Δημοσιεύτηκε
Ο πατριάρχης Νίκων, το 1665 με τη στήριξη του τσάρου Αλέξιου προσπάθησε να ανανεώσει τη ρωσική εκκλησία σε μια προσπάθεια να ευθυγραμμιστεί με την ελληνορθόδοξη εκκλησία. Στην προσπάθειά της αυτή αναθεώρησε τα λειτουργικά βιβλία έτσι ώστε τα ρωσικά κείμενα να συνάδουν με τις ελληνικές εκδοχές.
Οι μεταρρυθμιστές έδωσαν έμφαση στη ρητορική και τη φιλοσοφία, κατά τα ελληνικά πρότυπα. Αυτό σήμαινε ότι ο κλήρος έπρεπε να είναι πιο μορφωμένος και τα θρησκευτικά κείμενα να έχουν φιλοσοφικό περιεχόμενο.
Επίσης σύμφωνα με τις αναθεωρήσεις αυτές έπρεπε να γίνουν αλλαγές στις λατρευτικές πρακτικές, όπως για παράδειγμα στον τρόπο που γινόταν το σημείο του σταυρού. Μέχρι τότε οι Ρώσοι έκαναν το σημείο του σταυρού κρατώντας ίσια τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο και διπλώνοντας τα άλλα τρία δάχτυλα, συμβολίζοντας με τον τρόπο αυτό τη διττή φύση του Χριστού. Ο πατριάρχης Νίκων επέβαλε την ελληνική πρακτική, να ενώνονται δηλαδή ο δείκτης και ο μέσος με τον αντίχειρα, για να συμβολίζεται η Αγία τριάδα.
Μεταρρυθμίσεις έγιναν και στη θεία λειτουργία και στην τελετουργία της ρωσικής εκκλησίας σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα. Οι περισσότεροι πιστοί δέχτηκαν το νέο τελετουργικό και τα νέα βιβλία καθιερώθηκαν. Ωστόσο πολλοί ήταν οι πιστοί που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν θεωρώντας ότι μόνο οι Ρώσοι είχαν διατηρήσει την ορθή πίστη.
Οι αρνητές ονομάστηκαν Παλαιοί Πιστοί (староверцы) και εξορίστηκαν σε απομονωμένα μέρη όπου συνέχισαν να κηρύττουν την παλαιά πίστη. Η παλαιά πίστη συνέχισε να διαδίδεται επικίνδυνα για την επίσημη εκκλησία, βρίσκοντας νέους υποστηρικτές και τελικά προκαλώντας σχίσμα στους κόλπους της ρωσικής εκκλησίας. Οι Παλαιοί Πιστοί συνέχισαν να ασκούν την πίστη τους κρυφά σε απομονωμένες περιοχές. Ο τσάρος Αλέξιος έστελνε στρατό στις περιοχές αυτές προκειμένου να αναγκάσει τους αντιρρησίες να δεχθούν τις εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις. Πολλές κοινότητες Παλαιών Πιστών μόλις πλησίαζε ο στρατός συγκεντρώνονταν σε ξύλινες εκκλησίες έβαζαν φωτιά και καίγονταν όλοι μαζί.
Λόγω των διωγμών, πολλοί Παλαιοί Πιστοί κατέφυγαν σε μικρά χωριά στα πυκνά δάση στις όχθες του ποταμού Βόλγα. Ανάμεσά τους και πολλοί αγιογράφοι που αρνούνταν να ζωγραφίζουν εικόνες σύμφωνα με τους νέους εικονογραφικούς κανόνες απεικόνισης του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων. Στην περιοχή του χωριού Χοχλομά, στις όχθες του ποταμού Βόλγα, κατέφυγαν πολλοί αγιογράφοι Παλαιοί Πιστοί.
