Δημοσιεύτηκε
Ο κόσμος του Γκόγκολ είναι ο κόσμος του μυστηρίου όπου ο πραγματικός κόσμος, αυτός που μας περιβάλλει, περιπλέκεται με τον κόσμο της φαντασίας. Ο κόσμος των σκέψεων, των ονείρων και των παραισθήσεων συνυπάρχει με τον πραγματικό κόσμο. Είναι μια άλλη πραγματικότητα αόρατη και ακατανόητη, που υπερβαίνει τα όρια της εμπειρίας. Ο λόγος του είναι σαρκαστικός και σατιρίζει σκληρά τη ρωσική πραγματικότητα, περιγράφοντας τον μικρό και ασήμαντο άνθρωπο που χάνεται στο μεγάλο κόσμο των δυνατών με την αρπαχτική όρεξη. Γελά με την σκληρή πραγματικότητα γιατί τον θλίβει βαθειά και το πικρό χιούμορ του προξενεί γέλιο με δάκρυα στα μάτια.
Στα είκοσι του χρόνια ο Νικολάι Γκόγκολ βρέθηκε στην Πετρούπολη, στην πολύβουη, φανταχτερή πρωτεύουσας της ρωσικής αυτοκρατορίας. Στη πόλη με τους πλούσιους, ικανοποιημένους από την ζωή τους γραφειοκράτες, αξιωματούχους του κράτους. Ο Νικολάι Γκόγκολ γεννήθηκε στην Πολτάβα της Ουκρανίας, μεγάλωσε στο μικρό κτήμα του πατέρα του και γνώριζε καλά τη ζωή των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, τα τραγούδια και τις λαϊκές δοξασίες του τόπου του. Έφερε μαζί του αυτό τον δικό του κόσμο, τους θρύλους και τους μύθους της πατρίδας του. Η πρώτη του δημοσίευση έτυχε πολύ κακής κριτικής. Ο νεαρός Γκόγκολ απογοητευμένος και πικραμένος απέσυρε όλα τα αντίτυπα και τα έκαψε. Ο επόμενος κύκλος διηγημάτων "Βραδιά σε ένα κτήμα κοντά στην Ντικάνκα" έκανε τον νεαρό συγγραφέα γνωστό σε όλη τη Ρωσία. Η ιδιομορφία της γλώσσας του, με τους τοπικούς ιδιωματισμούς και τη γλαφυρή περιγραφή της ζωής των ανθρώπων της επαρχίας, ήταν για τη ρωσική λογοτεχνία ένας καινούργιος εύθυμος κόσμος, γεμάτος γέλια, τραγούδια και χορούς.
Ακολούθησαν τα διηγήματα της Πετρούπολης. Ο καινούργιος κόσμος, ο λαμπερός κόσμος της πρωτεύουσας, στον οποίο βρέθηκε ο νεαρός συγγραφέας, ο κόσμος των πλούσιων, υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων,ακατάδεκτων, ψηλομύτηδων και κενών ανθρώπων της υψηλής κοινωνίας αλλά και παράλληλα ο κόσμος των μικρών, ταπεινών υπαλλήλων που μάταια αγωνίζονται να ζήσουν με αξιοπρέπεια, περιγράφεται στα διηγήματα αυτά με τρόπο γκροτέσκο ένα μείγμα εφιαλτικού ονείρου και πραγματικότητας.
"Η λεωφόρος Νιέβσκι"
Η κεντρική λεωφόρος της πρωτεύουσας, πολύβουη γεμάτη φανταχτερά καταστήματα και ακόμα πιο φανταχτερούς ανθρώπους. Η περιγραφή της λεωφόρου και των ανθρώπων της είναι υπέροχη, μισοπραγματική και μισοφανταστική, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Στο κύμα των ανθρώπων που περπατούν στη λεωφόρο ο συγγραφέας ξεχωρίζει και ακολουθεί δυο πρόσωπα. Ο ένας κυνικός, ξιπασμένος και υπερόπτης, ο άλλος ρομαντικός ζωγράφος, ντροπαλός και αφελής. Στη λεωφόρο αυτή με την εξωτερική εκθαμβωτική ομορφιά και την υπουλία και την κακία που κρύβει, οι δύο νέοι ερωτεύονται δύο διαφορετικές κοπέλες. Ο ζωγράφος αυτοκτονεί όταν αντιλαμβάνεται ότι η αγαπημένη του με το αγγελικό πρόσωπο δεν είναι αθώα όπως αυτός την ονειρεύτηκε, αλλά μια χυδαία πόρνη, ευχαριστημένη από την έκφυλη ζωή της. Ο άλλος κυνικός καθώς είναι δεν χρειάστηκε πάρα μόνο ένα γλυκό για να ξεχάσει τη γυναίκα που ερωτεύτηκε αλλά και την προσβολή που δέχτηκε από τον άντρα της. Στην πόλη αυτή το κυνικό θριαμβεύει ενώ το αγνό, το αθώο χάνεται, ποδοπατείται. Ο Γκόγκολ χαμογελώντας ειρωνικά περιγράφει τους ήρωες του και την πόλη με την άσωτη ομορφιά.
