Δημοσιεύτηκε
Τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία της ρωσικής γλώσσας ανάγονται στον 11ο μ.Χ.αιώνα. Από τη γέννηση του ο γραπτός λόγος στη ρωσική γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ελληνική γλώσσα λόγω κυρίως των μεταφράσεων που γίνονταν είτε απευθείας από ελληνικά κείμενα, είτε από κείμενα τα οποία είχαν πρώτα μεταφραστεί από τα ελληνικά στα σερβικά ή στα βουλγαρικά και κατόπιν στα ρωσικά. Τα πρώτα γραπτά μνημεία της ρωσικής γλώσσας είναι μεταφράσεις από τα ελληνικά των ευαγγελίων και άλλων συγγραμμάτων θρησκευτικού περιεχομένου, όπως για παράδειγμα «Bίοι αγίων»,«Εορτολόγια» κ.ά.
Παράλληλα με τα θρησκευτικά μεταφράζονταν και νομικά κείμενα. Στα χειρόγραφα στα οποία υπάρχουν μεταφράσεις νομικών κειμένων, συναντούμε και τα πρώτα κείμενα κοσμικού περιεχομένου. Τα κείμενα αυτά είναι διαφορετικά από τα θρησκευτικά και τα νομικά, τα οποία όπως είναι φανερό είχαν κάποιους συγκεκριμένους, πρακτικούς λόγους ύπαρξης. Τα θρησκευτικά συγγράμματα ήταν αναγκαία για την ορθή πραγμάτωση της λατρείας, τα δε νομικά για τη ρύθμιση του νομικού καθεστώτος της χώρας.
Τα κείμενα όμως που έχουν ως σκοπό τους την ψυχαγωγία των αναγνωστών τους ή των ακροατών τους, αν αυτά διαβάζονταν σε κάποιο ακροατήριο, διαφέρουν ουσιαστικά και στην ίδια τη φύση τους από τις υπόλοιπες μεταφράσεις, λόγω του ότι δεν υπήρχε για αυτές άμεση, πρακτική αναγκαιότητα.
Μια σπό τις πρώτες μεταφράσεις του τύπου αυτού, ήταν η μετάφραση του έπους του Διγενή Ακρίτα, γνωστή στη ρωσική βιβλιογραφία ως «Ντεβγκένιεβο Ντεγιάνιε» (Девгениево деяние), που σημαίνει "Τα κατορθώματα του Διγενή".
Στη ρωσική βιβλιογραφία είναι γνωστές τέσσερις μεταφράσεις του έπους του Διγενή Ακρίτα, που έχουν τίτλο «Ντεβγκένιεβο Ντεγιάνιε», σώθηκαν όμως μέχρι τις μέρες μας μόνο τρεις από αυτές.
Η πιο παλιά παραλλαγή (15ος -16ος αιώνας) βρισκόταν στη συλλογή χειρογράφων του Μούσιν-Πούσκιν. Δυστυχώς,η συλλογή αυτή κάηκε μαζί με όλη την υπόλοιπη βιβλιοθήκη του Μούσιν-Πούσκιν το 1812 σε μια από τις μεγαλύτερες πυρκαγιές που γνώρισε η Μόσχα. Γνωρίζουμε για την παραλλαγή αυτή, γιατί δώδεκα χρόνια πριν, το 1800 , είχε εκδοθεί ένα άλλο χειρόγραφο από τη συλλογή αυτή, στο πρόλογο του οποίου γινόταν λόγος για τα υπόλοιπα διηγήματα που βρισκόταν στην ίδια συλλογή και ανάμεσα σε αυτά συγκαταλεγόταν και το «Ντεβγκένιεβο Ντεγιάνιε».
Η δεύτερη παραλλαγή,που είναι αποσπασματική, χρονολογείται τον 17ο -18ο αιώνα και εκδόθηκε το 1858 από τον Α. Πίνιν.
Η τρίτη παραλλαγή χρονολογείται στα 1744 και είναι η μόνη που διατηρεί και το όνομα του μεταφραστή -αντιγραφέα, που είναι ο Σιμεών Μάλκοβ.
Η χρονολογικά νεότερη παραλλαγή δημοσιεύτηκε το 1953 από την ερευνήτρια, βυζαντινολόγο Β. Κουζμινά η οποία και το εντόπισε στη συλλογή χειρογράφων του Α. Τιτόβ. Αυτή η παραλλαγή χρονολογείται στον 18ο αιώνα.
Συγκρίνοντας το ποιητικό ύφος του ρωσικού χειρογράφου με τις γραπτές παραλλαγές του ελληνικού έπους διαπιστώνουμε ότι ο Ρώσος μεταφραστής-διασκευαστής στη μετάφρασή του αντικαθιστά επίθετα και συγκρίσεις που υπάρχουν στο ελληνικό κείμενο με λεκτικούς τρόπους οι οποίοι είναι χαρακτηριστικοί για τα ρωσικά δημώδη άσματα.
