Δημοσιεύτηκε
Η βασικότερη διαφορά ανάμεσα στα γλωσσικά σημεία και στα υπόλοιπα συστήματα σημείων που εφεύρε άνθρωπος, είναι το ότι τα γράμματα του αλφαβήτου δεν έχουν άμεση σχέση με τις έννοιες, αλλά με τα γλωσσικά στοιχεία.
Από την άποψη λοιπόν αυτή, οι διάφορες γραφές στα μαθηματικά (αρχίζοντας από τους απλούς αριθμούς), στη μαθηματική λογική και τα διάφορα άλλα είδη γραφικού συμβολισμού δεν πρέπει να θεωρούνται γραφή (με την στενή έννοια της λέξης) όπως ακριβώς δεν είναι γραφή και τα εικονογράμματα καθώς και τα συμβολικά σχέδια, τα οποία συναντούμε σ' όλους τους λαούς και σ' όλα τα επίπεδα της ιστορίας της κουλτούρας τους.
Το πιο αρχαίο σύστημα γραφής στην Ευρώπη είναι η Κρητική ιερογλυφική γραφή (Α και Β), η οποία χρονολογείται στο τέλος της τρίτης χιλιετηρίδας με το πρώτο τέταρτο της δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ., τα σημεία της οποίας απεικόνιζαν ολόκληρες λέξεις. Ένας άλλος τύπος γραφής είναι αυτός του δίσκου της Φαιστού και η γραμμική γραφή (στις πήλινες πινακίδες) που είναι της Α ομάδας (πρώτο μισό με μέσο της δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ.), στις οποίες χρησιμοποιείται συλλαβική γραφή, όπου το κάθε σημείο-γράμμα δεν συμβολίζει κάποιο τμήμα της λέξης με σημασία αλλά είναι φωνηεντόληκτες συλλαβές.
Αυτή η αλλαγή σήμανε την αρχή της γραφής με φωνήματα, παρόλο που στη συλλαβική γραφή τα σημεία-γράμματα δεν είναι ακόμα εντελώς άσχετα με τη σημασία των λέξεων, μιας και οι συλλαβές μπορούσαν να συμπίπτουν με ξεχωριστές μονοσύλλαβες λέξεις και μορφήματα, έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι στην άγνωστη σε μας γλώσσα (την γραμμική Α) που είναι γραμμένα τα κείμενα, ο διαχωρισμός της λέξης σε μορφήματα συνέπιπτε με τον διαχωρισμό της σε συλλαβές.
Η κρητομηκυναϊκή γραφή Β (η οποία χρονολογείται στα μέσα με δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ.) και η Κυπριακή συλλαβική γραφή (6ος -4ος αιώνας π.Χ.) οι οποίες προήλθαν από τη γραμμική γραφή Α ήταν προσαρμοσμένες στην ελληνική γλώσσα αλλά και πάλι δεν μπορούσαν να μεταδώσουν συστηματικά το φωνολογικό της σύστημα.
Όπως φαίνεται διαμέσου της Κύπρου η γραμμική γραφή μεταφέρθηκε στην περιοχή της Ούγκαριτ (η οποία βρίσκεται ακριβώς στη γωνιά της ακτής της Μ. Ασίας και της Συρίας και προς την οποία είναι στραμμένη η οξεία χερσόνησος της Κύπρου) όπου μάλλον και έγιναν οι προσπάθειες για την προσαρμογη της στην βόρεια (Ουγκαριτική) διάλεκτο της αρχαίας Χαναϊτικής γλώσσας (βόρειο-δυτικής σημιτικής γλώσσας). Μάλλον, με την επίδραση της ανατολικομεσογειακής γραμμικής - συλλαβικής γραφής εμφανίστηκε η Ουγκαριτική συλλαβική γραφή με σύμφωνα (η οποία είναι γραμμένη σε πήλινες πινακίδες) και χρονολογείται στο 14ο με 13ο αιώνα π.Χ..
