Δημοσιεύτηκε
Η γλωσσολογική στροφή (linguistic turn) αποτελεί ένα σημαντικό σημείο καμπής στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα, καθώς έθεσε στο επίκεντρο την έννοια της γλώσσας ως θεμελιώδη διάσταση της ανθρώπινης γνώσης και της κοινωνικής πρακτικής. Αναφέρεται σε μια σημαντική αλλαγή στη φιλοσοφική αντίληψη, υποστηρίζοντας ότι η φιλοσοφία δεν αποτελεί ούτε εμπειρική επιστήμη ούτε υπερεμπειρική μελέτη της πραγματικότητας. Αντί για αυτό, αποτελεί μια εννοιολογική προσέγγιση που βασίζεται στη λογική, με στόχο να αναλύσει τις περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στις φιλοσοφικά σημαντικές έννοιες, όπως αυτές προκύπτουν από τη γλωσσική χρήση.
Αν και σαν έννοια ξεκίνησε με τη δημοσίευση του έργου «Tractatus Logico – Philosophicus» από τον Wittgenstein το 1921, ο όρος εισήχθη από τον Richard Rorty το 1967. Η γλωσσολογική στροφή περιγράφει την απομάκρυνση από παραδοσιακές φιλοσοφικές θεωρήσεις που αντιμετώπιζαν τη γλώσσα ως απλό εργαλείο περιγραφής της πραγματικότητας και την προώθηση της αντίληψης ότι η γλώσσα κατασκευάζει την ίδια την εμπειρία μας για τον κόσμο. Στοχαστές όπως ο Ludwig Wittgenstein και οι δομιστές και μεταδομιστές, ιδίως ο Michel Foucault και ο Jacques Derrida, διαμόρφωσαν την προβληματική αυτή, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο της γλώσσας στη συγκρότηση των κοινωνικών πρακτικών, των θεσμών και του νοήματος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη, μολονότι δεν εντάσσεται άμεσα σε αυτήν την κατεύθυνση, παρουσιάζει σημαντικά κοινά σημεία αλλά και αξιοσημείωτες διαφορές. Ο Καστοριάδης προσέγγισε το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι μέσα από την έννοια της «φαντασιακής θέσμισης» και της αυτονομίας, δίνοντας έμφαση στην δημιουργική διάσταση του ριζικού φαντασιακού και τη δυνατότητα των ανθρώπων να αυτοθεσμίζονται. Για τον λόγο αυτό, είναι κρίσιμο να διερευνηθεί αν και πώς ανευρίσκεται η γλωσσολογική στροφή στο έργο του, εστιάζοντας στις αναλογίες και αποκλίσεις με τις κεντρικές έννοιες της φιλοσοφίας της γλώσσας.
Η γλωσσολογική στροφή στη φιλοσοφία: Από τον Saussure στον Wittgenstein και στον Foucault
Η γλωσσολογική στροφή, θεμελιωμένη στη σκέψη του Ferdinand de Saussure, ορίζει τη γλώσσα ως ένα σύστημα σημείων που αποτελείται από το σημαίνον (signifier) και το σημαινόμενο (signified). Ο Saussure (1979) υποστήριξε ότι η σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου είναι αυθαίρετη, ενώ η γλώσσα λειτουργεί ως κλειστό σύστημα συμβολισμών, το οποίο αναπτύσσεται μέσω συλλογικών συμβάσεων. Αυτή η προσέγγιση αποτέλεσε τη βάση του δομισμού, επηρεάζοντας καίρια τη μετέπειτα ανάπτυξη της γλωσσολογίας και των κοινωνικών επιστημών.
Παράλληλα, ο Wittgenstein (1977), με την έννοια των «γλωσσικών παιγνίων», τόνισε ότι το νόημα των λέξεων καθορίζεται από τη χρήση τους σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια, υπογραμμίζοντας τη συνάρτηση γλώσσας και κοινωνικής πρακτικής. Τέτοια γλωσσικά παιχνίδια είναι για παράδειγμα η γλώσσα των χριστιανών, ή των επιστημόνων, η καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιούμε στην επικοινωνία μας, η φιλοσοφική γλώσσα κλπ.
Για να γίνουν αυτά περισσότερο κατανοητά, ας αντιπαραβάλουμε τον όρο «πίστη» μεταξύ της χριστιανικής γλώσσας και της καθημερινής γλώσσας.
