Δημοσιεύτηκε
Βυζαντινά ή φράγκικα, μικρά ή μεγάλα, τα κάστρα έστεκαν βαριά κι αγέρωχα πάνω σε υψώματα ή κοντά σε λιμάνια, χτισμένα σε εποχές που οι επιδρομές εχθρικών στρατευμάτων ήταν συχνές και οι περίοδοι ειρήνης σπάνιες. Πολλά είναι τα τοπωνύμια με τη λέξη “κάστρο” ή “καστέλι”, μόνη ή μέρος σύνθετης ονομασίας, σε όλη την Ελλάδα και στην Κρήτη με την πλούσια ιστορία και τους πολλούς κατακτητές, με σπουδαιότερο για μας το Μεγάλο Κάστρο, το Ηράκλειο, λόγω του Κούλε που δεσπόζει στο λιμάνι.
Τα κάστρα ανέκαθεν ασκούσαν γοητεία στον λαό και θρύλοι συνόδευαν διαχρονικά την ύπαρξή τους.
Στις σκιές και στους σκοτεινούς διαδρόμους τους μάγισσες μηχανεύονταν καλά και κακά, ιππότες γενναίοι πολεμούσαν για την τιμή και την πατρίδα και για τη δέσποινα της καρδιά τους, συνωμοσίες εξυφαίνονταν, ενώ σε μυστικές κρυψώνες πειρατές έκρυβαν αμύθητης αξίας θησαυρούς, δημιουργώντας προσδοκίες σε γενιές και γενιές παιδιών που μεγάλωσαν με το παραμύθι αυτό.
Ψηλά στους πύργους, φυλακισμένες αρχοντοπούλες έριχναν κάτω τα μαλλιά τους για να τα κάνει σκάλα το αγαπημένο βασιλόπουλο ή και χωριατόπουλο και κάπου ένας Βασιλιάς Ανήλιαγος ψάχνει την άκρη μιας σήραγγας που ενώνει το κάστρο του με ένα άλλο, για να πάει να βρει την αγαπημένη του, χωρίς να τον δει ο ήλιος ή τα αδιάκριτα μάτια. Από το πιο ψηλό σημείο του κάστρου της Ωριάς ρίχτηκε στο κενό η όμορφη κοπέλα για να μην πέσει στα χέρια των Οθωμανών, χωρίς να έχει σημασία αν πρόκειται για το κάστρο των Τεμπών, της Λακωνίας ή της Αρκαδίας. Η ίδια ιστορία τα συνοδεύει και τα δυο, ενισχύοντας την άποψη ότι πρόκειται περί θρύλου διδακτικού, προς γνώση και συμμόρφωση κάθε ελληνοχριστιανής, βασιλοπούλας ή χωρικής, που καθήκον της είναι να διαφυλάξει το αμόλυντο της φυλής και της θρησκείας, αλλά δεν της το λένε ξεκάθαρα παρά αλληγορικά.
Ένα από όλα τα κάστρα της Κρήτης που το συνοδεύει ένας θρύλος που επιβιώνει ως τις μέρες μας είναι το Φραγκοκάστελλο, ονομασία που δίνει το στίγμα της βενετσιάνικης καταγωγής του.
Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας που έχουν εντοπιστεί στην περιοχή χρονολογούνται από τα προϊστορικά χρόνια, ενώ η κεραμική και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δείχνουν ρωμαϊκή παρουσία και ακμή μέχρι τα πρωτοβυζαντινά χρόνια.
Στο σημείο που βρίσκεται ο ναός του αγίου Νικήτα, όνομα που έφερε αρχικά και το ίδιο το κάστρο, φαίνεται να υπήρχε μαρμάρινος βωμός αφιερωμένος στο θεό Νίκειο Απόλλωνα. Γύρω από τον βωμό ήταν χτισμένη η πόλη “Νικήτα”, οι κάτοικοι της οποίας οργάνωναν θρησκευτικές και αθλητικές τελετές προς τιμήν του θεού τους, ισάξιες με τα Ίσθμια, τα Πύθια και τα Νέμεα. Στη θέση του βωμού αυτού χτίστηκε παλαιοχριστιανική βασιλική, αφιερωμένη στον χριστιανό άγιο. Οι δυο βασιλικές, του Αγίου Νικήτα και του Αστράτηγου, καθώς και λείψανα τοίχων και λιθοσωροί στη γύρω περιοχή, υποδηλώνουν ένα σημαντικό οικισμό μέχρι και τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Τα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης χρησίμευσαν, ως συνήθως, ως οικοδομικά υλικά για την κατασκευή όχι μόνον των χριστιανικών ναών αλλά και του φρουρίου. Κατασκευάστηκε στα τέλη του 14ου αιώνα (1371-1374) με το πρόσχημα ότι οι Ενετοί ήθελαν να αποκρούουν τις πειρατικές επιδρομές, αλλά στην πραγματικότητα για να διατηρούν στρατό κοντά στους μονίμως επαναστατημένους Σφακιανούς. Το έργο έγινε μετ’ εμποδίων, αφού οι Σφακιανοί αδελφοί Πατσοί γκρέμιζαν τη νύχτα ό,τι έχτιζαν οι Ενετοί κατακτητές την ημέρα, μέχρι που τους συνέλαβαν και τους εκτέλεσαν. Οι Βενετσιάνοι τεχνίτες που το κατασκεύαζαν έμεναν τη νύχτα στα πλοία από φόβο για την τύχη τους, αλλά τελικά οι εργασίες ολοκληρώθηκαν χωρίς να τολμήσει άλλος να τις σαμποτάρει. Στην κεντρική πύλη του φέρει το οικόσημο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, τον Λέοντα του αγίου Μάρκου ενώ υπάρχουν και οικόσημα επιφανών οικογενειών.
