Δημοσιεύτηκε
Για την γιορτή της μητέρας
Σε ονειρεύτηκε πολύ πριν σε γνωρίσει.
Ερχόσουν σ΄εκείνη από πολύ μακριά και από το ίδιο μακριά ερχόταν εκείνη σε σένα.
Σε περίμενε. Ακόμα και τότε που νόμιζε πως δεν την αφορούσες, πως δεν ήταν ακόμα έτοιμη ή πως δεν ήταν αυτά γι αυτήν. Αλλά και αργότερα, όταν γνώριζε καλύτερα αλλά φοβόταν. Υπήρξαν φορές που σ΄ένιωσε σαν απειλή. Άγνωστο ακριβώς σε τι.
Και να που έφθασες. Έσκασες σαν χρωματιστό, χαρούμενο πυροτέχνημα, στο θόλο τ΄ουρανού μας. Πρώτα σε άκουσε και μετά σε είδε. Στην αρχή μπορούσες μονάχα να αισθάνεσαι, μια βροχή από τα δικά σου πρωτόγνωρα συναισθήματα και ας μην ξεχώριζες ποια ήταν τα δικά σου και ποια τα δικά της. Εσύ και εκείνη ένα, τότε.
Άρχισες να γνωρίζεις τον κόσμο μας, μυρίζοντας το δέρμα της, το στήθος, την ανάσα, τα μαλλιά της. Εκεί ήταν το σπίτι σου. Ήθελες να σε κοιτά κατάματα. Άρχισες και εσύ να την κοιτάς και να κρατάς το είδωλο της μέσα σου.
Πλησίαζες τον έξω κόσμο, μέσα από τον κτύπο της καρδιάς της.
Τα ζαρωμένα μικρά χεράκια σου, όταν έσφιγγαν με όλη την δύναμη σου να κλείσουν το δάχτυλο της, ψιθύρισαν την πρώτη σου λέξη. ''Κράτα με ''. Το γοερό σου, απαρηγόρητο κλάμα πάλι είπε την ίδια λέξη, ''κράτα με". Κράτα με να μην πέσω αλλά και κράτα με, δηλαδή στήριξε με. Φοβόσουν. Μ΄ένα φόβο βαθύ και άνισο για το μικροσκοπικό σου μέγεθος. Φοβόσουν όταν πεινούσες, όταν κρύωνες, όταν άκουγες τους παράξενους και ενοχλητικούς θορύβους μας, φοβόσουν το δυνατό φως. Φοβόσουν μήπως χαθεί και χαθείς και εσύ μαζί. Υπήρξαν φορές που δυσκολεύθηκε να διαβάσει τον φόβο σου. Αυτόν τον πιο κοινότυπο από όλους τους φόβους του ανθρώπου, τον φόβο του αφανισμού. Τον πιο συνηθισμένο και την ίδια στιγμή περισσότερο λησμονημένο και κρυφά απωθημένο, αφού το αντίκρυσμα του πολλές φορές σπέρνει πανικό.
Ήσουν τόσο δικαιολογημένος. Πόσο διαφορετικά έγιναν όλα για σένα μέσα σε λίγο χρόνο. Γεννήθηκες και άφησες με μια σκουντιά μια ζεστή, γαλήνια, προστατευμένη φωλιά για να μπεις σ΄ένα κόσμο ανίκοιο και μεγάλο, σαν στόμα μεγάλης φάλαινας.
Σε ένιωθε, σε καταλάβαινε και γι΄αυτό ακριβώς, ήσουν χωρίς να το ξέρεις απέραντα τυχερός. Μεγάλωνες μέσα στην αγκαλιά της, στα δάκρυα της, στα ξέμπλεκα μαλλιά της. Πόσες και πόσες φορές δεν είχες αποκοιμηθεί με την παλάμη σου στο μάγουλο της, πάνω στα γόνατα της. Εσύ και εκείνη ένα, ακόμα τότε. Σ΄έτρεφε.
Μεγάλωνες και μαζί σου μεγάλωνε και εκείνη για να σε χωρέσει. Στο δρόμο κατάλαβε πως έπρεπε να ανοίξει για να χωρέσει όλα τα δικά σου και τα δικά της. Ο κόσμος άλλαζε, ο χρόνος άλλαζε και εσύ ξαναφώναξες ''κράτα με''.