Στη γραφή αυτή έγινε μια μεγάλη ανακάλυψη, που έχει άλλωστε άμεση σχέση με τις μορφολογικές ιδιαιτερότητες της σημιτικής γλώσσας, τα ίδια σημεία — γράμματα μπορούσαν να συμβολίζουν διαφορετικές συλλαβές με κοινό σύμφωνο και διαφορετικό φωνήεν.Το γεγονός αυτό ήταν και η ουσιαστική μετάβαση στη Χαναϊτική συμφωνικη γραφή που είχε είκοσι δυο γράμματα, παραλλαγές της οποίας διαδόθηκαν στην βόρειο-δυτική Συρία, στη Φοινίκη, στην Παλαιστίνη και στο Σινά στο τέλος της δεύτερης με αρχές της πρώτης χιλιετηρίδας π.Χ.
Η γραφή αυτή ήταν πλήρως φωνολογική γιατί τα γράμματα συμβόλιζαν τα σύμφωνα και δεν είχαν πια καμιά σχέση με τη σημασία των λέξεων. Στην πορεία εισόδου της γραφής με γράμματα στα δυτικά και βόρειο-δυτικά και της προσαρμογής της στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες συγκεκριμένα στις παλαιοβαλκανικές, διαμορφώθηκε μια νέα αρχή: με γράμματα συμβολίζονταν όχι μόνο τα σύμφωνα αλλά και τα φωνήεντα, πράγμα που εξηγείται με τη δομή των γλωσσών αυτών, στις οποίες τα φωνήεντα και τα σύμφωνα παίζουν τον ίδιο ρόλο στο σχηματισμό και στη διάκριση των μορφημάτων (ενώ στις σημιτικές γλώσσες ο ρόλος των συμφώνων, που είναι η δημιουργία του σκελετού της έννοιας της λέξης είναι αντίθετη με τη γραμματική σημασία των φωνηέντων.
Έτσι εμφανίστηκαν οι αλφαβητικές γραφές, από τη μια μεριά η Λυκική ,η Λυδική και η γλώσσα της Σιδής (μάλλον στις γλώσσες της Χέττο-Λουβικής ομάδας) και από την άλλη μεριά η γλώσσα της Καρίας, η Φρυγική, η δυτική ελληνική, η νότια ελληνική (είναι πιθανή η υπόθεση ότι οι γλώσσες αυτές καθώς και η Μακεδονική, και ενδεχομένως και η Θρακική, αρχικά διασπάστηκαν από μια διαλεκτική ενότητα, η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί αρχαία Βαλκανική.
Για πρώτη φορά οι ινδοευρωπαίοι λαοί, που κατοικούσαν στα νησιά και στις χερσονήσους της βόρειο-ανατολικής Μεσογείου, κατά τον 8 ο με 7 ο αιώνα π.Χ. απέκτησαν γραφή με αλφάβητο η οποία με συνέπεια απέδιδε τα φωνήματα όλων των φωνηέντων και συμφώνων.
Ακόμα και οι πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές δεν μας δίνουν τη δυνατότητα να πούμε με σιγουριά πώς ακριβώς εξελίχθηκε αυτό το σύστημα γραφής, έχοντας σαν βάση το άλλο που απέδιδε μόνο τα σύμφωνα. Μπορούμε μόνο να πούμε, ότι εικοσιένα από τα εικοσιτέσσερα ελληνικά γράμματα προέρχονται άμεσα από τα Φοινικικά. Αίνιγμα αποτελεί όχι μόνο η προέλευση των γραμμάτων Φ, Χ, Ψ, αλλά και το πώς τα γράμματα Α, Ε, Η, Ι, Ο,Ω, τα οποία αρχικά απέδιδαν σύμφωνα απροσδόκητα άρχισαν να χρησιμοποιούνται για την απόδοση ξεχωριστών φωνηέντων.
Η ελληνική παράδοση απέδιδε την ανακάλυψη του αλφαβήτου στον Φοίνικα Κάδμο, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα από τη Σιδώνα τον 14ο αιώνα π.Χ.Με έναν άλλον φοίνικα τον Μοχ, επίσης από τη Σιδώνα, η ελληνική παράδοση συνέδεε τη δημιουργία της θεωρίας των ατόμων. Η σύμπτωση αυτή δεν ήταν τυχαία.
Με την αλφαβητική - φωνηματική καταγραφή από σημεία τα οποία δεν έχουν από μόνα τους σημασία και σχετίζονται μόνο με φωνήματα που με τη σειρά τους επίσης δεν έχουν σημασία ,σχηματίζονται λέξεις με σημασία, οι οποίες είναι τα γλωσσολογικά σημεία. Έτσι, εδώ σημειώνεται μια ποιοτική άνοδος, μια άνοδος από το επίπεδο χωρίς έννοια στο εννοιολογικό επίπεδο.
Η γραφή οδήγησε τον άνθρωπο στη δυνατότητα της αφαίρεσης, στη θεωρητική διαχώριση του ιδεατού (έννοια ) από το υλικό (ήχοι), στη δυνατότητα της αντιπαράθεσης του νοητού κόσμου από τον αισθητά αντιληπτό κόσμο.Αυτή η γενίκευση καθορίστηκε από την όλη κοινωνική δομή στην οποία οι δουλοκτήμονες ήταν η διανοητική αρχή και ερχόταν σε άμεση αντίθεση με την απρόσωπη χειρονακτική εργασία των δούλων.
Για όλη την αρχαία κοσμοθεωρία ήταν χαρακτηριστική η απόδοση απτών, σωματικών, ιδιοτήτων όχι, μόνο στα αισθητά - υλικά φαινόμενα, αλλά και σε όλα τα νοητά - ιδεατά φαινόμενα. Αν για την πρωτόγονη μυθολογία και το έπος ήταν συνηθισμένη η προσωποποίηση των φυσικών δυνάμεων και φαινομένων της φύσης (φετιχισμός και ανιμισμός), για την αρxαία μυθολογία και φιλοσοφία ήταν χαρακτηριστική η απόδοση γνωρισμάτων του υλικού κόσμου σε φαινόμενα του «κόσμου των ιδεών», του ψυχικού κόσμου, δηλαδή η «σωματοποίηση» των φαινομένων αυτών (π.χ.οι ιδανικοί και παρόλα αυτά γήινοι ολύμπιοι θεοί, ο αρχαίος πολυθεϊσμός).
Το πιο βασικό στη θεωρία των Μιλήσιων φιλόσοφων (στο πρώτο μισό με μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.) ήταν η ιδέα του αδιάλειπτου γίγνεσθαι του κόσμου από το άπειρο περιβάλλον των αρχικών στοιχείων (νερό, αέρας), Αυτό το περιβάλλον θεωρείται και σαν αρχική ύλη και δημιουργός (θεός). Μέσα από την αυτοκίνηση του (η οποία είναι συνεχής και αιώνια αραίωση και συμπύκνωση) το άμορφο Χάος των αρχικών στοιχείων οργανώνεται και διακοσμείται σ' έναν υπέροχο κόσμο (οι κοινωνικές σχέσεις σαν να προσωποποιούσαν αυτη την Ιδέα: στην αρχαία πόλη οι ελεύθεροι πολίτες διοργανώνουν, καθοδηγούν, και διερμηνεύουν την ανοργάνωτη και απρόσωπη εργασία των δούλων), οι άπειροι κόσμοι και τα τετελεσμένα στοιχεία που τα αποτελούν δημιουργούνται από ανάγκη (τύχη) και ξαναδιασπώνται στο χαοτικό περιβάλλον.
«Απ όπου όμως γεννιούνται τα όντα εκεί ξαναγυρίζουν φθειρόμενα σύμφωνα με μια αναγκαιότητα γιατί πληρώνουν το ένα στο άλλο την αδικία που κάνουν κατά τη διάταξη του χρόνου» (Αναξίμανδρος απόσπ.9)
Παρόμοιες Ιδέες για τη συνεχή αλληλεπίδραση του χάους και των τετελεσμένων στοιχείων είχε και ο Πυθαγόρας (μέσα με δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ.),τις Ιδέες αυτές ανέπτυξαν και οι μαθητές του «Είναι ανάγκη τα όντα να είναι όλα ή πεπεραμένα ή άπειρα πεπερασμένα και άπειρα - δίδασκε ο μαθητής του Πυθαγόρα Φιλόλαος (απόσπ. 44 Β2) - άπειρα όμως μόνο (ή πεπερασμένα μόνο) δε θα μπορούσαν να είναι.
Επομένως είναι φανερό ότι ο κόσμος και όσα είναι μέσα του συναρμόστηκε από πεπερασμένα και άπειρα.Ένα παραστατικό παράδειγμα είναι αυτό που βλέπουμε στα χωράφια, συγκεκριμένα: ορισμένα κομμάτια τους που σχηματίζονται από τα όρια του (δηλαδή τα σύνορα) οριοθετούν τα (κομμάτια του χωραφιού) τα άλλα κομμάτια, που δημιουργούνται από τα σύνορα και τα μη οριοθετημένο (κομμάτια του χωραφιού),οριοθετούν και δεν οριοθετούν, αυτά δε που σχηματίζονται (μόνο) από το μη οριοθετημένο (χώρο) θα είναι μη οριοθετημένα».
