ΛΕΥΤΕΡΗΣ - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Το λεωφορείο τον άφησε στο σταθμό κατά τις επτά το πρωί. Ίσα που χάραζε και το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα. Σήκωσε τους γιακάδες κάπως να φυλαχτεί και μπήκε στο μουντό κτήριο με τον πράσινο μπόγο του.

Στην αίθουσα αναμονής η ατμόσφαιρα είναι βαριά από τα τσιγάρα των ξενύχτηδων. Βγάζει εισιτήριο και αναζητά με το βλέμμα ένα άδειο παγκάκι. Ένας μεθυσμένος έχει ξαπλώσει σε τρία καθίσματα και δε σαλεύει καθόλου. Μια οικογένεια γύφτων έχουν πιάσει με πραμάτειες και κουτσούβελα μια ολόκληρη γωνία. Κάποτε βρίσκει μέρος και κάπως βολεύεται. Αμέσως τον πλησιάζει ο κουλουρτζής. Του κάνει νόημα να φύγει, μπουκιά δεν κατεβαίνει. Το στομάχι του είναι χάλια από χθες που ήπιε ούζα με δυο φίλους. Αλλά και καλά να ήταν το στομάχι του, ένας κόμπος στο λαιμό τον δυσκολεύει να καταπιεί. Διώχνει και τον λαχειοπώλη, «γαμώ την τύχη μου».

Την κακή του διάθεση την αποτελειώνουν δυο ΕΣΑτζήδες που πλησιάζουν. Σηκώνεται και κάπως σιάζεται. Τα χαρτιά του είναι εντάξει, τον πιλατεύουν λίγο, στο τέλος του ζητάνε τσιγάρο. Από την απλωμένη κασετίνα παίρνουν δύο ο καθένας. «Κι ένα για τ’ αυτί», αστειεύονται.

Βγαίνει έξω να ανάψει το δικό του τσιγάρο. Η πλατφόρμα σχεδόν άδεια, το κρύο του προχωρημένου Νοέμβρη αποθαρρύνει τον πολύ κόσμο να βγει έξω. Αυτός όμως πνίγεται μέσα, ψάχνει καθαρό αέρα. Αυτή η πρώτη άδεια τον τσάκισε. Όταν πήρε τη μετάθεση για Κατερίνη δεν ήξερε τι θα βρει, ήθελε μόνο να πάει στη μονάδα, να τελειώσουν τα πολλά καψόνια. Βρήκε τα χειρότερα. Οι καραβανάδες αγρίεψαν παντού, αλλά οι λιακάδες της Αθήνας του έλειψαν. Ανάβει και ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του σταθμού. Είναι ακόμη εφτάμιση, θέλει μισή ώρα για την αναχώρηση.

Η επιστροφή από την πρώτη άδεια τον ζορίζει. Αυτές οι τρεις μέρες ελευθερίας τού θύμισαν πως είναι άνθρωπος και αυτό, τώρα που γυρνάει στην Κατερίνη, τον κόβει στα δύο. Καλύτερα να μην την έπαιρνε την άδεια αυτή. Καλύτερα χθες να φύλαγε σκοπιά στην ομίχλη παρά να έπινε τα ούζα του στου Λευτέρη. Τίποτε δεν του ‘φταιξε ούτε ο Λευτέρης, ούτε τα ούζα. Αυτό που τον πείραξε ήταν που εκεί, στη θολούρα του ποτού και των τσιγάρων πέρασε κι αυτή. Μέσα από τα θαμπά τζάμια την είδε που περνούσε απ’ έξω. Τον είδε κι αυτή και κοντοστάθηκε να κοιτάξει μέσα στο μαγαζί. Ένα βλέμμα και τίποτε άλλο. Ένα βλέμμα και μετά συνέχισε.

Τώρα πέφτει πάνω του το νυσταγμένο βλέμμα του σταθμάρχη. Πετάει τη γόπα του στις ράγες. Μια ανακοίνωση του σταθμού, κάτι για Θεσσαλονίκη, κάτι για αμαξοστοιχία, ούτε που άκουσε. Η κίνηση στην αποβάθρα πυκνώνει, τον ξαναπλησιάζει ο κουλουρτζής, τον ξαναδιώχνει.

Τώρα ρίχνει το βλέμμα του στο ρολόι που δείχνει οχτώ παρά τέταρτο. Σε δεκαπέντε λεπτά το τρένο φεύγει για την Κατερίνη. Κι αυτός ξαφνικά θέλει να βρίσκεται ήδη στη σκοπιά, να μην βλέπει τίποτε από την ομίχλη. Καλύτερα τίποτα, παρά το βλέμμα της που τον προσπέρασε.

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου

Σημείωση: Η αφορμή και η έμπνευση από το υπέροχο τραγούδι των Μάνο Ελευθερίου & Μίκη Θεοδωράκη «Το τρένο φεύγει στις οκτώ». Όλα τα υπόλοιπα μυθοπλασία.






Αναρτήθηκε από:

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου