Η ιστορική περιπέτεια των Ελλήνων της Μαριούπολης - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Η Μαριούπολη κτίστηκε στις όχθες της Αζοφικής Θάλασσας από Έλληνες μετοίκους στο τέλος του 18ου αιώνα. Οι Έλληνες κάτοικοι της Μαριούπολης μετοίκησαν στην περιοχή αυτή της Αζοφικής θάλασσας από την Κριμαία. Στην Κριμαία συναντάμε το ελληνικό στοιχείο ήδη από τον 8ο με 5ο αιώνα π.Χ., όπου ανθούσαν οι ελληνικές αποικίες. Οι πιο σημαντικές πόλεις -αποικίες ήταν η Χερσών, η Θεοδοσία και το Παντικάρπαιον. Τα πολυάριθμα χειροτεχνήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη μαρτυρούν τις ζωηρές εμπορικές σχέσεις των Ελλήνων με τα ντόπια φύλα καθώς και τον αρκετά σημαντικό αριθμό των ιδίων των Ελλήνων.

Μετέπειτα, στα μεσαιωνικά χρόνια η Κριμαία συνέχισε να διατηρεί στενές οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και είχε ως επίσημη γλώσσα την ελληνική. Μάρτυρας της πολύχρονης ελληνικής παρουσίας στην Κριμαία είναι και ο τεράστιος αριθμός των ελληνικών επιγραφών και τοπωνυμίων. Οι Έλληνες της Κριμαίας πάντα διατηρούσαν επαφή με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων  το 1204 και αργότερα των Οθωμανών το 1453, ο ελληνισμός της Κριμαίας συνδέθηκε οικονομικά και πολιτιστικά με το βασίλειο της Τραπεζούντας.

"Στο τέλος του 13ου αιώνα και κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 14ου ο βυζαντινός πολιτισμός ήταν κυρίαρχος στην Κριμαία και ο ελληνικός πληθυσμός της διατηρούσε τη μητρική του γλώσσα και την εθνική του συνείδηση "(Ι.Ι.Σοκολόβ, Οι Έλληνες της Μαριούπολης, Λένινγκραντ,1932)

Η Κριμαία έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1475 και εδώ ιδρύθηκε το Χανάτο της Κριμαίας, το οποίο αποτελούσε ξεχωριστή ηγεμονία των Τατάρων της Κριμαίας.

Κάτω από την ταταρική διοίκηση οι χριστιανικοί πληθυσμοί πλήρωναν βαριά χρηματική φορολογία και φόρο αίματος με το παιδομάζωμα. Η συνθήκη του Κιουτσούκ -Καϊναρτζή (1774), την οποία αναγκάστηκε μετά από μια σειρά από ήττες σε στεριά και θάλασσα να συνάψει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έδωσε στη Ρωσία το δικαίωμα προστασίας των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες της Κριμαίας αποτάθηκαν προς τη Ρωσία για βοήθεια, ζητώντας να τους επιτραπεί να ζήσουν μέσα στα όρια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β' συμφώνησε υπερασπίζοντας με τον τρόπο αυτό τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Κριμαίας, εκτός των Ελλήνων ήταν και Αρμένιοι, Γεωργιανοί και Βλάχοι, αλλά και γιατί αυτός ήταν ένας έμμεσος τρόπος για να αποδυναμωθεί το Χανάτο της Κριμαίας.

Λόγω της μετοίκησης των χριστιανικων  πληθυσμων, οι οποίοι ήταν οι πιο βαριά φορολογούμενοι, το δημόσιο ταμείο του Χανάτου των Τατάρων έχανε  ένα τεράστιο εισόδημα. Επίσης η μετοίκηση ήταν ένας τρόπος για να εγκατασταθουν στις αχανείς εκτάσεις της καλλιεργητής και ακατοίκητης τότε νότιας Ρωσικής Αυτοκρατορίας, χριστιανικοί πληθυσμοί φίλα προσκείμενοι προς τη Ρωσία.

"Εκτός από τη συμπάθεια που έτρεφε προς τους χριστιανικούς λαούς, η Ρωσία είχε και πολιτικά συμφέροντα. Η εχθρότητα της Ρωσίας και της Κριμαίας ήταν αιώνια γιατί η Ρωσία χρειαζόταν τη Μαύρη Θάλασσα και την Αζοφική (...). Την εμπόδιζαν όμως οι αχανείς εκτάσεις του σημερινού Νοβοροσίσκ που ήταν έρημες, ακατοίκητες και για αυτό ο ρωσικός στρατός ακόμα και αν νικούσε τον Χάνο της Κριμαίας πάντα μπορούσε να αποκοπεί από τη Ρωσία και να εξολοθρευτεί. Για αυτό η Ρωσία προχώρησε προς τη Μαύρη Θάλασσα αργά και υπομονετικά "(Γ.Ι.Τιμοσέβσκι Η μετοίκηση των ορθοδόξων χριστιανών από την Κριμαία στη Μαριούπολη, Μαριούπολη ,1892)