Λίγο αργότερα, το 1836 ,έγραψε το αριστουργηματικό διήγημά του "Μύτη". Ένα γκροτέσκο βαθειά αλληγορικό όπου ο Γκόγκολ εξιστορεί όλα τα κωμικά στοιχεία με σοβαρότητα, μια παρωδία που χλευάζει ήθη, καταστάσεις και πρόσωπα. Ο ψηλομύτης ταγματάρχης Κοβαλιόβ όχι μόνο χάνει τη μύτη του αλλά αυτή γίνεται ένας άλλος άνθρωπος που κάνει ότι δεν τον βλέπει, δεν τον καταδέχεται, δεν τον αναγνωρίζει και δεν τον χαιρετά. Ένα σκοτεινό γκροτέσκο όπου ο κόσμος ανασυντίθεται με τρόπο τρομακτικό.
Στο διήγημά του "Το παλτό" η ρεαλιστική απεικόνιση και η φαντασία περιπλέκονται αριστουργηματικά. Ο ήρωας του διηγήματος ονομάζεται Ακάκιι Ακάκιεβιτς, όνομα ελληνικό που δηλώνει άνθρωπο αγαθό και άκακο. Στα ρωσικά έχει μετατραπεί σε όνομα προσηγορικό, που δηλώνει τον άβουλο άνθρωπο που δειλιάζει μπροστά στους πανίσχυρους γραφειοκράτες. Πολλές φορές, μέχρι και σήμερα οι Ρώσοι αυτοσαρκαζόμενοι λένε "ξύπνησε μέσα μου ο Ακάκιι Ακάκιεβιτς". Είναι ο μικρός, ταπεινός άνθρωπος με την ασήμαντη ζωή που κάνει την εμφάνιση του για πρώτη φορά στη Ρωσική λογοτεχνία. Το όνειρο του φτωχού γραφιά είναι να αποκτήσει ένα ζεστό παλτό, πράγμα που καταφέρνει μετά από πολλές θυσίες. Το παλτό του όχι μόνο τον προστατεύει από το κρύο, αλλα του προσδίδει κύρος και αποδοχή από τους συναδέλφους του που μέχρι τότε τον κοροϊδεύαν για το τριμμένο, παλιό παλτό του. Όμως πεθαίνει από το κρύο όταν την πρώτη κιόλας νύχτα όταν το φόρεσε ,άγνωστοι του το έκλεψαν,αφού τον γρονθοκόπησαν. Ο Ακάκιι Ακάκιεβιτς παίρνει εκδίκηση με τρόπο υπερφυσικό, όταν το φάντασμα του κυκλοφορεί στην πόλη φορώντας το παλτό του και κλέβει τα πανωφόρια των αξιωματούχων που δεν τον βοήθησαν να βρει το κλεμμένο του παλτό και να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη.
"Καθισμένος άνετα, χωμένος στο ακριβό ζεστό παλτό του, βρισκόταν σ' εκείνη την ευχάριστη κατάσταση -την αγαπημένη κατάσταση του Ρώσου -που δε σε απασχολεί τίποτα και αβίαστα έρχονται οι διάφορες σκέψεις από μόνες τους,η μία πιο ευχάριστη από την άλλη (...) Ξαφνικά, το σημαντικό πρόσωπο ένιωσε ότι κάποιος τον είχε πιάσει πολύ γερά από τον γιακά. Γύρισε και είδε ένα μικροκαμωμένο ανθρωπάκο με μια παλιά, άθλια υπαλληλική στολή, στο πρόσωπο του οποίου αναγνώρισε με τρόμο τον Ακάκιο Ακάκιεβιτς. Ο υπάλληλος ήταν χλωμός σαν το χιόνι κι έμοιαζε πραγματικά με φάντασμα. Αλλά ο τρόμος του σημαντικού προσώπου ξεπέρασε κάθε όριο όταν το φάντασμα άνοιξε το στόμα του και η τρομερή οσμή του τάφου τον χτύπησε στο πρόσωπο "(Νικολάι Γκόγκολ Το παλτό μετάφραση Γιώργος Τσακνιάς)
Ο παραλογισμός των ανθρωπίνων σχέσεων που θεωρείται κανονικότητα στον σύγχρονο κόσμο οδηγεί στην τρέλα τον ήρωα του διηγήματος "Το ημερολόγιο ενός τρελού". Οι έμμονες ιδέες του εκλογικεύουν όλα εκείνα που φαίνονται παράλογα σε ένα ασήμαντο,κατώτερο υπάλληλο που ερωτεύεται την κόρη του προϊσταμένου του. Το μεγαλομανιακό παραλήρημα τον οδηγεί στην τρέλα.
