Νίκος Καββαδίας - Αχαρτογράφητα όνειρα - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Νίκος Καββαδίας (11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975)

Ναυτικοί όροι, αστρονομικοί υπαινιγμοί, άγνωστα τοπωνύμια, πόλεις, θάλασσες, εικόνες περίεργες, ακυρωμένοι έρωτες με έναν θόλο υπαινιγμό που παραμένει. Η ποίησή του ένα ταξίδι στο άγνωστο που δεν φτάνεις ποτέ.

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, κοντά στην κωμόπολη Χαρπίν, στη Μαντζουρία. Η περιοχή αυτή της βόρειο ανατολίτικης Κίνας τότε βρισκόταν κάτω από Ρωσική κυριαρχία. Η κωμόπολη Χαρπίν ήταν μία ρωσική πόλη κτισμένη σε κινέζικο έδαφος και εκεί βρισκόταν η έδρα της διεύθυνσης του υπερσιβηρικού σιδηρόδρομου, ο οποίος άρχισε να λειτουργεί το 1903 και περνούσε μέσα από την Μαντζουρία. Στη πολύβουη, πολυεθνική αυτή πόλη ζούσαν έμποροι από πολλές χώρες, Κινέζοι και πολλοί Ρώσοι που κατέφθασαν για την οργάνωση και την διαχείριση του σιδηρόδρομου. Στο Χαρπίν ζούσε η οικογένεια του Κεφαλλονίτη εμπόρου Χαρίλαου Καββαδία, που διακινούσε εμπορεύματα με τα εμπορικά του καράβια στον Ειρηνικό ωκεανό μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Ήταν ένας από τους πολλούς Έλληνες πλοιοκτήτες που έκαναν εμπόριο με ρωσική σημαία στον Ειρηνικό ωκεανό, γιατί από το 1797 ο Ρώσος στρατηγός Γ.Α.Ποτιόμκιν είχε εξουσιοδότηση από τη ρωσική κυβέρνηση να δίνει άδεια σε ξένους να υψώνουν ρωσική σημαία στα εμπορικά πλοία τους. Ο Χαρίλαος Καββαδίας συναλλασόταν με Ρώσους, είχε ρωσική υπηκοότητα και μιλούσε ρωσικά.

Η οικογένεια Καββαδία αποκαλούσε χαϊδευτικά τα παιδιά της με τα ρωσικά υποκοριστικά. Τον Δημήτρη τον έλεγαν Μίτια, την κόρη τους την Ευγενία, την έλεγαν Ζένια και τον μικρό Νίκο τον φώναζαν Κόλια. Το ρωσικό αυτό υποκοριστικό όνομα συνόδευε τον ποιητή σε όλη του τη ζωή, αφού έτσι τον αποκαλούσαν τα μέλη της οικογένειας του και οι στενοί του φίλοι. Φαίνεται ότι και στον ίδιο άρεσε πολύ το χαϊδευτικό αυτό όνομα αφού με αυτό υπέγραφε τις επιστολές του προς τους φίλους του, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το πρώτο μεγάλο ταξίδι του μικρού Κόλια ήταν χερσαίο. Ξεκίνησε μαζί με την οικογένειά του από την πόλη Χαρπίν, γύρω στο 1914, όταν άρχισε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Ταξίδεψαν με τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο διασχίζοντας τη Σιβηρία και τα Ουράλια όρη. Έφτασαν με τρένο μέχρι την Οδησσό και από εκεί πήγαν στην Κωνσταντινούπολη από όπου πήραν το καράβι για την Ελλάδα. Ο πατέρας του σύντομα επέστρεψε στη Μαντζουρία, όπου συνέχισε το εμπόριο παρέχοντας τροφοδοσία στον τσαρικό στρατό. Στη Ρωσία είχε ήδη ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος μετά την επανάσταση. Ο Χαρίλαος Καββαδίας συνεργαζόταν με τον Αλεξέι Κουραπάτκιν, τον αυτοκρατορικό υπουργό πολέμου. Μέχρι το 1920 στο Χαρπίν ζούσαν πολλές χιλιάδες Ρώσοι εμιγκρέδες, αξιωματικοί και στρατιώτες του τσαρικού στρατού, ιερωμένοι, χωρικοί, αστοί και αριστοκράτες που εγκατέλειψαν τη Σοβιετική πια Ρωσία. Ο Χαρίλαος Καββαδίας, αφού είχε χάσει όλη του την περιουσία, έφυγε πρόσφυγας από τη Ρωσία μαζί με την στρατιά του βαρώνου Πιότρ Βράγκελ. Ο "μαύρος βαρώνος"όπως ήταν γνωστός ο Πιότρ Βράγκελ ήταν ο γενικός διοικητής του λευκού στρατού κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Μετά την ήττα των Λευκών φυγάδευσε από τη Ρωσία 145.000 αξιωματικούς, στρατιώτες αλλά και πολίτες. Ανάμεσά τους έφτασε στην Ελλάδα και ο Χαρίλαος Καββαδίας.