Ήθελε να σε γνωρίσει. Κατάλαβε πως για να σε γνωρίσει και να σε κρατήσει αλλά χωρίς να σε εγκλωβίσει έπρεπε να φθάσει λίγο πιο πάνω και πιο ψηλά. Κάπως καλύτερα να προσαρμοστεί στις ανάγκες σου. Όσο τα κατάφερνε και τα κατάφερνε γιατί είχε κλείσει σε μυστικό ντουλάπι τον παραπανίσιο εγωισμό, τόσο ο κόσμος γινότανε φιλικός και ασφαλής, γεμάτος εκπλήξεις και προκλήσεις.
Ήταν διαθέσιμη. Ήταν εκεί. Ήταν ευλίγιστη σαν το νερό. Έπιανε στον αέρα τις ξυλιασμένες αγωνίες και τους φόβους σου, τα ζέσταινε στην παλάμη της και σου τα επέστρεφε ελαφρότερα και μαλακά. Κοιμόσουν τότε. Κοιμόσουν και μεγάλωνες. Το ήξερε και χαιρόταν, γέμιζε. Είχε μάθει πια να σε κρατά.
Δυνάμωσαν τα πόδια σου, μεγάλωσαν τα βήματα σου. Ξεκόλλησες. Ήρθε η πρώτη εμπειρία και μετά πολλές πολλές, η μια μετά την άλλη.
Έμαθες πως όταν πονάς, θα περάσει.
Έμαθες πως η σιωπή δεν είναι τέλος, αλλά στιγμιαία παύση.
Έμαθες πως το αίμα δεν παγώνει ακόμα και όταν κρυώσεις πολύ.
Έμαθες πως έχεις μέσα σου ένα κρυμμένο δυναμό που φορτίζει ξανά και ξανά όσες φορές θέλεις να κρατάς ζεστά την καρδιά και το μυαλό σου.
Έμαθες να την παραβλέπεις αλλά να εξακολουθείς να νιώθεις ασφαλής και ολόκληρος. Εσύ και ο αληθινός σου εαυτός με σάρκαι και οστά, ταξιδευτής .
Κράτησες την ανάμνηση. Και εκείνη κράτησε την ανάμνηση. Τα παχουλά σου πέλματα στα πρώτα τους βήματα, από τον καναπέ στο τραπεζάκι και πίσω πάλυ. Κράτησε την χαρά της γι΄αυτό που είσαι και ας μην το καταλαβαίνει απολύτως. Κράτησε και την ζωή της ψηλά. Έμαθε πως είναι ν΄αγαπάς, να γεννάς και να μην περιορίζεις. Να μην χρησιμοποιείς για τις δικές σου ανάγκες το γέννημα σου απομακρύνοντας το απ΄αυτό που το ίδιο θέλει.
Τώρα ακούει τα επιδεξια φτερά σου να σχίζουν τον αέρα. Γυρνά το κεφάλι της και σε κοιτά να πετάς, περήφανα πάνω από γυμνές, πληγωμένες γειτονιές. Ίσως κάπου παρακάτω σε δει άνεργο, να τα φέρνεις βόλτα δύσκολα, να εγκαταλείπεις σταθερές ακόμα και όνειρα. Έχεις όμως αποθέματα, εφόδια τα νιώθεις, τα γνωρίζεις. Έχεις όλα εκείνα τα υλικά για να διατηρήσεις όλα τα σπλαχνικά σου κίνητρα. Όσο ανάποδα και αν έρθουν τα πράγματα, έχεις να δώσεις. Και όποιος έχει να δώσει , αντέχει να κρατήσει τον άλλο, και όταν χρειαστεί, όσο κόντρα και αν φυσά ο καιρός γνωρίζει και αυτός πως και από που να κρατηθεί. Και είναι αυτό ένα κομμάτι της αληθινής ζωής για τους τυχερούς αλλά και για αυτούς που στέκουν κοντά στους μελλοντικούς τυχερούς. Για τους ''άτυχους'', για αυτούς δηλαδή που το δικό τους ''κράτα με'' στάθηκε λιγότερο συναισθηματικά διαθέσιμο τότε, στην ζωή θα συνεχίσουν να το αναζητούν. Μέχρι που κάπως, κάπου να βρεθεί μια ρίζα πιο γερή μέσα τους, μια ρίζα που θα αντέξει και να ακούσει και να πει ''Κράτα με''.
Φωτογραφία Julie Waroquier
http://www.juliedewaroquier.com/