Οι συχνές αντιδράσεις εκ μέρους των Κρητικών έγιναν αιτία να μην λειτουργήσει το κάστρο σε μεγάλες περιόδους, κατά τις οποίες έμενε χωρίς καθόλου φρουρά, ακόμη και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το 1770 ο οπλαρχηγός Ιωάννης Βλάχος, ο γνωστός μας Δασκαλογιάννης, κατέλαβε το κάστρο από τους Οθωμανούς αλλά τον συνέλαβαν, τον έφεραν στο Ηράκλειο και τον εκτέλεσαν με φρικτά βασανιστήρια. Τον Μάιο του 1828, κατά την επανάσταση εναντίων των Τούρκων, οχυρώθηκε στο κάστρο ο οπλαρχηγός Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης μαζί με 700 άντρες. Στη μάχη που έγινε στις 18 Μαΐου με το στρατό του Μουσταφά Ναϊλή Πασά που πολιόρκησε το κάστρο, όσοι από τους Σφακιανούς πολεμιστές δεν σκοτώθηκαν, παραδόθηκαν στους Τούρκους, που ανατίναξαν το κάστρο για να μην ξαναχρησιμοποιηθεί, να και αργότερα το επισκεύασαν, όπως φαίνεται και από τα κτίσματα που βρίσκονται στο εσωτερικό του.
Η ιστορία της μάχης αυτής γέννησε τους Δροσουλίτες. Κάθε τέτοια εποχή, από Μάιο μέχρι Ιούνιο, πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι τις πολύ πρωινές ώρες βλέπουν τις σκιές των έφιππων πολεμιστών στον κάμπο και στη θάλασσα, μέχρι που ακούνε και τον κρότο των όπλων τους καθώς παλεύουν να υπερασπίσουν την πατρίδα και τη ζωή τους.
Το φαινόμενο δεν κατέστη ποτέ δυνατόν να απαθανατιστεί σε φωτογραφία. Πέρα από τον θρύλο η εξήγηση που δίνεται είναι ότι πρόκειται για μια οφθαλμαπάτη που δημιουργεί η εξάτμιση της πρωινής δροσιάς που φέρνουν τα ψηλά βουνά στον κάμπο ή, ίσως, ένας αντικατοπτρισμός από την καθημερινή δραστηριότητα της κοντινής βόρειας Αφρικής, με τους ιππείς πολεμιστές να μην είναι τίποτα άλλο παρά καμηλιέρηδες της ερήμου. Αν και δεν πείραξαν ποτέ κανέναν λέγεται ότι έτρεψαν σε άτακτη φυγή τόσο τους Τούρκους στρατιώτες που τους αντίκρισαν το 1890 όσο και γερμανικό απόσπασμα κατά τη διάρκεια της κατοχής, που άρχισε να πυροβολεί εναντίον τους. Μια άλλη, μεταφυσική αυτή, εξήγηση λέει ότι πρόκειται για χρονο-οφθαλμαπάτη, που επιτρέπει τη μεταφορά γεγονότων του παρελθόντος μέσα στον χρόνο, τόσο που δίνουν την αίσθηση ότι συμβαίνουν στο παρόν ή μπορεί να ξανασυμβούν στο μέλλον.
Κάποιοι επιστήμονες που μελετούν τα φαινόμενα αυτά υποθέτουν πως οι χρονο-οφθαλμαπάτες είναι ιδιόρρυθμες σήραγγες του χρόνου, αποτέλεσμα αυξημένης γεωμαγνητικής ακτινοβολίας στις ζώνες αυτές της γης, με επίδραση στην ανθρώπινη ψυχολογία.
Ό,τι από αυτά και να ισχύει, οι Δροσουλίτες έρχονται να στρέψουν την προσοχή μας σε ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας και να μας υπενθυμίσουν ότι τα Σφακιά δεν είναι μόνο αγαπημένος τόπος διακοπών αλλά ένα κομμάτι γης που παραμένει ζωντανό επί χιλιετηρίδες.