Δημοσιεύτηκε
Η Λιουμπόβ Κοσμοντεμιάνσκαγια ήταν δασκάλα σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας. Στο βιβλίο της "Η Ζώγια" διηγείται για τα παιδιά της. Δύο συνηθισμένα παιδιά που γεννήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, η Ζώγια το 1923 και ο Αλεξάντρ το 1925. Όταν άρχισε ο πόλεμος πήγαιναν ακόμα σχολείο και ονειρεύονταν να σπουδάσουν. Η Ζώγια ήταν 18 και ο Αλεξάντρ μόλις 16 χρόνων γι αυτό και η μητέρα του αναφέρεται σε αυτόν με το υποκοριστικό του όνομα Σούρα. Οι καιροί ήταν ταραγμένοι, δονούνταν από τον πόλεμο. Η Ζώγια πολέμησε στο αντάρτικο σώμα για πολύ λίγο. Το 1941 λίγους μόνο μήνες μετά την Γερμανική κατοχή, οι Ναζί την συνέλαβαν και αφού την βασάνισαν βάναυσα, την οδήγησαν στην αγχόνη. Το ικρίωμα στήθηκε στην πλατεία του χωριού και οι χωρικοί από τα γύρω χωριά εξαναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν τον απαγχονισμό για παραδειγματισμό. Αργότερα, στην τσέπη κάποιου νεκρού Γερμανού αξιωματικού βρέθηκαν φωτογραφίες από τον απαγχονισμό της.
Σκοτώθηκε, δεν πρόλαβε να καυχηθεί για τα κατορθώματα του γερμανικού στρατού και για την προσπάθειά του να εξολοθρεύσει αυτό τον πεισματάρη λαό, υπακούοντας στη ρητή διαταγή του φύρερ.
"Η 24η Οκτωβρίου 1943 μου έφερε νέα δοκιμασία. Είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα πέντε φωτογραφίες. Τις βρήκαν πάνω σε χιτλερικό αξιωματικό, σκοτωμένο από τους Σοβιετικούς στρατιώτες (...) Ο Γερμανός είχε φωτογραφίσει την εκτέλεση της Ζώγιας και τις τελευταίες της στιγμές. Είδα την κρεμάλα πάνω στο χιόνι, είδα την Ζώγια μου, το κορίτσι μου, ανάμεσα στους Γερμανούς... Την πλάκα με την επιγραφή "εμπρηστής " πάνω στο στήθος της... Και εκείνους που την τυράννησαν και βασάνισαν (..) Αυτές οι φωτογραφίες μου φάνηκε πως φώναζαν "κοίταξε πώς την βασάνισαν ! Κοίταξε για να είσαι μάρτυρας του θανάτου της, ξαναζήσε όλο τον πόνο, όλα τα βάσανα της και τα δικά σου"
(απόσπασμα από το βιβλίο "Η Ζώγια " Λ. Κοσμοντεμιάνσκαγια)
Ο Αλεξάντρ στα 17 του χρόνια έφυγε εθελοντής για το μέτωπο. Η Λιουμπόβ Κοσμοντεμιάνσκαγια διηγείται: "Την 1η του Μάη 1942 ο Σούρα έφυγε. Φοβήθηκα μη με προδώσει η φωνή μου και μόνο κούνησα το κεφάλι σιωπηλή. Η πόρτα έκλεισε με κρότο και αυτή την φορά έμεινα ολομόναχη "
Ο λοχαγός Αλεξάντρ Κοσμοντεμιάνσκιι σκοτώθηκε στις 14 Απριλίου του 1945, λίγες μόνο μέρες πριν τη νίκη. Η νίκη όλο και πλησίαζε αλλά αυτή η μάνα καθόταν δίπλα στο φέρετρο του αγοριού της.
Μια μάνα που θρήνησε την κόρη της τους πρώτους μήνες του πολέμου και έθαψε τον γιο της λίγες μέρες πριν την νίκη, διηγείται: "Κατάλαβα πως αν αφήσω τη θλίψη να με τσακίσει θα προσβάλω τη μνήμη της Ζώγιας. Δεν επιτρέπεται να παραδοθώ, να πέσω, δεν κάνει να πεθάνω. Δεν έχω το δικαίωμα να απελπίζομαι. (...) Κάθε άνθρωπος πρέπει να βάλει στον εαυτό του το ερώτημα: τι κάνω εγώ για την υπεράσπιση της ειρήνης; κι απαντάω στο εαυτό μου (...) θα διηγηθώ για τα παιδιά μου". από γεγονότα που όμως μετατρέπονται και σε δική μας εμπειρία αν αισθανθούμε αυτό που η απλή αφήγηση αγγίζει κατευθείαν το ουσιώδες και συνεχίζει τον χρόνο από εκεί που τον σταμάτησε ο πόλεμος. Είναι ο τρόπος για να αποκρυπτογραφήσουμε και να κατανοήσουμε το παρελθόν και το παρόν μαζί. Η ιστορία αποτελείται ένιωσαν αυτοί που τα βίωσαν. Η αφήγηση που δεν στηρίζεται μόνο σε χρονολογίες και αριθμούς αλλά και σε προσωπικά βιώματα είναι ένα σκαλί.
Αν κατανοήσουμε, αν συναισθανθούμε τον πόνο ίσως αντιληφθούμε τη δύναμη της αφήγησης, τη δύναμη της μνήμης. Αν πατήσουμε πάνω στο πόνο σαν σε σκαλί για να σταθούμε λίγο πιο ψηλά, ίσως καταφέρουμε να διακρίνουμε, να δούμε και όχι απλώς να κοιτάμε.