Για τους ντόπιους, που ζούσαν στις περιοχές αυτές με τα πυκνά δάση, το ξύλο ήταν το βασικότερο κατασκευαστικό υλικό. Οι ντόπιοι χειροτέχνες επεξεργάζονταν το ξύλο και του έδιναν λεία επιφάνεια και ότι σχήμα επιθυμούσαν. Κατασκεύαζαν κυρίως ξύλινα οικιακά σκεύη και έπιπλα που δεν συνήθιζαν να διακοσμούν.
Τα σκεύη αυτά είχαν καθαρά λειτουργικό χαρακτήρα όπως εξάλλου συμβαίνει συνήθως με τα έργα λαϊκής τέχνης που έχουν πάντοτε χρηστική αξία. Οι αγιογράφοι, οι οποίοι δεν μπορούσαν πια ελεύθερα να ζωγραφίζουν εικόνες άρχισαν να διακοσμούν τα ξύλινα αυτά αντικείμενα προσδίδοντάς τους και αισθητική αξία πέρα από τη χρηστική, χωρίς όμως να καταργείται η χρησιμότητά τους. Οι αγιογράφοι κατείχαν τέλεια την τέχνη της ζωγραφικής με λεπτό πινέλο, καθώς και το μυστικό της κατασκευής αντικειμένων τα οποία φαίνονταν χρυσά χωρίς όμως να είναι στην πραγματικότητα.
Πάνω σε μαύρο ή χρυσό φόντο διακοσμούσαν τα απλά αυτά ξύλινα σκεύη, κούπες, γαβάθες και κουτάλια, απεικονίζοντας κλαδιά και μούρα από τη ρωσική φύση. Οι παραστάσεις με τα φυτικά θέματα είχαν χρώματα κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλιά και γαλάζια. Η έκρηξη αυτή των κόκκινων αλλά και η γλυκύτητα των πράσινων και κίτρινων αποχρώσεων που στόλιζαν με την πολύπλοκη και ιδιότυπη τέχνη τους απεικονίζοντας θέματα της φύσης έδωσαν στα απλά αυτά σκεύη τη λάμψη της τέχνης και καλλιτεχνική και αισθητική αξία.
Η πρωτότυπη τέχνη τους έγινε σύντομα γνωστή σε όλη τη Ρωσία και λόγω του ότι η περιοχή Χοχλομά ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο όπου οι τεχνίτες πουλούσαν στους εμπόρους, που κατέφθασαν από την υπόλοιπη Ρωσία, τα ξύλινα διακοσμημένα σκεύη τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά μοτίβα σε μαύρο ή χρυσό φόντο, και η πολύπλοκη τεχνική κατασκευής των χρωμάτων έγιναν γνωστά με το όνομα Χοχλομά από την ονομασία της περιοχής.
Ένας θρύλος λέει ότι την εποχή του σχίσματος ζούσε ένας εξαιρετικός αγιογράφος ο Αντρέι Λοσκούτ ο οποίος έφυγε από τη Μόσχα κατατρεγμένος και παρέμεινε πιστός στην παλαιά και αγνή πίστη.
Κρύφτηκε στις όχθες του ποταμού Βόλγα και εκεί συνέχισε να ζωγραφίζει εικόνες και σκεύη. Ο πατριάρχης Νίκων έμαθε πού ζούσε ο Αντρέι και έστειλε στρατιώτες να τον συλλάβουν. Ο αγιογράφος προτίμησε να αυτοπυρποληθεί πάρα να προδώσει την πίστη του. Οι σπίθες από το φλεγόμενο σώμα του που ανέβηκαν ψηλά στον ουρανό είχαν τα χρώματα των ζωγραφιών του το χρυσό, το κόκκινο και το μαύρο.
Η δημιουργική φαντασία του λαού εικονοποίησε μια σελίδα της ιστορίας της εκκλησίας και της τέχνης που ενώθηκαν με τρόπο τραγικό και δημιουργικό και έδωσαν έργα λαϊκής τέχνης σε φόντο κάποτε μαύρο και κάποτε χρυσό όπως ακριβώς και η ιστορία του ρωσικού λαού.