Τα Χριστούγεννα στη Ρωσική λογοτεχνία - Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ: "Νύχτα Χριστουγέννων" - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Ο Νικολάι Γκόγκολ γεννήθηκε στην Ουκρανία στην περιοχή Πολτάβα. Μεγάλωσε στο μικρό κτήμα του πατέρα του και γνώριζε καλά τη ζωή των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, τα τραγούδια, τα λαϊκά παραμύθια και τις λαϊκές δοξασίες του τόπου του.

Αργότερα στα πρώτα του έργα ο κόσμος αυτός αναβιώνει με χρώματα και μουσικές, με τους μύθους, τις παραδόσεις και τους θρύλους της πατρίδας του. Η μαγεία της νύχτας των Χριστουγέννων ζωντάνεψε για πρώτη φορά στη Ρωσική λογοτεχνία μέσα από τη φαντασία του Νικολάι Γκόγκολ. Η  ιδιομορφία της γλώσσας του, με τους τοπικούς ιδιωματισμούς και τη γλαφυρή περιγραφή της ζωής των ανθρώπων της επαρχίας, ήταν για τη ρωσική λογοτεχνία ένας καινούργιος εύθυμος κόσμος, γεμάτος γέλια, τραγούδια και χορούς.

Το διήγημά του "Νύχτα Χριστουγέννων" αρχίζει με την περιγραφή της νύχτας της παραμονής των Χριστουγέννων, σ' ένα μικρό χωριουδάκι όπου το πραγματικό και το φανταστικό είναι ένας ενιαίος κόσμος.

"Έφυγε κι η τελευταία πριν τα Χριστούγεννα μέρα. Μπήκε η χειμωνιάτικη, ξάστερη νύχτα. Φάνηκαν τα αστέρια. Το φεγγάρι υψώθηκε μεγαλόπρεπο στον ουρανό, φωτίζοντας τους ευσεβείς ανθρώπους κι όλο τον κόσμο, κι έτσι θα πουν όλοι χαρούμενοι τα κάλαντα και θα δοξάσουν τον Χριστό. Η παγωνιά ήταν δυνατότερη απ'ότι το πρωί κι η ησυχία τόσο απόλυτη, που το τρίξιμο του χιονιού κάτω από τις μπότες ακουγόταν μισό χιλιόμετρο μακριά. Οι παρέες των παλικαριών δεν είχαν φανεί ακόμα έξω από τα παράθυρα των χωριατόσπιτων. Μόνο το φεγγάρι έριχνε κρυφές ματιές, σαν να καλούσε τις κοπέλες, που εκείνη την ώρα στολίζονταν, να βγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο τριζάτο χιόνι. Και κάπου εκεί, μέσα από την καμινάδα μίας καλύβας, ανέβαινε στον ουρανό τούφες τούφες ο καπνός, σύννεφο ολόκληρο, και μαζί με τον καπνό σηκωνόταν κι η μάγισσα καβάλα στο σκουπόξυλο." (μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου)

Όλα είναι σκεπασμένα από το κατάλευκο χιόνι,στη σιγαλιά της νύχτας όλα φωτίζονται από το χλωμό φως του φεγγαριού. Στο χωριό όλοι ετοιμάζονται για την παραμονή των Χριστουγέννων. Οι νέοι και οι νέες ετοιμάζονται για τα κάλαντα,μια συνήθεια παγανιστική καθώς μικροί και μεγάλοι μεταφιέζονται φορώντας δέρματα και μάσκες ζώων και κρατούν ομοιώματα του ήλιου. Αυτός ο πραγματικός κόσμος περιπλέκεται με τον κόσμο της φαντασίας και των θρύλων. Ο κόσμος των θρύλων και παραμυθιών συναντάται με τον πραγματικό κόσμο των ανθρώπων που ζουν, διασκεδάζουν και ερωτεύονται.