Στο χριστιανικό πλαίσιο, η «πίστη» αναφέρεται σε μια βαθιά και αδιάσειστη εμπιστοσύνη στον Θεό και στις διδασκαλίες του Ιησού Χριστού. Δεν είναι απλώς μια πεποίθηση, αλλά μια εσωτερική βεβαιότητα που στηρίζεται σε πνευματική εμπειρία και αποδοχή του θείου σχεδίου. Παράδειγμα: «Η πίστη στον Χριστό μας οδηγεί στη σωτηρία». Η λέξη «πίστη» εδώ έχει θεολογική σημασία, αναφερόμενη σε μια υπαρξιακή σχέση με τον Θεό.
Αντίθετα, στην καθημερινή της χρήση, η λέξη «πίστη» μπορεί να σημαίνει απλώς εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι, χωρίς αναγκαστικά να εμπλέκεται θεολογική ή πνευματική διάσταση. Παράδειγμα: «Έχω πίστη στους συντρόφους μου ότι θα με βοηθήσουν». Εδώ, η λέξη «πίστη» αναφέρεται σε μια απλή ανθρώπινη εμπιστοσύνη και δεν έχει τη βαρύτητα της θρησκευτικής πίστης.
Με αυτό το παράδειγμα καταλαβαίνει κανείς πως η ίδια λέξη μπορεί να φέρει πολύ διαφορετικά νοήματα ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης της, ανάλογα αν αυτό είναι θρησκευτικό ή καθημερινό.
Ενώ ο Wittgenstein επικεντρώθηκε στις γλωσσικές συμβάσεις και στα γλωσσικά παιχνίδια, ο Foucault (2017) προχώρησε βαθύτερα και ανέπτυξε μια δυναμικότερη προσέγγιση της γλώσσας ως μέσου ελέγχου και διαμόρφωσης της πραγματικότητας. Στο έργο του «Η Αρχαιολογία της Γνώσης», υποστηρίζει ότι η γνώση δεν είναι κάτι ουδέτερο ή αντικειμενικό, αλλά διαμορφώνεται και ελέγχεται μέσα από τους «λόγους» (discourses), οι οποίοι είναι σύνολα δηλώσεων που σχετίζονται με την εξουσία. Οι λόγοι αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργούνται και νοηματοδοτούνται τα αντικείμενα της γνώσης, όπως για παράδειγμα η ψυχική υγεία, η εγκληματικότητα, το φύλο και η σεξουαλικότητα.
Αυτό σημαίνει ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα μέσο που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να επικοινωνούν και να περιγράφουν τον κόσμο, αλλά ένα ενεργό εργαλείο που συμβάλλει στη διαμόρφωση της γνώσης και στην ενσωμάτωση συγκεκριμένων μορφών εξουσίας. Κάθε λόγος περιλαμβάνει κανόνες και διαδικασίες που καθορίζουν τι μπορεί να ειπωθεί, ποιοι μπορούν να το πουν, και με ποιους όρους γίνεται αποδεκτό ως αληθές ή έγκυρο. Έτσι, οι γλωσσικές συμβάσεις εντάσσονται σε ένα δίκτυο εξουσίας, καθώς ορισμένα θέματα γίνονται αντικείμενα δημόσιας συζήτησης ή έρευνας, ενώ άλλα αποκλείονται ή αποσιωπούνται. Ο Foucault δείχνει πως οι θεσμοί (π.χ., το σχολείο, το δικαστικό σύστημα, το νοσοκομείο) και οι λόγοι που τους περιβάλλουν, ρυθμίζουν ποιος κατέχει την εξουσία να παράγει γνώση και να την ελέγχει (Foucault, 2017).
Η γλώσσα και το φαντασιακό στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη
Ο Καστοριάδης είναι ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ού αιώνα με τη θεωρία του περί της φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας να αποτελεί έναν θεμελιώδη άξονα της σκέψης του. Στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας, εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνία, τους θεσμούς, τις σημασίες, αλλά και τη γλώσσα. Η έννοια της «φαντασιακής θέσμισης», αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες δημιουργούν το δικό τους σύστημα αξιών, κανόνων και συμβολικών μορφών, το οποίο καθοδηγεί τη ζωή των μελών τους. Αυτό το σύστημα δεν είναι απλώς αποτέλεσμα λογικής οργάνωσης ή αντικειμενικών συνθηκών, αλλά ένα προϊόν της ανθρώπινης φαντασίας (Καστοριάδης, 1978).
Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, κάθε κοινωνία διαμορφώνει ένα «φαντασιακό σύμπαν» ή ένα σύνολο φαντασιακών μορφών και σημασιών οι οποίες καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και οργανώνουν τον κόσμο τους. Αυτές οι φαντασιακές μορφές, ή «κοινωνικές φαντασιακές σημασίες», δεν έχουν καμία αναφορά στην «αντικειμενική» πραγματικότητα, αλλά λειτουργούν ως πλαίσια νοήματος που καθοδηγούν τις ανθρώπινες δραστηριότητες, τις ηθικές αξίες και τις κοινωνικές δομές. Οι θεσμοί, οι νόρμες και οι αξίες, κατά συνέπεια, δεν προκύπτουν αυτόματα από τη φύση των ανθρώπων ή κάποια ιστορική αναγκαιότητα, αλλά παράγονται από αυτή τη φαντασιακή θέσμιση (Καστοριάδης, 1978). Για παράδειγμα, έννοιες όπως το κράτος, ο νόμος, η δικαιοσύνη, ή η θρησκεία, δεν είναι κάτι το «φυσικό» ή παγκόσμιο. Κάθε κοινωνία παράγει τις δικές της ιδιαίτερες σημασίες, που διαφοροποιούνται από τις αντίστοιχες σημασίες άλλων κοινωνιών.
Ο Καστοριάδης εδώ, διαφοροποιείται ριζικά από την αντίληψη της γλωσσολογικής στροφής, καθώς δεν θεωρεί τη γλώσσα ως πρωτεύον και καθοριστικό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής δημιουργίας. Η κριτική του επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η γλωσσική ανάλυση, αν και σημαντική, περιορίζεται στη σφαίρα της έκφρασης και δεν μπορεί να εξηγήσει την πηγή της ανθρώπινης δημιουργικότητας, η οποία βρίσκεται στην φαντασιακή διάσταση. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη (1999), η έμφαση στη γλώσσα από τους στοχαστές της γλωσσικής στροφής, όπως ο Wittgenstein και ο Derrida, απομακρύνει από το ερώτημα της δημιουργίας και της αυτονομίας. Η γλώσσα, αν και απαραίτητη για τη συγκρότηση κοινωνικών μορφών, δεν είναι η πηγή της δημιουργικότητας. Η κοινωνία δεν συγκροτείται απλώς μέσω γλωσσικών συστημάτων, αλλά μέσα από μια συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία φαντασιακής θέσμισης, όπου οι άνθρωποι δημιουργούν νέες κοινωνικές μορφές και σημασίες, πέρα από τις γλωσσικές συμβάσεις.
Αυτή η διάσταση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, η οποία υπερβαίνει τη γλώσσα, είναι κεντρική στη θεωρία του Καστοριάδη για την αυτονομία. Η αυτονομία, για τον στοχαστή, δεν είναι μόνο η ικανότητα να διατυπώνουμε νέες γλωσσικές σημασίες ή να επανερμηνεύουμε τις υπάρχουσες, αλλά η ικανότητα να αναδημιουργούμε τους ίδιους τους θεσμούς και τα συστήματα που καθορίζουν τη ζωή μας. Αντί της γλώσσας, η πρωταρχική δύναμη για τη δημιουργία των κοινωνικών μορφών και θεσμών είναι αυτό που ο Καστοριάδης ονομάζει «ριζικό φαντασιακό». Αυτή η έννοια υποδηλώνει μια δημιουργική δύναμη που λειτουργεί πέρα από τη λογική ή τη γλώσσα. Το ριζικό φαντασιακό είναι η πηγή των νέων μορφών και δομών που δεν υπήρχαν προηγουμένως και που δεν μπορούν να εξηγηθούν πλήρως με βάση τις υπάρχουσες λογικές ή γλωσσικές δομές. Είναι η δημιουργική ικανότητα των ανθρώπων να σχηματίζουν νέες ιδέες, θεσμούς και κοινωνικές δομές που επαναπροσδιορίζουν το πλαίσιο στο οποίο ζουν (Καστοριάδης, 1978).
Εδώ, η διαφορά του Καστοριάδη με τη γλωσσολογική στροφή γίνεται επίσης ιδιαίτερα σαφής. Ενώ οι φιλόσοφοι της γλωσσολογικής στροφής βλέπουν τη γλώσσα ως το βασικό εργαλείο συγκρότησης του νοήματος, ο Καστοριάδης θεωρεί ότι η δημιουργία του νοήματος προϋπάρχει της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μεν το μέσο μέσω του οποίου εκφράζονται οι φαντασιακές σημασίες, αλλά δεν αποτελεί την πηγή τους. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, το ριζικό φαντασιακό είναι αυτό που είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία όλων των κοινωνικών μορφών, από τις απλούστερες ως τις πιο περίπλοκες. Είναι αυτό που οδηγεί στην παραγωγή νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, όπως η δημοκρατία ή η θρησκεία και θεσμών, όπως οι νόμοι, τα δικαστήρια, ή οι πολιτικές ιδεολογίες. Αυτές οι μορφές και οι θεσμοί αποκτούν νόημα μέσω της φαντασίας και στη συνέχεια εκφράζονται και ενισχύονται μέσω της γλώσσας και των συμβολικών μορφών που χρησιμοποιεί κάθε κοινωνία (Καστοριάδης, 1978).