Χάρη σ' αυτού του είδους τις επεξηγηματικές συγκρίσεις οι αφηρημένες έννοιες του τετελεσμένου και του άπειρου γίνονται οφθαλμοφανείς και χειρόπιαστες: «Το τετελεσμένο και το άπειρο μαζί συνθέτουν τον αριθμό» (απόσπ, 84),«Επειδή όμως αυτές οι αρχές (δηλαδή το τετελεσμένο και το άπειρο) υπήρχαν χωρίς να είναι όμοιες ούτε συγγενείς θα ήταν φαίνεται αδύνατο να γεννηθεί μια κοσμική τάξη με αυτές, αν δεν προσετίθετο η αρμονία, μ' οποιοδήποτε τρόπο κι' αν έγινε αυτή». Και τα μεν όμοια και συγγενικά δεν είναι ανάγκη να συνδεύονται με την αρμονία, η οποία θα μπορούσε να τα κρατήσει ενωμένα. (Αποσ.Β6) «Η αρμονία δημιουργείται από τις αντιθέσεις, επειδή είναι ένωση πολυμιγών και ομοφροσύνη των αντιφρονούντων.Τα υπάρχοντα στοιχεία που συνθέτουν τον κόσμο δεν ανάγονται μόνο στο αρχικό στοιχείο αλλά στη πρώτη αυτή ύλη προσετίθετο και η «μίμησις» η μίμηση της αναλογίας των αριθμών και της αρμονίας που εκλαμβανόταν σαν ψυχή: «Λένε, πως η ψυχή είναι αρμονία γιατί η αρμονία είναι μίγμα και ένωση αντιθέσεων, και το σώμα αποτελείται από αντιθέσεις» (κατά τον Αριστοτέλη, αποσπ.23).Η ψυχή πρέπει να βρίσκεται σε αντίθεση με το σώμα, όμως στους Πυθαγόρειους ( Όπως άλλωστε και πιο γενικά στην αρχαιότητα) είναι υλική και η φύση της είναι από φωτιά (Ιππίας, απόσπ. 8-9, 11), επειδή και οι ίδιοι οι αριθμοί είναι οφθαλμοφανείς, απτοί, πλαστικοί και γεωμετρικοί.
Η κοσμική τάξη εμφανίζεται χάρη στην αρμονία των αριθμών και στη ζωογόνηση του χαοτικού αρχικού στοιχείου. «Ο Πυθαγόρας λέει ότι, υπάρχουν πέντε υλικές φιγούρες (σχήματα) οι οποίες ονομάζονται και μαθηματικές: από τον κύβο εμφανίστηκε η γη, από την πυραμίδα η φωτιά, από το οκτάεδρο o αέρας, από το εικοσάεδρο το νερό, από το δωδεκάεδρο η σφαίρα της οικουμένης (δηλαδή ο αιθέρας)» (κατά τον Αριστοτέλη, αποσπ. 15), «Ο Φιλόλαος (τοποθετεί) τη φωτιά στη μέση γύρω από το κέντρο το οποίο ονομάζει εστία του σύμπαντος, σπίτι του Δία, μητέρα και βωμό των θεών, σχέση και μέτρο της φύσης». Δέχεται ακόμα και μια άλλη φωτιά που βρίσκεται πάνω απ ι όλα και εμπερικλείει (το σύμπαν).