Οι δύο κόσμοι συνυπάρχουν όπως συνυπάρχει ο κόσμος της υπαίθρου,με τα μικρά ταπεινά του σπιτάκια και τους απλούς ανθρώπους, με τη λαμπερή, αυτοκρατορική Πετρούπολη. Ο Γκόγκολ περιγράφει το μεγαλείο και την πολυτέλεια της πρωτεύουσας της ρωσικής αυτοκρατορίας, όταν ο ήρωας του διηγήματος επισκέπτεται την  Πετρούπολη για να εκπληρώσει την επιθυμία της αγαπημένης του και να της φέρει τα γοβάκια της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης.

"(...) Ο σιδεράς πετούσε αρκετή ώρα, όταν είδε να ξεπροβάλλει κάτω χαμηλά,σαν φωτιά, η Πετρούπολη, που συνέβη τότε να είναι φωταγωγημένη. Ο διάβολος πέρασε μέσα από κάτι ξύλινα τείχη, μετατράπηκε σε άλογο, κι ο σιδεράς είδε τον εαυτό του πάνω σε ένα γρήγορο άτι καταμεσής του δρόμου. Θεούλη μου! Τι φασαρία, τι κρότοι, τι λάμψη! (...) Με κατάπληξη κοιτούσε ο σιδεράς ένα γύρο. Του φάνηκε πως όλα τα κτίρια είχαν στρέψει πάνω του τα αναρίθμητα πυρωμένα μάτια τους. Είδε τόσους πολλούς άρχοντες,με φοδραρισμένες απ' έξω γούνες, που δεν ήξερε πια σε ποιον να πρωτοβγάλει το καπέλο." (μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου)

Και καθώς ο διάβολος επεμβαίνει στις ζωές των ανθρώπων, ο σιδεράς Βακούλα πηγαίνει στην Πετρούπολη πετώντας πάνω στο διάβολο και η μάγισσα πετά στον ουρανό πάνω στο σκουπόξυλο το διήγημα παίρνει μορφή παραμυθιού. Οι ρεαλιστικές περιγραφές της ζωής των ανθρώπων της επαρχίας εναλλάσσονται με το υπερφυσικό δημιουργώντας ατμόσφαιρα αλλόκοτη και παράδοξη.

Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες την παραμονή των Χριστουγέννων ο διάβολος για τελευταία φορά μπορεί να προξένησει κακό στους ανθρώπους. Στο διήγημα" Νύχτα Χριστουγέννων " ο διάβολος κλέβει το φεγγάρι και η φωτεινή νύχτα γίνεται κατασκότεινη ενώ στο χωριό συμβαίνουν πολλά και παράδοξα.

Ο κόσμος της μαγείας και του παραμυθιού, όπου στο τέλος το καλό πάντα νικά το κακό και η δύναμη της αγάπη υπερνικά κάθε εμπόδιο, δίνουν στο διήγημα αυτό χαρακτήρα παραμυθιού.

Η πανέμορφη Οξάνα αγαπάει τον σιδερά Βακούλα, ακόμα κι αν δεν της φέρει τα ολόχρυσα γοβάκια της τσαρίνας.
"Δες τι γοβάκια σου έφερα! "είπε ο Βακούλα. "Αυτά που φοράει η τσαρίνα".

"Όχι, όχι! Δε μου χρειάζονται γοβάκια" έλεγε εκείνη κουνώντας τα χέρια, χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω του. "Εγώ,και χωρίς τα γοβάκια...", δεν τελείωσε τη φράση της και κοκκίνισε." (μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου)

Η κυκλοφορία του κύκλου διηγημάτων "Βράδια σε ένα κτήμα κοντά στην Ντικάνκα", όχι μόνο έκανε τον νεαρό συγγραφέα γνωστό σε όλη την Ρωσία αλλά συνάμα ενέταξε το θέμα των μαγεμένων Χριστουγέννων στη θεματολογία της Ρωσικής λογοτεχνίας.

Ελένη Τσολιά






Αναρτήθηκε από:

Ελένη Τσολιά

Η Ελένη Τσολιά είναι απόφοιτος του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοβ. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα master of arts στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία καθώς και PhD στη θεωρητική και ιστορικό - συγκριτική γλωσσολογία. Από το 1993 διδάσκει τη ρωσική γλώσσα ως ξένη σε ιδιωτική σχολή ενώ παράλληλα ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας και κουλτούρας.