Σαμοβάρι - Η παραδοσιακή τσαγιέρα - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Στη ρωσική λογοτεχνία αλλά και στην ποίηση συναντούμε τη λέξη самовар (σαμοβάρ), λέξη που στα ελληνικά έμεινε αμετάφραστη και αποδόθηκε ως σαμοβάρι. Τις περισσότερες φορές η λέξη σαμοβάρι συνοδεύεται από επεξήγηση: μεταλλικό οικιακό σκεύος, που αποτελείται από βραστήρα σε σχήμα υδρίας ή ρωσική παραδοσιακή τσαγιέρα, που χρησιμοποιείται για το βράσιμο του νερού για το τσάι.

Το σαμοβάρι εμφανίστηκε στη Ρωσία τον 18ο αιώνα στα Ουράλια όρη. Παρόμοια οικιακά σκεύη για την παρασκευή τσαγιού υπήρχαν στην Κίνα, από εκεί Ρώσοι έμποροι μετέφεραν στη Ρωσία τα πρώτα σκεύη που μοιάζουν με το σημερινό σαμοβάρι. Στην αρχή ήταν ακριβό σκεύος και μπορούσαν να το αποκτήσουν μόνο πλούσιες οικογένειες. Με τον καιρό όμως και όσο το τσάι γινόταν αγαπημένο ρόφημα τόσο το σαμοβάρι γινόταν απαραίτητο. Τον 19 ο αιώνα στη Ρωσία ήδη υπήρχαν εργοστάσια για την κατασκευή του.

Στη Ρωσία το τσάι σερβιριζόταν γύρω από το σαμοβάρι και ήταν συνήθεια να μην σερβίρεται ποτέ σκέτο, ασυνόδευτο. Το μυρωδάτο, αχνιστό τσάι συνοδευόταν πάντα από γλυκά, τούρτες, σοκολατάκια, πίτες, γλυκά του κουταλιού και μπλινί, ένα είδος κρέπας.

Σε πολλούς πίνακες Ρώσων ζωγράφων στο κέντρο του τραπεζιού βρίσκεται το σαμοβάρι και γύρω του φρούτα, γλυκά και πίτες  που μεταφέρουν μέσα από τα χρώματα την εικόνα της οικογενειακής θαλπωρής.

Η εικόνα της οικογένειας που μαζεύεται γύρω από το τραπέζι, γύρω από το σαμοβάρι, τον "σιωπηλό συνομιλητή" όπως το ονομάζουν πολλές φορές, για να μοιραστεί τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τις χαρές της.

Από παλιά το σαμοβάρι ήταν στο κέντρο του τραπεζιού όχι μόνο στα πλούσια σπίτια των ευγενών αλλά και στα σπίτια των μικροαστών, των εμπόρων και των αγροτών. Ακόμα και σήμερα στις μικρές κουζίνες των διαμερισμάτων, που το σαμοβάρι αντικαταστάθηκε από τον ηλεκτρικό βραστήρα, το τσάι και τα γλυκά είναι η αφορμή για μια ζεστή, ουσιαστική και βαθιά κουβέντα τις μακριές, κρύες νύχτες του χειμώνα.

Ελένη Τσολιά






Αναρτήθηκε από:

Ελένη Τσολιά

Η Ελένη Τσολιά είναι απόφοιτος του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοβ. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα master of arts στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία καθώς και PhD στη θεωρητική και ιστορικό - συγκριτική γλωσσολογία. Από το 1993 διδάσκει τη ρωσική γλώσσα ως ξένη σε ιδιωτική σχολή ενώ παράλληλα ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας και κουλτούρας.