Το έργο του "Νεκρές ψυχές" είναι μια πανοραμική περιήγηση στη ρωσική επαρχία όπου όλα φαίνονται φυσιολογικά. Ο γαιοκτήμονας Τσίτσικοβ, ένας κύριος της μεσαίας τάξης ούτε νέος ούτε γέρος, ούτε χοντρός ούτε λεπτός, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, ταξιδεύει αγοράζοντας "νεκρές ψυχές" όπως ονομάζουν τους νεκρούς δουλοπάροικους, προσφέροντας στους γαιοκτήμονες μια συμφέρουσα προσφορά. Ο αναγνώστης ανατριχιάζει καθώς συνειδητοποιεί όλη τη φρίκη της αυτάρεσκης χυδαιότητας των γαιοκτημόνων, γιατί όσο παρατηρεί κανείς τις εύθυμες περιγραφές τόσο τον κατακλυζει η θλίψη. Με φόντο τη ρωσική επαρχία προβάλλει ο σκοτεινός κόσμος και οι νεκρές ψυχές των ανάλγητων,ανήθικων γαιοκτημόνων.
"-Είναι άγνωστο πόσοι πέθαναν, κανένας δεν τους μετρούσε.
-Ναι, βέβαια, είπε ο Μανίλοβ στον Τσίτσικοβ. Έβλεπα κι εγώ πως πέθαιναν πολλοί, μα που να ξέρει κανείς πόσοι πέθαναν.(...)
-Ρωτάτε για ποιο λόγο..Να, θα ήθελα να αγοράσω χωρικούς..(..) Εννοώ αυτό που ακούσατε: νεκρές ψυχές.
-Την τιμή;ποια τιμή;απόρησε ο Μανίλοβ.Νομίζετε, λοιπόν πως θα δεχτώ χρήματα για ψυχές που, έτσι κι αλλιώς έπαψαν να υπάρχουν.
Όσο βαρύς και ποζάτος κι αν ήταν ο Τσίτσικοβ, λίγο έλειψε να κάνει ένα σάλτο σαν το κατσικάκι στις μεγαλύτερες χαρές του.
Κι όσο για τις νεκρές ψυχές, δεν αξίζει τον κόπο η συζήτηση για αυτές, πρόσθεσε ο Μανίλοβ"
(Νικολάι Γκόγκολ"Νεκρές ψυχές "μετάφραση Αντρέας Σαραντόπουλος
Ο Νικολάι Γκόγκολ έγραψε θεατρικά έργα που ανεβάζονται στις θεατρικές σκηνές σε πολλές χώρες μέχρι και σήμερα. Στο θεατρικό έργο του "Ο επιθεωρητής", ένας καπάτσος νεαρός ο Χλιεστακόβ, ερχόμενος από την πρωτεύουσα και καθοδόν προς την πόλη του βρίσκεται σε μια επαρχιακή πόλη, όπου λανθασμένα νομίζουν ότι είναι επιθεωρητής από την πρωτεύουσα που ήρθε στην πόλη τους για να τους ελέγξει. Ολόκληρος ο άθλιος κόσμος των διεφθαρμένων γραφειοκρατών ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια των θεατών και καθώς δωροδοκούν τον δήθεν επιθεωρητή αποκαλύπτονται όλες οι καταχρήσεις που γίνονται σε βάρος των πολιτών. Ο Γκόγκολ με εύστοχους διαλόγους , σατιρίζοντας και διαπομπεύοντας τα ήθη μας οδηγεί στον βούρκο της χυδαιότητας της κοινωνίας. Ο κυβερνήτης, ο μεγάλος γελασμένος τώρα ξέρει ότι όλοι θα τον κοροϊδεύουν και θα γελάνε εις βάρος του. Η φράση του "Για ποίο πράγμα γελάτε; Με τους εαυτούς σας γελάτε!", ηχεί ακόμα και σήμερα σαν χαστούκι στο πρόσωπο των θεατών.
Ο Νικολάι Γκόγκολ είναι μία από τις πιο τραγικές φιγούρες της ρωσικής λογοτεχνίας. Πέθανε μισότρελος από ασιτία, καίγοντας τα βιβλία και τα χειρόγραφά του. Ο κόσμος των έργων του είναι ένα πλέγμα παράδοξων ιστοριών, ένα χάος μαγικό, ένας κόσμος εντυπωσιακά άσχημος. Ήταν παραμυθάς και ρεαλιστής και μπόρεσε να περιγράψει τον κόσμο γύρω του, αλλά δεν μπόρεσε να τον αντιμετωπίσει. Ήταν 42 χρονών όμως είχε γεράσει. Έφυγε αφήνοντας πίσω του "Το παλτό ", που όπως είπε ο Φιόντορ Ντοστογιέβσκι, από εκεί βγήκαν όλοι οι μετέπειτα Ρώσοι συγγραφείς.