Δημοσιεύτηκε
Ήταν ένα απόγευμα που επέστρεφα από το βουνίσιο μορφοχώρι μου, αυτή τη φορά όχι με ιδιωτικό μέσον, αλλά με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Βαρυγκωμούσα μέσα μου, γιατί με στοίχειωνε απ’ τα δώδεκά μου τούτο το στενόμακρο αργόσυρτο πράμα. Ακόμα μουγκρίζει στη μνήμη μου από τα χρόνια της εφηβείας, όταν μας μετέφερε για το διπλανό κεφαλοχώρι, τη Ζαγορά.
Ήταν η αναγκαιότητα που συνόδευσε τα γυμνασιακά και λυκειακά μας χρόνια… Να γκαζώνει στους φιδίσιους δρόμους του Πηλίου, φορτωμένο μαθητούδια αγουροξυπνημένα απ’ το χάραμα, έτοιμα να προφτάσουμε το σχολειό μας.
Με ήλιους, με βροχές, με χιόνια και κάτι τσουχτερές παγωνιές, θυμάμαι τον εαυτό μου σ’ αυτά τα λεωφορεία. Κολλημένη πάντα σ’ ένα παράθυρο να «φεύγω» στις πλαγιές του πράσινου κι ύστερα να γλιστρώ πιο κάτω, στην απλωσιά του Αιγαίου…
Έτσι γεννήθηκαν τα πρώτα εφηβικά μου πονήματα, γραμμένα πρόχειρα σε ό,τι χαρτικό κρατούσα στις τσέπες της μπλε ποδιάς, μην και δεν προφτάσω να αιχμαλωτίσω τις πρωτόλειες εμπνεύσεις… Εκεί, στην ίδια πήγαινε-έλα μαθητική διαδρομή γεννήθηκαν όλα.
Τους χειμώνες τα παράθυρα θόλωναν. Τότε το ρίχναμε στον συναγωνισμό, να τσουλάμε πάνω τους τα δάχτυλα με ό,τι σκαρίφημα μας κατέβαινε, σκορπίζοντας με μανία εκείνους τους τριζάτους και τσιριχτούς ήχους. Ήταν ένας τρόπος να ξεθολώνουμε και το τζάμι, ώστε να φαντάξουν ολοζώντανες στα μάτια μας οι έξωθεν εικόνες.
Πού και πού, το υποψιασμένο βλέμμα μας λοξοδρομούσε ένοχα προς τον οδηγό, κι ένα μικρό σύγκρυο μας διαπερνούσε όταν μας κάρφωνε με αυστηρότητα… καθρεφτισμένη.
Καθώς ξυπνώ απ’ το παρελθόν, η μνήμη των ήχων μ’ αρπάζει απ’ τον γιακά και μου κάνει πάλι πισωγύρισμα «με το έτσι θέλω». Μπερδεύεται μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά του υπεραστικού λεωφορείου που με ζάλιζε στη ναυτία.
Έζησα και τα στερνά της επικής εποχής, όπου οι εισπράκτορες αντραλίζονταν από κάθισμα σε κάθισμα δρασκελώντας μπρος-πίσω, μπρος-πίσω, τον διάδρομο, μέχρι να μας ελέγξουν τα εισιτήρια ή τη μαθητική ταυτότητα. Και, ω, ναι, εκείνο το παράξενο κουτί που έγραφε «Κυτίον παραπόνων»! Με απορημένο μάτι το περιεργαζόμουν κι ακόμα έχω την απορία αν ποτέ κανείς έριξε τα… παράπονά του εκεί μέσα και ποια στο καλό ήταν αυτά. Όταν όμως είχαμε επιβάτες που μας ντουμάνιαζαν στο κάπνισμα – ήταν ακόμα η εποχή που επιτρεπόταν αυτό το μαρτύριο – ήμουν σίγουρη τι θα έριχνα εγώ σ’ αυτό το κρεμασμένο κυτίον…
Με τις μαθητικές μνήμες να διατρέχουν το νου μου, μ’ επανέφερε γρήγορα στο παρόν η φωνή ενός άντρα. Θα ’ταν δε θα ’ταν κοντά στα εβδομήντα. Λαλίστατος και στομφώδης, βολεμένος λοξά μπροστά μου, ήθελα δεν ήθελα, μου κέντρισε το ενδιαφέρον.
Άρχισα να τον περιεργάζομαι… Σαν ξεχασμένος από άλλη εποχή, με ρούχα που ’μοιαζαν πάνω του δανεικά ή παρωχημένα περισσεύματα που του χαρίστηκαν…
Έτρεχε η γλώσσα του σε γλαφυρές αφηγήσεις για τα ναυτικά του, λέει, ταξίδια. Λες κι ήθελε να τα πει όλα μονομιάς, να προλάβει να τα ζωντανέψει στ’ αυτιά μας πριν τερματίσει ο προορισμός του.
Μετά καταπιάστηκε με τα αρχαία ονόματα του Βόλου, μια που τον αγναντεύαμε ήδη από ψηλά. Βάλθηκε να ρωτάει τον δύστυχο διπλανό του αν τα γνώριζε, κι αυτά και τη σημασία τους. Θαύμασα την υπομονή του συνεπιβάτη που δοκιμάστηκε, δε λέω…
Ύστερα στράφηκε στις διπλανές θέσεις όπου καθόταν ένα νέο παλικάρι. Πρόσεξε ότι δεν έχει κατεβάσει το μπράτσο του καθίσματος:
«Νεαρέ, ανάπτυξε τον βραχίονα να αναπαυθείς!».
Χμμ… και σωστή χρήση της ελληνικής η αλλοτινών καιρών περσόνα, σκέφτηκα. Όπερ και συμπληρώθηκε ευθύς αμέσως, όταν παρατήρησε το πηλιορείτικο οδικό βασανάκι:
«Οφιοειδής ο δρόμος!», κόμπασε επιδεικτικά.
Συγκρατούσα μετά βίας το ελαφρύ μου γελάκι – «κακό» που με καταδιώκει παιδιόθεν σε κάθε κωμικό κι ευτράπελο – και θυμήθηκα το βάσανο των όρθιων εισπρακτόρων στον… οφιοειδή.
Έτσι πήγε ο γυρισμός μου στην πόλη εκείνο το δείλι, με εφηβικές μνήμες και τη γραφική παρουσία ενός αλλιώτικου επιβάτη…
Ποιο απωθημένο και ποια κατάλοιπα ανεκπλήρωτου ξεσπούσε στο μικρό του ταξίδι;
Και ποιος άραγε απ’ τους απλοϊκούς συνταξιδιώτες που τον κοίταζαν περίεργα τον «συνέλαβε»;
Αναδημοσίευση από: e-thessalia.gr
Ελίνα Πριτσίνη - ιστορικός του Ελληνικού Πολιτισμού