Δημοσιεύτηκε
Τάχυνε το βήμα του γιατί άκουσε το κουδούνι. Πάλι αργοπορημένος. Η μάνα του έφταιγε, αλλά αυτά δεν τα πιστεύουν οι δασκάλες. Αφού τον έβαλε πάλι να φάει μια μεγάλη φέτα με βούτυρο και μέλι, αυτό δεν καταπίνεται με τίποτε, τα κορνφλέικς με τη σοκολάτα μόνο τα σαββατοκύριακα λέει. Σήμερα όμως είναι Παρασκευή και θα τον έπαιρνε από το σχολείο ο μπαμπάς που ήταν η σειρά του να τον έχει. Και κουβαλούσε και τη δεύτερη τσάντα με τις μπιτζάμες και την οδοντόβουρτσα, αυτό το σιχαινόταν, θα τον ρωτούσαν τα άλλα παιδιά τι έχει μέσα η δεύτερη τσάντα και άντε να εξηγείς. Μια Παρασκευή την τσάντα την άνοιξε ο κουτσο-Στάμος και έβγαλε από μέσα τις μπιτζάμες και τις έδειχνε σε όλη την τάξη και τον έκανε ρεζίλι ότι «ο Μίχος ήρθε στο σχολείο για να κοιμηθεί» και γελούσαν όλοι και ήταν μπροστά και η Φίκα, αυτή βέβαια δε γελούσε, αλλά ποιος ξέρει τι θα σκεφτόταν.
Επιτέλους έστριψε από τη γωνία και το σχολείο φάνηκε, έκανε κι έναν μεγάλο γύρο για να μην συναντηθεί με τον κουτσο-Στάμο και δει την τσάντα, πέρασε και από το στενό της Φίκας, αλλά δεν την πέτυχε. Είδε τα τελευταία παιδιά που έμπαιναν μέσα, τώρα πάτησε τρεχάλα, αλλά πόσο να τρέξει με την τσαντάρα με τα βιβλία που είχε και τα μαθήματα της Δευτέρας μέσα, αφού θα διάβαζε στου μπαμπά και είχε και την δεύτερη τσάντα με τις μπιτζάμες και την οδοντόβουρτσα και τα δεύτερα παπούτσια και είχε και το τάμπλετ μέσα και αυτό πατούσε βάρος μαζί με τα χαρτάκια με τους ποδοσφαιριστές. Φοβόταν μήπως ήταν εφημερία στην πόρτα ο κύριος Μίλτος του Γ2, αλλά ούφ! ευτυχώς εφημερία ήταν η Γαλλικού που δεν θυμάται πώς την λένε, αλλά αυτή δε δίνει δυάρα για την πόρτα, όλο το κινητό της σκαλίζει.
Πέρασε την πόρτα τρέχοντας για να προλάβει ν’ αφήσει τη δεύτερη τσάντα στο ολοήμερο, εκεί δε θα την έβλεπε ο κουτσο-Στάμος, ούτε ο Θωμάς, ούτε η Φίκα, ούτε κανένας. Μόλις όμως πήρε να ανεβαίνει τη σκάλα, άκουσε την φωνή του διευθυντή «εσύ, για έλα που σε θέλω», πάγωσε, σκέφτηκε τον έπιασε που άργησε, θα του τα ψάλει και θα πάρει τηλέφωνο στη μάνα του στη δουλειά. Ακολούθησε τον διευθυντή, έβλεπε μόνο την πλάτη του, για την ακρίβεια μόνο τα καφέ του παπούτσια, φοβόταν μήπως γυρίσει ξαφνικά και τον κοιτάξει στα μάτια. Στο γραφείο τον είχε και περίμενε λίγο, του φάνηκε ότι περίμενε ώρες, σκάλιζε ο διευθυντής κάτι χαρτιά, μάλλον έψαχνε το τηλέφωνο της μάνας του στη δουλειά, κάποια στιγμή πήρε ένα μάτσο φωτοτυπίες και του τις έδωσε, «τώρα που ανεβαίνεις να τις δώσεις στην κυρία σου, στο Ε1 δεν είσαι;». Ναι, στο Ε1 ήταν, πήρε τις φωτοτυπίες και ανέβηκε δύο-δύο τα σκαλιά, πιο ξαλαφρωμένος, πούπουλο του φαίνονταν οι δύο τσάντες, την είχε γλιτώσει. Στον πρώτο όροφο βρήκε ανοιχτή την αίθουσα του ολοήμερου και ξεφορτώθηκε τη δεύτερη τσάντα χωρίς να τον δει κανείς. Τώρα θα άκουγε τις παρατηρήσεις της δασκάλας που πάλι άργησε και να μην βλέπει τηλεόραση ως αργά αφού μετά δεν ξυπνάει, και ποια τηλεόραση ήθελε της πει κυρία, ποιος βλέπει πια τηλεόραση, στο τάμπλετ ξενυχτάμε, αλλά ποτέ δεν της το είπε.