Η Β. Κουζμινά, η οποία πρωτοδημοσίευσε μια από τις ρωσικές παραλλαγές του έπους, αφού σύγκρινε τη ρωσική μετάφραση με τις γραπτές ελληνικές παραλλαγές, παρατήρησε μια σειρά από διαφορές. Το αξιοσημείωτο στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι τα επίθετα και οι συγκρίσεις που συναντούμε στο ρωσικό κείμενο δεν αποτελούν προσωπικό ύφος του διασκευαστή αλλά είναι παρμένα από τη ρωσική λαϊκή ποίηση. Έτσι για παράδειγμα η σύγκριση του Διγενή με αετό στη σκηνή του κυνηγίου (Gro, Ferr. IV, 132: «πετάξας ως αετός έφτασαν το θηρίον»), στη ρωσική παραλλαγή δύο φορές απαντά η λέξη сокол (σόκολ) που μεταφράζεται ως γεράκι.
Η σύγκριση αυτή του ήρωα με γεράκι είναι πολύ χαρακτηριστική για τα λαϊκά, ιστορικά και ηρωικά τραγούδια της Ρωσίας, όπου οι ήρωες συγκρίνονται με το γεράκι, γιατί στη Ρωσία χρησιμοποιούσαν το αρπακτικό αυτό πουλί στο κυνήγι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι σκηνές στις οποίες ο Διγενής πολεμά. Στο ελληνικό κείμενο δεν υπάρχουν συγκρίσεις, καθώς το μεγαλείο και η ανδρεία του Διγενή εξαίρονται με την περιγραφή του πολυάριθμου, έμπειρου και γυμνασμένου εχθρού.
"Και εν βραχεί απέκτεινε, στρατιώτας απείρους καθωπλισμένους ιππικούς, πολέμου γυμνασμένους"(βλ.Cr,Ferr.)
Στη ρωσική παραλλαγή ο λεκτικός τρόπος δεν είναι μόνο εντελώς διαφορετικός, αλλά και πολύ χαρακτηριστικός για τη λαϊκή ποίηση της Ρωσίας. Εδώ η μάχη συγκρίνεται με τη σκληρή δουλειά του γεωργού ο οποίος οργώνει και θερίζει. Ο δε Ντεβγκένι χαρακτηρίζεται καλός γεωργός και συγκρίνεται με τον θεριστή που αγωνίζεται θερίζοντας ασταμάτητα.
Αρκετά επεισόδια στη ρωσική μετάφραση έρχονται σε αντίθεση με το ελληνικό κείμενο. Όπως για παράδειγμα, στο ρωσικό κείμενο η ανδρεία του Ντεβγκένι εξέρεται με το ότι πλήθος ήταν οι αιχμάλωτοι μετά τη μάχη, ενώ στο ελληνικό πρότυπο δεν απέμεινε κανένας αντίπαλος του Διγενή.
Σήμερα χρησιμοποιώντας τον όρο μετάφραση εννοούμε την όσο το δυνατό πιο πιστή απόδοση του κειμένου το οποίο μεταφράζεται, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και με τη μετάφραση- διασκευή του 17ου ή του 18ου αιώνα. Τότε ο μεταφραστής -διασκευαστής μπορούσε να επέμβει στο κείμενο αλλοιώνοντάς το, προσθέτοντας ή αφαιρώντας από το αρχικό κείμενο μεταφέροντάς το αυθαίρετα κατά τη δική μας αντίληψη, πιο κοντά στις δικές του αντιλήψεις και ως εκ τούτου στον δικό του πολιτισμό. Τα κείμενα όμως θρησκευτικού ή ακόμα περισσότερο νομικού περιεχομένου, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια υποκειμενικής ερμηνείας ή και αυθαίρετης προσέγγισής τους προς τον εθνικό και γλωσσικό πολιτισμό του μεταφραστή.
Αυτή ίσως είναι και η βασική διαφορά της μετάφρασης του έπους του Διγενή από τις υπόλοιπες μεταφράσεις της ίδιας εποχής.
Το κείμενο αυτό άνοιγε νέους ορίζοντες για το νεοφώτιστο τότε ρωσικό γραπτό λόγο έδινε από τη μια πλευρά την προοπτική μιας λογοτεχνίας που δεν θα είχε απόλυτη σχέση με τη θρησκεία, η οποία περιόριζε τη θεματολογία αλλά και τα μέσα έκφρασης του συγγραφέα-μεταφραστή. Το κοσμικό αυτό κείμενο έδινε επίσης τη δυνατότητα στο μεταφραστή -διασκευαστή να χρησιμοποιήσει και τα μέσα έκφρασης του ρωσικού λαϊκού προφορικού λόγου, εκφράσεις από τα δημώδη άσματα και τα παραμύθια του ρωσικού λαού. Με τον τρόπο αυτό ο γραπτός ρωσικός λόγος, άρχισε δειλά -δειλά να αποστασιοποιείται από τον ελληνικό γραπτό λόγο.
Ίσως εδώ να βρίσκονται τα πρώτα-πρώτα αβέβαια και ασταθή βήματα της ρωσικής λογοτεχνίας που μετέπειτα έγινε μια από τις πιο σπουδαίες λογοτεχνίες στο κόσμο.
Οι Ρώσοι μεταφραστές-διασκευαστές ποτέ δεν αντιλήφθηκαν ότι με τις μεταφράσεις -διασκευές τους, με αυτό το επίμονο, λεπτό σαν μινιατούρα έργο τους κατάφεραν ν' ανοίξουν διάπλατες τις πόρτες της Ρωσίας προς τη λογοτεχνία και μέσω αυτής προς την ελευθερία του λόγου και της σκέψης.