Επιπλέον, ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο είναι η διαχρονικότητα της φαντασιακής θέσμισης. Κάθε κοινωνία, παρόλο που δημιουργεί νέες μορφές και θεσμούς, δεν ξεκινά από το μηδέν. Η φαντασιακή θέσμιση κάθε κοινωνίας περιλαμβάνει την επεξεργασία των προηγούμενων κοινωνικών μορφών και θεσμών, που έχουν δημιουργηθεί στο παρελθόν, και τη διαμόρφωση νέων μορφών βάσει αυτών. Αυτή η διαδικασία διαρκούς αναδημιουργίας και αναθεώρησης είναι κεντρική για την κοινωνική αλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο, το ριζικό φαντασιακό δεν είναι απλώς μια δύναμη καινοτομίας, αλλά και μια δύναμη ανατροφοδότησης και επανερμηνείας των υπαρχόντων θεσμών. Οι κοινωνίες δεν είναι στατικές, αλλά συνεχώς επαναπροσδιορίζουν το νόημα των θεσμών τους και των μορφών κοινωνικής οργάνωσης μέσω αυτής της διαδικασίας. Η φαντασιακή θέσμιση διαρκώς δημιουργεί νέα νοήματα, επιτρέποντας έτσι την κοινωνική εξέλιξη και μετασχηματισμό (Καστοριάδης, 1978). Αυτή η προσέγγιση αναδεικνύει την ανάγκη να εξετάσουμε τις κοινωνικές δομές μέσα από το πρίσμα της ιστορικής εξέλιξης και της πολιτισμικής κληρονομιάς, κάτι που μπορεί να αγνοηθεί στη θεωρία της γλωσσολογικής στροφής, η οποία εστιάζει κυρίως στη γλωσσική αναπαράσταση και στη σημασία της γλώσσας στη δημιουργία της κοινωνικής πραγματικότητας.
Συμπέρασμα
Η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη αποτελεί μια κρίσιμη συμβολή στη φιλοσοφία και στην κοινωνική θεωρία, ιδίως με την έννοια της «φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας». Σε αντίθεση με τη γλωσσολογική στροφή, η οποία σαφώς θέτει τη γλώσσα στο επίκεντρο της ανθρώπινης γνώσης και της κοινωνικής συγκρότησης, ο Καστοριάδης δίνει προτεραιότητα στη φαντασιακή διάσταση ως θεμελιώδη δύναμη της κοινωνικής δημιουργίας. Για τον Καστοριάδη, η γλώσσα δεν αποτελεί την πρωταρχική δημιουργική δύναμη, αλλά απλώς ένα δίαυλο μέσω του οποίου οι φαντασιακές δημιουργίες της κοινωνίας εκφράζονται και ενισχύονται. Το ριζικό φαντασιακό, όπως ορίζει ο στοχαστής, είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την παραγωγή νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης και θεσμών, ξεπερνώντας τη γλωσσική ανάλυση και προσφέροντας μια πιο δυναμική αντίληψη της αυτονομίας τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Η θεωρία της φαντασιακής θέσμισης αναδεικνύει τη δύναμη της ανθρώπινης δημιουργικότητας, η οποία όχι μόνο επαναπροσδιορίζει την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά επίσης την αναδομεί μέσα από συνεχείς διαδικασίες ανατροφοδότησης και επανερμηνείας των θεσμών και αξιών. Αυτή η προσέγγιση, που τοποθετεί τη φαντασία στον πυρήνα της κοινωνικής δημιουργίας, προσφέρει μια ουσιαστική κριτική στη γλωσσολογική στροφή και μας οδηγεί σε μια βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της αυτονομίας των κοινωνιών και των ατόμων.
Βιβλιογραφία
Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Αθήνα: Κέδρος.
Καστοριάδης, Κ. (1999). Ο θρυμματισμένος κόσμος. Αθήνα: Ύψιλον.
Foucault, Μ. (2017). Η αρχαιολογία της γνώσης. Αθήνα: ΠΛΕΘΡΟΝ
Saussure, F. de. (1979). Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Αθήνα: Παπαζήσης.
Wittgenstein, L. (1977). Φιλοσοφικές έρευνες. Αθήνα: Παπαζήσης.