μυθοπλασία. Το ποίημα «Ο Μιχαλιός» βρίσκεται στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927), αλλά έχει πρώτη δημοσίευση το 1919 στο περιοδικό «Γάμπα».
Ο Μιχαλιός
Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Mαρή και με τον Παναγιώτη.
Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Tον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Eκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να `λεγε, σαν να παρακαλούσε:
«Aφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Kι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Mαρής κι ο Παναγιώτης.
Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.