Μπαλαλάικα - Η λαϊκή τέχνη των ήχων - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Η μπαλαλάικα είναι ρωσικό, λαϊκό, έγχορδο μουσικό όργανο. Αποτελείται από τριγωνικό ηχείο και μακρύ μπράτσο. Η ιστορία του λαϊκού αυτού οργάνου έχει άμεση σχέση με το μουσικό όργανο ντόμρα (домра) και τον πολύχρωμο και πολύβουο κόσμο των λαϊκών πανηγυριών και των πλανόδιων μουσικών.

Στα μεσαιωνικά χρόνια οι πλανόδιοι μουσικοί φορώντας μάσκες και πολύχρωμα ρούχα, έπαιζαν διάφορα μουσικά όργανα σε δρόμους και πλατείες διασκεδάζοντας το πλήθος. Οι λαϊκοί αυτοί μουσικοί και γελωτοποιοί,οι σκομορόχοι (скоморохи), όπως ονομάζονταν στη Ρωσία, συμμετείχαν σε όλες τις λαϊκές γιορτές και τα πανηγύρια. Συνδύαζαν χορό, ακροβατικά και ταχυδακτυλουργικά κόλπα, παιχνίδια και κουκλοθέατρο. Επικοινωνούσαν άμεσα με το κοινό προσελκύοντάς το να συμμετέχει στους χορούς και τα τραγούδια.

Τα τραγούδια τους ήταν αυτοσχέδια, σύντομα, σκωπτικά και επίκαιρα. Τραγουδούσαν τα τραγούδια αυτά, τα οποία συχνά διακωμωδούσαν και χλεύαζαν τους άρχοντες και τους κληρικούς, με συνοδεία διαφόρων πνευστών, κρουστών και εγχόρδων οργάνων. Το πιο δημοφιλές από αυτά ήταν η ντόμρα ένα έγχορδο μουσικό όργανο με στρογγυλό ηχείο.

Τα ελευθεριάζοντα ήθη και τα χλευαστικά τραγούδια των πλανόδιων μουσικών ενοχλούσαν τους κληρικούς, οι οποίοι έβλεπαν ειδωλολατρικά κατάλοιπα σε αυτό τον τρόπο ζωής. Το κράτος και η εκκλησία κατηγόρησαν τους πλανόδιους μουσικούς ότι οργανώνουν ληστοσυμμορίες ,αισχρολογούν και διαπράττουν ληστείες.

Το 1648 ο τσάρος Αλέξιος μετά από προτροπή του αρχιεπισκόπου Νίκωνα εξέδωσε διάταγμα το οποίο απαγόρευε στους πλανόδιους μουσικούς να τραγουδούν και να χορεύουν και τα μουσικά τους όργανα να καούν στην πυρά. Η ντόμρα με το στρογγυλό ηχείο, το "σκεύος του διαβόλου" όπως χαρακτηρίστηκε από την εκκλησία, κάηκε στην πυρά. Στην προσπάθεια να αποφευχθεί η απαγόρευση εμφανίστηκε η μπαλαλάικα. Ένα διαφορετικό μουσικό όργανο με τριγωνικό ηχείο που δεν σχετιζόταν με τους πλανόδιους μουσικούς.

Η μπαλαλάικα αναφέρεται στα χρονικά του 18ου αιώνα ως ένα καινούργιο μουσικό όργανο με σχήμα τριγωνικό και πολύ απλή κατασκευή.

Η μπαλαλάικα ήταν το αγαπημένο μουσικό όργανο των λαϊκών στρωμάτων. Έπαιζαν μπαλαλάικα σε πόλεις και χωριά συνήθως τραγουδώντας  αυτοσχέδια ομοιοκατάληκτα δίστιχα. Το περιεχόμενο των τραγουδιών αυτών, τα οποία ονομάζονται τσαστούσκι (частушки) είναι συνήθως ερωτικό αλλά μπορεί να είναι και περιπαικτικό. Τα τραγούδια αυτά κάποτε λυπητερά και κάποτε εύθυμα θυμίζουν πολύ τα κυπριακά τσιαττιστά και τις κρητικές μαντινάδες.

Μέχρι τον 19ο αιώνα η μπαλαλάικα ήταν καθαρά λαϊκό όργανο, το οποίο οι ευγενείς είτε αγνοούσαν είτε θεωρούσαν ότι έχει εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες και ως εκ τούτου είναι ανάξιο λόγου.
Στο τέλος του 19ου αιώνα στη μουσική εμφανίζονται οι εθνικές σχολές, οι οποίες καλλιεργούν την πολιτιστική και καλλιτεχνική ταυτότητα του λαού. Οι μουσικοί ανατρέχουν στις παραδόσεις του λαού, αντλούν μελωδίες  και ανακαλύπτουν λαϊκά μουσικά όργανα. Για τον Β.Β.Αντρέγιεβ (1861- 1918) που ήταν δεξιοτέχνης στο βιολί, η μπαλαλάικα το άγνωστο για αυτόν λαϊκό μουσικό όργανο, αποτέλεσε αποκάλυψη.