"Η οικογένεια αποκλείστηκε στην Κεφαλονιά και ο πατέρας αποκλείστηκε στη Ρωσία. Εφτά ολόκληρα χρόνια χάθηκαν τα ίχνη του. Διώχθηκε, φυλακίστηκε, έχασε ως το τελευταίο του ρούβλι. Γύρισε το 1921, ταλαιπωρημένος, νευρασθενικός, άρρωστος - και το τραγικότερο, ξένος και ανένταχτος. (Ζένια Καββαδία. Σύντομο βιογραφικό)

Ο κόσμος της μακρινής πολυεθνικής Μαντζουρίας είχε χαθεί μέσα σε πολέμους και επαναστάσεις. Την περιπέτεια της ζωής της οικογένειας συνέχισε ο Κόλιας όταν αποφάσισε να εργαστεί ως ασυρματιστής στα πλοία. Η ζωή του συνεχίστηκε με γεωγραφικά άλματα και ο γραμμικός χρόνος καταργήθηκε στην ποίησή του. Έγραψε ένα μικρό αριθμό ποιημάτων και εκδόθηκαν πολύ περισσότερα βιβλία για τον ίδιο και την ποίηση του. Στην ποίησή του το απέραντο της θάλασσας είναι το πρόσχημα για την περιπέτεια της ύπαρξης, για τη φυγή και το μακρινό ταξίδι που δεν πραγματοποιείται ποτέ. Η ποίησή του θυμίζει τους πίνακες του Μαρκ Σαγκάλ. Γνώριζε και αγαπούσε την ονειρική ζωγραφική του Μ.Σαγκάλ όπου τα πράγματα της καθημερινής ζωής αποδομούνται και ανασυντίθενται με άλλα χρώματα και διαστάσεις.
"(...) Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες του Chagall άλογα -τσίρκο του Seurat.
(...)
Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα,
Καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες.
(...)
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
Και τη μέρα ταξιδεύουνε στ'αστεία"
(Μαρέα, από τη συλλογή"Πούσι")
Τα μακρινά ταξίδια σε μέρη αχαρτογράφητα της φαντασίας ασκούν ιδιαίτερη γοητεία όταν η ζωή είναι ασφυκτικά προδιαγεγραμμένη.
MAL DU DÉPART

(Το πάθος , η αρρώστια της αναχώρησης)

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής,
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων ,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων."

Οι στίχοι του μελοποιήθηκαν και αγαπήθηκαν από το ευρύ κοινό,που γνώρισε τον κόσμο της ποίησης του. Ο κόσμος του Νίκου Καββαδία είναι παράξενος, ένα ταξίδι στο διηνεκές, σε νερά αχαρτογράφητα με λέξεις που χορεύουν σε πρωτόγνωρους ρυθμούς.

Ελένη Τσολιά

Ποιοι ήταν οι 7 νάνοι στο ss Cyrenia στο ομώνυμο ποίημα του Νίκου Καββαδία;

Σύμφωνα με την αδερφή του ποιητή Τζένια Καββαδία: “Από τον καιρό που ήταν πολύ μικρή η Έλγκα (η ανιψιά του), του ζητούσε να της γράψει ένα τραγούδι για τους νάνους της. Ήταν μυθικά πρόσωπα στη ζωή της. Ζωγραφιές, κούκλες, βιβλία, μια μπάντα κεντημένη με τους εφτά στον τοίχο του κρεβατιού της. «Φτιάξε μου ένα τραγούδι για τα νανάκια μου». Τέλος, της το ‘φτιαξε, όταν είχε πια μεγαλώσει.

Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;
κόρη ξανθή και γαλανή Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι…

Οι στίχοι αυτοί είναι παρεμβολές στο παραμύθι και αναφέρονται στη μικρή του ανιψιά. Οι δύο άλλοι: Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη; Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουνε οι διακόσιοι; αναφέρονται σε δύο μετανάστριες -πραγματικά πρόσωπα αυτές- που ταξιδεύουνε στο ίδιο βαπόρι με τους εφτά φανταστικούς νάνους, τους διακόσιους του πληρώματος και τους χίλιους μετανάστες.

Όπως σημειώνει ο Μιχάλης Γελασάκης πρόκειται για τους νάνους, οι οποίοι αναφέρονται είναι οι εφτά νυχτοπερπατητές (Nightwalkers) από το μυθιστόρημα Quentin Durward του Walter Scott και δεν έχουν καμία σχέση με τη χιονάτη και τους εφτά νάνους, όπως πιστεύουν πολλοί.






Αναρτήθηκε από:

Ελένη Τσολιά

Η Ελένη Τσολιά είναι απόφοιτος του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοβ. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα master of arts στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία καθώς και PhD στη θεωρητική και ιστορικό - συγκριτική γλωσσολογία. Από το 1993 διδάσκει τη ρωσική γλώσσα ως ξένη σε ιδιωτική σχολή ενώ παράλληλα ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας και κουλτούρας.