Ωστόσο δεν ήταν όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της Κριμαίας σύμφωνοι με την απόφαση για μετοίκηση. Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους λόγω του ότι ήταν ευκατάστατοι και δεν ήθελαν να χάσουν τις περιουσίες τους. Αρκετοί γύρισαν πίσω απελπισμένοι από τις ταλαιπωρίες ενώ βρίσκονταν ακόμη στην πορεία προς τα παράλια της Αζοφικής Θάλασσας. Άλλοι πάλι επέστρεψαν πίσω στην Κριμαία αν και είχαν ήδη φτάσει στον προορισμό τους. Τη μετανάστευση των χριστιανικών πληθυσμών οργάνωσε ο μητροπολίτης Γοτθίας και Κάφας Ιγνάτιος λόγω του ότι πολλοί Έλληνες είχαν εξισλαμισθεί.

Η έξοδος από την Κριμαία άρχισε τον Ιούλιο του 1778 και συνοδευόταν από ρωσικά στρατεύματα για προστασία των χριστιανών από τυχόν επιθέσεις των Τατάρων. Της πορείας ηγήθηκε ο θρυλικός Ρώσος στρατάρχης Αλεξάντρ Σουβόροβ, πράγμα που σύμφωνα με πολλούς μελετητές φανερώνει την τεράστια σημασία που έδινε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β' στη μετοίκηση αυτή.

Οι μέτοικοι έφτασαν στον προορισμό τους τον Μάιο του 1779. Η πορεία ήταν εξαιρετικά δύσκολη και οι αρρώστιες θέριζαν τους μετανάστες. Ακόμα πιο δύσκολα ήταν τα πρώτα χρόνια στη νέα τους πατρίδα. Στα παράλια της Αζοφικής Θάλασσας όπου έφτασαν έπρεπε πρώτα να κτίσουν πρόχειρα καταλύματα για να περάσουν τον χειμώνα και αργότερα να κτίσουν πόλεις και χωριά.

Παρέμειναν περίπου 20 χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι ίδρυσαν μια πόλη στις εκβολές του ποταμού Κάλμιου, ο οποίος εκβάλλει στην Αζοφική Θάλασσα, καθώς επίσης και είκοσι χωριά στα περίχωρά της. Την πόλη αυτή την αφιέρωσαν στην Παναγία και την ονόμασαν Μαριούπολη.

Μετά την εγκατάσταση των Ελλήνων στην Αζοφική Θάλασσα η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β' εκχώρησε στους μετανάστες πολύ σημαντικά προνόμια, όπως φοροαπαλλαγή για 15 χρόνια και δικαίωμα να εμπορεύονται σε όλη τη ρωσική επικράτεια. Με δαπάνες του ρωσικού κράτους κτίστηκαν ελληνικά σχολεία, εκκλησίες και δικαστήρια επίσης παραχωρήθηκαν στους μετοίκους μεγάλες εκτάσεις εύφορης γης. Ένα ακόμα βασικό προνόμιο ήταν η απαγόρευση εγκατάστασης στις περιοχές αυτές εκπροσώπων άλλων εθνικοτήτων. Το γεγονός αυτό εξασφάλιζε στους Έλληνες τη δυνατότητα διατήρησης της εθνικής τους οντότητας, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να χαθούν ανάμεσα στους πολυάριθμους Ρώσους και Ουκρανούς. Το προνόμιο αυτό ίσχυσε μέχρι το 1873 οπότε και καταργήθηκε, με αποτέλεσμα το ελληνικό στοιχείο να πάψει να είναι κυρίαρχο στις περιοχές αυτές.

Λίγα χρόνια αργότερα το 1783, μετά από τους ρωσοτουρκικούς πολέμους και αφότου η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και απέκτησε την πολυπόθητη έξοδο στην Μαύρη Θάλασσα, πολλοί από τους εποίκους θέλησαν να επιστρέψουν στην Κριμαία. Αυτό ήταν κάτι που η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β' δεν επέτρεψε γιατί σκοπός της ήταν ο επικοισμός με χριστιανικούς πληθυσμούς των περιοχών κοντά στην Αζοφική Θάλασσα.

Οι Έλληνες της Μαριούπολης συνέχισαν να ζουν στις περιοχές αυτές και να μιλούν την ελληνική διάλεκτό τους μέσα σε ένα αλλόγλωσσο περιβάλλον, ζώντας σε ένα διαλεκτικό θύλακα, μη έχοντας άμεση επαφή με άλλους ελληνόφωνους πληθυσμούς. Παρόλα αυτά διατηρούσαν τα ήθη και τα έθιμα τους καθώς και την εθνική τους συνείδηση.

"Ο Καποδίστριας συνέβαλε στην καλλιέργεια της εθνικής εκπαίδευσης των Ελλήνων που ζούσαν στη Ρωσία.Με τη συμβολή του γύρω στο 1820 ιδρύθηκε ελληνική σχολή στη Μαριούπολη. Η σχολή αυτή βοήθησε στο να έρθουν κοντά οι εθνικά απομονωμένοι Έλληνες της Μαριούπολης (οι οποίοι κατάγονταν από το Χανάτο της Κριμαίας), με το βασικό μέρος του ελληνικού έθνους. "(Ίγκορ Ιβανένκο, Ο πιο υψηλόβαθμος Έλληνας της Ρωσίας: ο κόμης Καποδίστριας)

Μια από τις πρώτες αναφορές που έγιναν για τους Έλληνες της Μαριούπολης είναι αυτή του Ρώσου περιηγητή Β.Ι.Γκριγκορόβιτς,ο οποίος το 1874 εξέδωσε στην Οδησσό ένα βιβλίο αφιερωμένο στην περιήγησή του στην περιοχή της Μαριούπολης. Στο βιβλίο αυτό αναφέρει ότι συνάντησε τους ονομαζόμενους Έλληνες της Μαριούπολης, τη γλώσσα των οποίων σύντομα περιγράφει. Αναφέρει επίσης ότι ο πληθυσμός χωρίζεται σε ελληνόφωνους και ταταρόφωνους.

Οι απόγονοι των Ελλήνων της Μαριούπολης σήμερα ζουν σε 32 χωριά της περιοχής του Ντονιέσκ και στη Μαριούπολη. Οι Έλληνες της Αζοφικής αυτοπροσδιορίζονται ως Ρουμαίοι και μιλούν σε μια νεοελληνική διάλεκτο, την οποία οι γλωσσολόγοι ονομάζουν ρουμαίικη. Οι ταταρόφωνοι Έλληνες μιλούν σε μια ταταρική διάλεκτο που ονομάζεται ουρούμικη.

Πολύ σημαντικός σταθμός στην ιστορία της ελληνικής κοινότητας της Μαριούπολης ήταν η δεκαετία από το 1927 μέχρι το 1937. Η ελληνική κοινότητα στα χρόνια αυτά απέκτησε ελληνικά σχολεία και τυπογραφεία. Τα παιδιά μάθαιναν στο σχολείο τη δημοτική και το ελληνικό αλφάβητο.

Δημιουργήθηκαν εκδοτικοί οίκοι οι οποίοι εξέδιδαν βιβλία στη ρουμαίικη διάλεκτο και στη δημοτική, εκδίδονταν εφημερίδες και συλλογές ποιημάτων. Δημιουργήθηκαν λαογραφικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι καθώς και συγκροτήματα λαϊκών χορών και τραγουδιών. Ωστόσο η εθνοτική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης μετά το 1937 έβαλε τροχοπέδη στην περαιτέρω καλλιέργεια της ρουμαίικης διαλέκτου αλλά και της εθνοτικής ταυτότητας των Ελλήνων της περιοχής αυτής.

Οι ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά έκλεισαν και τα μαθήματα ελληνικών στα σχολεία σταμάτησαν.

Όπως συμβαίνει συχνά τα μέλη των γλωσσικών μειονοτήτων είναι δίγλωσσα, λόγω του ότι για να επικοινωνούν με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον πρέπει να γνωρίζουν και τη γλώσσα της κυρίαρχης ομάδας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σύμφωνα με απογραφή που έγινε στη Σοβιετική Ένωση το 1959 περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες υπέδειξαν ως μητρική τους γλώσσα, γλώσσες άλλων εθνών της Σοβιετικής Ένωσης, κυρίως τη ρωσική και την ουκρανική.

Σήμερα, σχεδόν διακόσια πενήντα χρόνια μετά τη μετοίκηση η Μαριούπολη βρέθηκε στο επίκεντρο των μαχών μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας αποδεικνύοντας πόσο σημαντική είναι η γεωγραφική της θέση σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, καταδεικνύοντας την πολυπλοκότητα της ιστορίας αλλά και συνεχίζοντας την ιστορική περιπέτεια της πόλης και των κατοίκων της.

Ελένη Τσολιά






Αναρτήθηκε από:

Ελένη Τσολιά

Η Ελένη Τσολιά είναι απόφοιτος του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοβ. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα master of arts στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία καθώς και PhD στη θεωρητική και ιστορικό - συγκριτική γλωσσολογία. Από το 1993 διδάσκει τη ρωσική γλώσσα ως ξένη σε ιδιωτική σχολή ενώ παράλληλα ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας και κουλτούρας.