"Ήταν ένα ήσυχο βράδι του Ιούλη. Καθόμουν στη βεράντα και απολάμβανα την ηρεμία της βραδιάς στο χωριό. Ξαφνικά κι εντελώς αναπάντεχα άκουσα άγνωστους για μένα ήχους. Πετάχτηκα επάνω κι έτρεξα προς το βοηθητικό σπίτι. Στα σκαλιά, κάτω από το γείσο καθόταν ένας χωρικός και έπαιζε μπαλαλάικα. Είχα δει προηγουμένως αυτό το μουσικό όργανο στους πάγκους κοντά στα παράθυρα, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχα ακούσει να παίζουν μπαλαλάικα. Με εξέπληξε η ρυθμικότητα, η πρωτοτυπία και η τεχνική του παιξίματος. Μου ήταν αδύνατο να κατανοήσω πώς ένα τέτοιο ατελές και άθλιο στην όψη μουσικό όργανο με τρεις μόνο χορδές μπορεί να παράγει τόσους ήχους."(Β.Β.Αντρέγιεβ)

Ο δεξιοτέχνης στην μπαλαλάικα, δουλοπάροικος Αντίπ Βασίλιεβ, τον δίδαξε νέες τεχνικές καθώς και την τέχνη του αυτοσχεδιασμού. Αυτό ήταν κάτι που άλλαξε τις αντιλήψεις του για τη μουσική. Ο Βασίλι Αντρέγιεβ κατάλαβε ότι οι λαϊκοί ρυθμοί και η μπαλαλάικα έχουν τις δυνατότητες να σπάσουν τους κοινωνικούς φραγμούς και να αγαπηθούν από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Θέλησε να τελειοποιήσει την κατασκευή της, πράγμα που αποδείχτηκε πολύ δύσκολο μιας και κανένας οργανοποιός δεν ήθελε να κατασκευάσει μπαλαλάικα και να συνδέσει έτσι το όνομα και τη φήμη του με ένα τόσο λαϊκό μουσικό όργανο .

Η αφοσίωση και η δραστηριότητα του Βασίλι Αντρέγιεβ ήταν η αρχή για την άνθιση της ρωσικής λαϊκής ορχηστρικής μουσικής. Βελτίωσε τεχνικά την μπαλαλάικα έτσι ώστε να περιλαμβάνει μεγαλύτερη εκφραστική γκάμα και χρησιμοποίησε λαϊκά εκφραστικά στοιχεία. Κατάφερε να δημιουργήσει ορχήστρα με την οποία πραγματοποίησε περιοδείες σε πολλές πόλεις της Ρωσίας, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία.

Τον 20ο αιώνα στη Σοβιετική Ένωση δημιουργήθηκαν πολλές ορχήστρες και η μπαλαλάικα μαζί με τους ήχους της ρωσικής λαϊκής μουσικής ταξίδεψε έξω από τα σύνορα της Ρωσίας σε πολλές χώρες του κόσμου με αποτέλεσμα να αποτελέσει ένα από τα σύμβολα της Ρωσίας.

Στους ίδιους τους Ρώσους η μπαλαλάικα και η τέχνη των ήχων της ξυπνούν στην ψυχή φωτεινές και αγαπημένες εικόνες της πατρίδας και συμπυκνώνουν τα όνειρα,τις χαρές και τις λύπες των απλών βασανισμένων ανθρώπων του λαού. Γι' αυτό και στη ρωσική λογοτεχνία συχνά παρουσιάζεται ως βαθειά αγαπημένο μέλος της οικογένειας των απλών ανθρώπων του λαού.

"Η όψη του σπιτιού άλλαζε με τα χρόνια, όμως η γωνιά εκεί που δούλευε ο Αντίπ έμενε αναλλοίωτη. (...) Εκεί στον τοίχο κρεμόταν η λατρεμένη του μπαλαλάικα. Αυτή ήταν το πάθος του Αντίπ, ήταν η ανομολόγητη βαθειά αγάπη όλης του της ζωής, η μπαλαλάικα. Αφού έγερνε λίγο στο πλάι το κεφάλι ο Αντίπ μπορούσε να παίζει με τις ώρες και ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς: αυτή του διηγείται κάτι μακρινό κι αγαπημένο, που αυτός είχε ξεχάσει ή αυτός είναι που σιγανά της λέει τις γεροντικές του σκέψεις.. "(Απόσπασμα από το διήγημα του Βασίλι Σουκσίν "Μόνοι")

Η ιστορία του λαϊκού αυτού οργάνου είναι ένας διαχρονικός διάλογος που φέρνει μαζί του μέσα από τους αιώνες  τη βουή των πανηγυριών, τις διώξεις, τη φτώχεια αλλά και την πεποίθηση ότι η μουσική δεν ξεχωρίζει το"υψηλό" από το λαϊκό και δεν αναγνωρίζει κοινωνικές συμβάσεις.

Ελένη Τσολιά






Αναρτήθηκε από:

Ελένη Τσολιά

Η Ελένη Τσολιά είναι απόφοιτος του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοβ. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα master of arts στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία καθώς και PhD στη θεωρητική και ιστορικό - συγκριτική γλωσσολογία. Από το 1993 διδάσκει τη ρωσική γλώσσα ως ξένη σε ιδιωτική σχολή ενώ παράλληλα ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας και κουλτούρας.