Δημοσιεύτηκε
Ο Ιβάν ο Τρομερός ήταν εγγονός της Σοφίας Παλαιολόγου και έλεγε πάντα με πολύ καμάρι, ότι στις φλέβες του ρέει αίμα ελληνικό. Η Σοφία Παλαιολόγου ήταν κόρη του Θωμά Παλαιολόγου, αδερφού του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης ο Θωμάς Παλαιολόγος, δεσπότης του Μοριά, κατέφυγε στην Ιταλία μαζί με την οικογένειά του όπου ασπάστηκε τον καθολικισμό. Σύντομα όμως απεβίωσε και την κηδεμονία της νεαρής Σοφίας και των δυο αδελφών της Ανδρέα και Μανουήλ,ανέλαβε ο Πάπας.Τη δε διαπαιδαγώγηση και μόρφωση των ορφανών βυζαντινών πριγκίπων ανέλαβε ο Έλληνας δάσκαλος Βησσαρίων. Ο Βησσαρίων ήταν σπουδαίος επιστήμονας ο οποίος επίσης είχε ασπαστεί το ρωμαιοκαθολικό δόγμα και είχε γίνει καρδινάλιος.
Όταν ο Ιβάν Γ' μέγας Δούκας της Μόσχας χήρεψε, ο Πάπας Παύλος Β' του πρότεινε για νύφη τη Σοφία Παλαιολόγου, αφού ψευδώς τον διαβεβαίωσε ότι η Σοφία δεν είχε ασπαστεί τον καθολικισμό και είχε παραμείνει Ελληνορθόδοξη.
Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία είχε βλέψεις ότι μέσω της Σοφίας η Ρωσία θα στραφεί στον καθολικισμό, ο Πάπας θα επεκτείνει την εξουσία του στην Ανατολή αλλά και προσδοκίες ότι οι Ρώσοι θα στραφούν εναντίον των Οθωμανών. Όμως η Σοφία Παλαιολόγου παρόλο που είχε ασπαστεί τον καθολικισμό όταν έφτασε στη Μόσχα εξέφρασε την πίστη της στην ορθοδοξία σεβάστηκε τα ρωσικά εθνικά πλαίσια και παραμέρισε τους καθολικούς απεσταλμένους του Πάπα.
Ο Ιβάν Γ' ήταν ηγεμόνας με πολιτικά προσόντα και είχε τις δικές του βλέψεις και προσδοκίες για το πριγκιπάτο του. Το θεσμικό κέρδος του γάμου με την τελευταία Βυζαντινή πριγκίπισσα ήταν τεράστιο για τον Ιβάν και την αναδυόμενη Ρωσικη αυτοκρατορία. Ο Ιβάν Γ', αφού νυμφεύθηκε τη Σοφία Παλαιολόγου, απέκτησε κληρονομικά δικαιώματα πάνω στο Βυζαντινό θρόνο. Θεώρησε τον εαυτό του διάδοχο του θρόνου του Βυζαντίου και εισήγαγε το μεγαλόπρεπο τελετουργικό της Βυζαντινής αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας. Οι τελετές στο παλάτι απέκτησαν βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και στα επίσημα έγγραφα ο Ιβάν άρχισε να ονομάζεται τσάρος ενώ σύντομα στη σφραγίδα του βασιλείου της Μόσχας εμφανίστηκε ο Βυζαντινός δικέφαλος αετός. Η Ρωσία εμφανίζεται ως η τρίτη Ρώμη, κληρονόμος και συνεχιστής του Βυζαντίου και το μοναδικό στον κόσμο ορθόδοξο βασίλειο.
Η Σοφία, η τελευταία πριγκίπισσα της δυναστείας των Παλαιολόγων ήταν μια νύφη χωρίς προίκα. Δεν έφερνε μαζί της εδάφη και θησαυρούς έφερε όμως το κύρος, την αίγλη αλλά και τις παραδόσεις της ήδη χαμένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Μαζί με τη Σοφία έφτασαν στη Μόσχα Έλληνες και Ιταλοί λόγιοι, πολιτικοί, επιστήμονες, ιερωμένοι, δάσκαλοι, γιατροί, ζωγράφοι, μουσικοί, αρχιτέκτονες αλλά και πολλοί τεχνίτες, νομισματοκόποι, χρυσοχόοι και οπλουργοί. Μαζί τους μετέφεραν την πιο πολύτιμη κληρονομιά, τις τεχνικές, πολιτικές, διοικητικές, πολεμικές και φιλολογικές γνώσεις τους. Είχαν μαζί τους χειρόγραφα, αντίγραφα λογοτεχνικών έργων αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων. Τα πλείστα από τα βιβλία αυτά ήταν διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους και αριστουργηματικές αγιογραφίες. Το γεγονός αυτό έδωσε ώθηση στη μελέτη και σύντομα εμφανίστηκαν άνθρωποι που συζητούσαν χρησιμοποιώντας την ομορφιά και την άφθαρτη δύναμη των λέξεων. Χτίστηκαν μεγαλόπρεποι ναοί κι αυτό ακόμα το ξακουστό σε όλο τον κόσμο Κρεμλίνο της Μόσχας.