Η κεντρική (φωτιά) είναι πρώτη σύμφωνα με τη φύση, γύρω της χορεύουν δέκα θεϊκά σώματα: ο ουρανός, που βρίσκεται πίσω από τη σφαίρα των ακινήτων αστέρων, πέντε πλανήτες, πίσω τους ο ήλιος, κάτω από τον ήλιο το φεγγάρι, κάτω από το φεγγάρι η γη, πίσω τους η φωτιά της εστίας, που κρατά τη θέση της γύρω από το κέντρο, Έτσι, το πιο ψηλό κομμάτι της περιφερειακής (φωτιάς), στο οποίο βρίσκονται στοιχεία σε κατάσταση απόλυτης καθαρότητας το ονομάζει Όλυμπο, το Χώρο δε του Ολύμπου που κινείται, στον οποίο είναι τοποθετημένοι πέντε πλανήτες μαζί με τον ήλιο και το φεγγάρι ,αυτός το ονομάζει κοσμική τάξη και το πραγματικό κομμάτι του Χώρου το οποίο βρίσκεται κάτω απ' αυτά και γύρω από τη γη, εκεί που υπάρχει η περιοχή της μεταβλητής γέννησης (το ονομάζει) Ουρανό. Με τα ουράνια σώματα συσχετίζεται η σοφία, ενώ με τον χωρίς τάξη κόσμο των (πραγμάτων) που γεννιούνται συσχετίζεται η αρετή. Η πρώτη (απ' αυτές) είναι τέλεια η δε δεύτερη ατελής (αποσπ. 16).
Η αριθμητική προσωποποίηση της κοσμικής τάξης στους Πυθαγόρειους εκφραζόταν με τους αριθμητικούς συσχετισμούς και την τάξη τα οποία συνέθεταν τον κόσμο των σωμάτων. Η δε τάξη επιτυχαινόταν χάρη σε κάποια «επιλογή» έτσι παρουσιάστηκε ο όρος Λόγος. (Φιλόλαος, απόσπ. 58,)ο ρηματικός δηλαδή σχηματισμός από το λέγω «μαζεύω ,επιλέγω» («περισυλλέγω λέξεις» «ομιλώ»). Τα ρηματικά ουσιαστικά του είδους αυτού με τον τόνο στο θέμα σήμαιναν το αποτέλεσμα της ενέργειας καθώς και την ίδια την ενέργεια (συγκεκριμένα σπό το φέρω-φόρος «αυτό που φέρνουν, φόρος υποτέλειας ," το μάζεμα"). Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο σχηματίστηκε και το ουσιαστικό νοος-νους το οποίο μπορούμε να συγκρίνουμε με το αρχαίο ινδικό nayati «αγώ» και να υποθέσουμε έτσι ότι η αρχική του έννοια είναι «αυτό που οδηγήθηκε, το να καθοδηγείς, συμπέρασμα».
Φαίνεται ότι οι Ελέατες φιλόσοφοι (τέλος 6ου- αρχές 5ου αιώνα ) έτσι αντιλαμβάνονταν τη νόηση, και έτσι διαχώριζαν τον κόσμο ο οποίος είναι ενωμένος και (υλικός) και τον οποίο μπορούμε να εξηγήσουμε λογικά, από τις άπειρα μεταβαλλόμενες αισθητηριακές εμπειρίες. Σε όλα τα αντιληπτά από τις αισθήσεις, μεταβλητά αντικείμενα είναι αναμιγμένα το φωτεινό, το ελαφρύ, το ζεστό (φωτιά) το σκοτεινό, το βαρύ, το κρύο (η γη) (απόσπ. Β8-12). Αλλά κατά τη μετάβαση από τη γνώμη που εμφανίστηκε στη βάση των αισθητηριακών εμπειριών, στην αλήθεια που μαθαίνουμε με τη νόηση ανυψωνόμαστε προς το ενωμένο-άπειρο που υπάρχει έξω από το χρόνο.Για τους θεούς δεν υπάρχει ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον, υπάρχει μόνο, το παρόν , στην αληθινή ύπαρξη (είναι) αντιστοιχεί και το «σκέπτεσθαι» ετσι που το «σκέπτομαι και υπάρχω είναι ένα και το αυτό» .«Υπάρχουν δύο στοιχεία - δίδασκε ο Παρμενίδης - και η γνώση εξαρτάται από την επικράτηση (του ενός ή του άλλου).Και συγκεκριμένα ο τροπος σκέψης γίνεται διαφορετικός σε σχέση με το αν επικρατεί το ζεστό ή το κρύο. Καλύτερος και πιο καθαρός γίνεται με την επίδραση του ζεστού. Όμως και σ' αυτή την τελευταία περίπτωση χρειάζεται κάποια συμμετρία».O νους επομένως φέρνει συμμετρία, αιώνια και ενωμένη αρμονία στη φαινομενική αρχική κίνηση των αρχικών στοιχείων.