Μπαίνοντας είδε όλη την τάξη σηκωμένη μπροστά στον πίνακα, η δασκάλα ούτε που πρόσεξε ότι μόλις είχε μπει, ουφ, πάλι καλά! Όλοι είχαν τις τσάντες τους στο χέρι, κατάλαβε, ότι πάλι η δασκάλα τούς άλλαζε θέσεις. Καλό αυτό, θα γλίτωνε από τον Θωμά που τον πίεζε να ανταλλάξουν χαρτάκια, αυτός θα του έδινε τον Νόιερ και του ζητούσε τον Κριστιάνο Ρονάλντο, καλά ποιος θα έδινε τον Ρονάλντο για έναν τερματοφύλακα; αλλά αυτός επέμενε, τον είχε διπλό τον Νόιερ, του το είχε μαρτυρήσει ο Ευτυχάκης, κι ο Μίχος όμως είχε διπλό τον Ρονάλντο, αλλά δε θα τον έδινε πουθενά, τον είχε στη δεύτερη τσάντα, στη θήκη του τάμπλετ. Και τότε ξεχάστηκε να κοιτάζει την Φίκα, λες να ήταν τυχερός να κάτσουν στην ίδια ομάδα; Και φαντάστηκε τον εαυτό του να παίζει στο μουντιάλ και η Φίκα να τον χειροκροτάει και τότε άκουσε τη δασκάλα, «Μιχάλη, δεν ακούς που σου μιλάω; Κάτσε δίπλα στην Ζωζώ, απέναντι από τον Ιβάν». Καλό αυτό, ο Ιβάν δεν τον κορόιδευε, η Ζωζώ όμως μύριζε κάπως και δεν έφερνε ποτέ δική της ξύστρα, αλλά πάλι καλά που είχε γλιτώσει τον κουτσο-Στάμο και τον Θωμά. Η Φίκα τελικά έκατσε σε άλλη ομάδα, θα την έβλεπε πλάτη.
Με τις αλλαγές και τις ανακατωσούρες πέρασε η ώρα, δεν έγραψαν ορθογραφία και πήγανε στο παρακάτω. Το διάβαζε η δασκάλα, ήταν ένα ποίημα για το Πολυτεχνείο. Ο μπαμπάς του του είχε πει ότι αυτά είναι παραμύθια και δεν υπήρχανε νεκροί στο Πολυτεχνείο, περίεργο, γιατί αυτός ήταν σίγουρος ότι πέθαναν πολλοί στο «ΟΧΙ», αλλά μπορεί να ήταν τραυματίες και να έζησαν, κι έτσι να είχαν δίκιο και η δασκάλα και ο μπαμπάς.
Σκέφτηκε το σαββατοκύριακο που ερχόταν. Θα έτρωγε όσα κορνφλέικς ήθελε και ούτε που θα έπλενε τα δόντια του και θα έκανε τάχα πως διάβαζε, αφού ο μπαμπάς δεν τον εξέταζε ποτέ. Το βράδυ θα παραγγέλναν πίτσα, έτσι κι αλλιώς η καινούργια γυναίκα του μπαμπά δε μαγείρευε πολύ και θα βλέπανε ποδόσφαιρο με τον μπαμπά και ταινίες στο Νέτφλιξ με τον μπαμπά και την καινούργια του γυναίκα. Το ποδόσφαιρο του άρεσε, αλλά δεν του άρεσε που ο μπαμπάς του τού έλεγε συνέχεια να είναι άντρας και να μην αφήνει κανέναν να του χώνεται και αν τον πείραζε κανένας, να του έχωνε μια μπουνιά στα μούτρα, αλλά ντρεπόταν να πει στον μπαμπά ότι ο κουτσο-Στάμος τον περνούσε ένα κεφάλι και είχε και τον Θωμά κολλητό που πήγαινε στο καράτε, άμα ήταν κι αυτός ψηλός και ήξερε και καράτε θα τους έδειχνε. Και τα έργα στο Νέτφλιξ του αρέσανε, αλλά δεν του άρεσε που τα έβλεπε μαζί με την καινούργια γυναίκα του μπαμπά, που όλο «χρυσό μου» και «χρυσό μου» τον έλεγε, λες και δεν τον έλεγαν Μίχο και ήδη κάπως του έλειπε η μαμά του και…
Άκουσε την φωνή της δασκάλας να τον μαλώνει, «πού έχεις το νου σου Μιχάλη; Πάλι αφηρημένος είσαι; Αλλά βέβαια, κάθεστε όλο το βράδυ στην τηλεόραση και ύστερα έρχεστε να κοιμηθείτε όρθιοι στο σχολείο, για πες μου τι κατάλαβες από το ποίημα, αν και αμφιβάλλω αν άκουσες τίποτε εκεί που ταξίδευες».
Κι αυτός κοκκίνισε από ντροπή, και γελούσαν όλοι στην τάξη. Η Φίκα δεν ήξερε αν γελάει, γιατί την έβλεπε πλάτη.