Ο ερχομός της Σοφίας και της συνοδείας της αύξησε το ενδιαφέρον για τον πολιτισμό και τα τεχνολογικά επιτεύγματα της Δύσης. Το ενδιαφέρον για τα βιβλία αναζωπυρώθηκε, και την εποχή αυτή έγιναν πολλές μεταφράσεις από τα Ελληνικά και τα Λατινικά στα ρωσικά.
Λίγα χρόνια μετά ο γιός της Σοφίας Παλαιολόγου και διάδοχος του θρόνου, Βασίλειος Γ' προσκάλεσε στη Μόσχα τον κατά κόσμον Μιχαήλ Τριβόλη από την Άρτα, ο οποίος στο μοναχισμό είχε το όνομα Μάξιμος. Ο Μάξιμος είχε φιλολογικές γνώσεις και ήξερε πολλές γλώσσες. Στη Ρωσία έφτασε περίπου στα 1518 και μετέπειτα απέκτησε φήμη ανθρώπου πολύπλευρα μορφωμένου και έγινε γνωστός με το όνομα Μάξιμος ο Έλληνας (Максим Грек). Σκοπός της επίσκεψης του ήταν να ταξινομήσει και να μεταφράσει χειρόγραφα από τα ελληνικά αλλά και να διορθώσει πιο παλιές μεταφράσεις. Λέγεται ότι έμεινε έκπληκτος από τη τεράστια συλλογή χειρογράφων, κωδίκων και βιβλίων τα οποία είδε στη Μόσχα. Από εδώ αρχίζει και θρύλος για τη χαμένη, χρυσή βιβλιοθήκη των τσάρων. Λέγεται ότι η συλλογή αυτή των βιβλίων ήταν τα βιβλία που έφερε μαζί της η Σοφία Παλαιολόγου, η προίκα της, την οποία μετά κληροδότησε στον εγγονό της,τ ον Ιβάν τον επωνομαζόμενο Τρομερό. Τα ίχνη της βιβλιοθήκης αυτής χάθηκαν. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι κάηκε σε μια από τις πολλές πυρκαγιές της Μόσχας, άλλοι πάλι προσπάθησαν να τη βρουν στα υπόγεια του Κρεμλίνου και σε άλλα παλάτια,στα οποία ζούσε κατά καιρούς του Ιβάν ο Τρομερός.
Η Σοφία Παλαιολόγου έφτασε στη Μόσχα με προίκα τα βιβλία, τη μόρφωση και την ευφυία της. Από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχαν απομείνει ούτε εδάφη αλλά ούτε και πραγματική πολιτική δύναμη. Κι ενώ τα υλικά αγαθά φθείρονται και γίνονται σκόνη στον χρόνο, ο πνευματικός πλούτος, τα βιβλία και τα χειρόγραφα που μετέφερε η Σοφία Παλαιολόγου στη Ρωσία, ήταν πλούτος αξεπέραστης αξίας και άφθαρτος στον χρόνο. Είχαν ήδη περάσει πέντε αιώνες από τότε που η ρωσική γλώσσα είχε αποκτήσει γραφή και μέσω αυτής πρόσβαση στον ελληνικό πολιτισμό. Η πολιτιστική ζωή, τα καλλιτεχνικά έργα και τα αρχιτεκτονήματα της εποχής αυτής μαρτυρούν ότι η εποχή αυτή έφερε στη Ρωσία νέα πνοή. Γίνονταν πάμπολλες μεταφράσεις όχι μόνο θρησκευτικών αλλά και κοσμικών κειμένων, μεταφράσεις οι οποίες ήταν αγωγός πολιτισμού. Η Ρωσία συνέχισε τη πορεία της στη τροχιά του Βυζαντινού πολιτισμού και παρόλο που το Βυζάντιο ήδη δεν υπήρχε εντούτοις συνέχισε να ζει και να μεταμορφώνεται μέσα στα εθνικά πλαίσια της Ρωσίας με τα δικά της εθνικά χαρακτηριστικά,διαχωρίζοντας την Ευρώπη σε Ανατολική και Δυτική