Για την ενωμένη αρμονία και τον αιώνιο Λόγο, τα οποία έχουν πύρινη φύση, μίλησε και ο σύγχρονος του Παρμενίδη, ο Ηράκλειτος. Αρκετά υστερινή και η ανάπτυξη της θεωρίας του Ηράκλειτου: «και η φύση τείνει προς τις αντιθέσεις. Απ' αυτές δημιουργείται η ομοφωνία και όχι από τα όμοια. Έτσι, στην πραγματικότητα η φύση συνέδεσε το αρσενικό γένος με το θηλυκό, και όχι το καθένα απ' αυτά με το ίδιο, την πρώτη κοινωνική σχέση με τη δημιούργησε με την ένωση των αντιθέτων, και όχι με την ένωση των ομοίων. Το ίδιο ακριβώς κάνει και η τέχνη μιμούμενη τη φύση.
Η ζωγραφική κάνει παραστάσεις που συσχετίζονται με τα πρότυπα, αναμιγνύοντας άσπρα, μαύρα, κίτρινα και κόκκινα χρώματα, Η μουσική δημιουργεί αρμονία αναμιγνύοντας (στο τραγούδι) διάφορες φωνές, ήχους ψηλούς και χαμηλούς, διαρκείας και σύντομους, Η γραμματική από την ανάμιξη των φωνηέντων και των συμφώνων γραμμάτων δημιούργησε ολόκληρη τέχνη (της γραφής).Αυτή την ίδια γνώμη είχε και o Ηράκλειτος ο σκοτεινός: οι αδιάσπαστοι συνδυασμοί δημιουργούν το ολόκληρο και το μη ολόκληρο, το όμοιο και το διαφορετικό, την ομοφωνία και την πολυφωνία, από όλα - το ένα και από το ένα - όλα δημιουργούνται .Αναγνωρίζοντας σαν πρώτη ύλη την φωτιά ο Ηράκλειτος , όπως και ο Πυθαγόρας, χρησιμοποιούσε το παράδειγμα των τοποθετημένων πιονιών και πετρών: Η αιωνιότητα είναι παιδί που παίζει και τοποθετεί τα πιόνια: η κυριαρχία (πάνω στον κόσμο) ανήκει στο παιδί. «ο Λόγος ο οποίος είναι αιώνιος ,αφελής και χωρίς λογική σαν παιδί, παίζοντας καθορίζει με τα πύρινα στοιχεία την τήξη -και τις «τροπές» και σαν αποτέλεσμα αυτού είναι σαν να χορεύει .
Η θεωρία για την απρόσωπη νόηση (νου) η οποία διαμορφώνει τα χαοτικά στοιχεία, αναπτύχθηκε από τον Αναξαγόρα (πρώτο μισό με μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.). Ο ενωμένος και αιώνιος νους καθορίζει την τάξη των άπειρων στοιχείων, γεγονός που δίνει μορφή σε ορισμένα πράγματα και τα εφοδιάζει με κίνηση. Όλα τα πράγματα διαφέρουν μόνο κατά τη διάταξη των στοιχείων από τα οποία αποτελούνται. Εδώ είμαστε πολύ κοντά στη θεωρία, την οποία ανάπτυξε ήδη o Δημόκριτος (δεύτερο μισό του 5ου με αρχές του 4ου αιώνα. Δεν είναι βέβαια σκοπός αυτού του άρθρου η ανάλυση των βάσεων της θεωρίας των ατόμων του Δημόκριτου, σημειώνουμε μόνο ότι τα πιο μικρά στοιχεία ο Δημόκριτος τα ονομάζει «ιδέα» ,είναι δηλαδή «ορατά στοιχεία» έχουν μάζα, είναι πλαστικά, ορατά άπειρα πολύμορφα και μοιάζουν με μικρά αγάλματα ή με γεωμετρικά σχήματα.
Αυτές οι φιγούρες διαφέρουν στο σχημα, όπως όλες οι δομές είναι μορφές (φόρμες) σχηματισμένες από πυραμίδες, από άπειρο αριθμό πυραμίδων σχηματίζεται η σφαίρα (σφαιροειδές σχήμα έχουν τα άτομα της φωτιάς, ο νους , η ψυχή, οι Θεοί και ο κόσμος.Ο Δημόκριτος πήρε από τους προγενέστερους του και τις θεωρίες τους για την τροπή, για την τάξη και για το Λόγο ο οποίος καθορίζει αυτούς τους συνδυασμούς (ενότητες) τις τροπές και την τάξη.
Αυτοί οι ίδιοι όροι εφαρμόστηκαν και για τα γράμματα (τα οποία όπως ακριβώς και τα άτομα ονομάζονταν στοιχεία). Από τον Αριστοτέλη ξέρουμε ότι ο Δημόκριτος δίδασκε ότι τα άτομα,όπως και τα γράμματα διέφεραν κατά το σχήμα (π.χ. το Α από το Ν), κατά τη θέση (Ν και Ζ) και κατά τη τάξη (ΑΝ και ΝΑ).Από τα φωνήεντα και τα σύμφωνα δημιουργούνται συλλαβές, ενώ από τα αρχικά στοιχεία - η οργανική ύλη, από τις συλλαβές δημιουργήθηκαν τα ονόματα, ενώ από την ύλη τα σώματα .Τα ονόματα είναι «αγάλματα φωνήεντα» των σωμάτων,.Από την ένωση των ονομάτων και των ρημάτων δημιουργούνται η τραγωδία και η κωμωδία και από την ένωση των ίδιων και αυτών ατόμων - δημιουργούνται διαφορετικά σώματα και ολόκληρος ο κόσμος σαν τελειότατο έργο. Αυτό που καθορίζει την επιλογή, τη θέση και την τάξη, των ατόμων και των γραμμάτων είναι ο Λόγος. Όπως ακριβώς το περιεχόμενο ενός έργου έτσι και η σημασία των ξεχωριστών λέξεων δεν συνίστανται στην απλή πρόσθεση των γραμμάτων από τα οποία αποτελούνται, έτσι και ο κόσμος και τα ξεχωριστά σώματα δεν συνίστανται στην απλή πρόσθεση των ατόμων από τα οποία αποτελούνται , αλλά την ουσία του καθορίζει ο Λόγος.
Ο Λόγος όπως και ο κοσμικός νους στις αρχαίες θεωρίες είναι πάντα απρόσωπος και υποταγμένος στην επίσης απρόσωπη μοίρα και ο ίδιος είναι μοίρα, η ιστορία του κόσμου είναι κυκλική κίνηση και στροφή ,η έννοια της εξέλιξης απουσιάζει, τα νοήμονα όντα δεν έχουν ελευθερία βουλήσεως. Μόνο στο τέλος της αρχαιότητας ο Λόγος άρχισε να παίρνει την έννοια μιας από τις τρεις υποστάσεις της άυλης και απόλυτης προσωπικότητας: εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος.Τότε ήταν που καθιερώθηκε και η θεωρία της ελεύθερης βούλησης (πράγμα που σημαίνει και της προσωπικής ευθύνης του κάθε λογικού όντος για τις πράξεις του), Την εποχή αυτή και στις κοινωνικές σχέσεις έγινε ένα βήμα προς τη ρήξη της άμεσης σχέσης ανάμεσα στον ελεύθερο άνθρωπο με πρωτοβουλία και στον εκτελεστή που είναι στερημένος από κάθε πρωτοβουλία και ελευθερία.
Οι λέξεις σταμάτησαν να θεωρούνται μόνο «αγάλματα φωνήεντα» και στην πρακτική μπήκε η μετάφραση ενός και του ίδιου κειμένου σε διαφορετικές γλώσσες ,όλοι οι άνθρωποι , ανεξάρτητα από τη γλώσσα τους άρχισαν να θεωρούνται ίσοι.Αυτό ήταν ήδη ολοκληρωτική απομάκρυνση από τις βασικές θεωρίες της αρχαιότητας.
Μετάφραση από τα Ρωσικά:Ελένη Τσολιά.
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα.
Ο Ολιέγκ Σεργκέγιεβιτς Σιρόκοβ (1927-1997 )ήταν καθηγητής της γενικής και ιστορικό -συγκριτικής γλωσσολογίας στο κρατικό πανεπιστήμιο της Μόσχας, Λομονόσοβ.
Είναι συγγραφέας πολλών επιστημονικών άρθρων και μιας σειράς μονογραφιών όπως:
Εισαγωγή στη γλωσσολογία
Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας
Βαλκανική φιλολογία κ.α.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό του πανεπιστημίου Λομονόσοβ "Βιέσνικ"(1989,αρ.3).