Δημοσιεύτηκε
Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεξέι Πιέσκοβ, έγινε όμως γνωστός, πρώτα στην πατρίδα του τη Ρωσία και αργότερα σε όλο τον κόσμο με το ψευδώνυμο Μαξίμ Γκόρκι.
Η ρωσική λέξη γκόρκιι (горький) σημαίνει πικρός και το λατινικής προέλευσης όνομα Μαξίμ σημαίνει στον μέγιστο, στον υπέρτατο βαθμό. Ήταν ένα πικρό λογοπαίγνιο που περιγράφει με ακρίβεια τα βασανισμένα, γεμάτα στερήσεις πρώτα χρόνια της ζωής του. Γεννήθηκε στην πόλη Νίζνιι Νόβγκοροντ και από πολύ μικρή ηλικία ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο των δικών του ανθρώπων.
"Στη μισοσκότεινη, στενόχωρη κάμαρα στο πάτωμα ήταν ξαπλωμένος ο πατέρας μου, ντυμένος στα λευκά". Με την εικόνα αυτή του νεκρού πατέρα και τον θρήνο της μάνας αρχίζουν οι μνήμες του και το πρώτο βιβλίο της αυτοβιογραφικής τριλογίας του "Τα παιδικά χρόνια". Τον μικρό Αλεξέι κρατάει σφιχτά από το χέρι η γιαγιά του, που του λέει να αποχαιρετήσει τον πατέρα γιατί δεν θα τον ξαναδεί. Ο μικρός Αλεξέι μόλις είχε κάπως συνέλθει από τη χολέρα και ακόμη δεν αισθάνεται πολύ καλά, ούτε πολυκαταλαβαίνει τι σημαίνει θάνατος. Από εδώ και πέρα θα ζήσει με τη γιαγιά και τον παππού του. Η γιαγιά του ήταν μία από τις φωτεινότερες στιγμές της ζωής του. Ήξερε πολλές ιστορίες και τις διηγόταν στον εγγονό της με παραστατικότητα μοναδική. Ο Αλεξέι ζούσε στον κόσμο της φαντασίας, μέσα στις ιστορίες, στα ποιήματα και τους θρύλους της Ρωσίας μια ζωή χαρούμενη που δεν είχε σχέση με την άθλια ζωή που τον περιέβαλλε.
Περιέγραψε τις οδυνηρές αυτές πρώτες μνήμες της ζωής του πολλά χρόνια αργότερα, το 1913 στην αυτοβιογραφική τριλογία "Παιδικά χρόνια", "Σε ξένα χέρια" και "Τα πανεπιστήμιά μου" όταν για λόγους υγείας ζούσε στην Ιταλία, στο νησί Κάπρι.
Σύντομα πεθαίνει η γιαγιά του και όλοι οι στενοί συγγενείς του. Πλάνητας, ανέστιος, αρχίζει τη μεγάλη περιπλάνησή του στη Ρωσία αλλά και στη ζωή. Κάνει πολλές δουλειές για να ζήσει, παρατηρεί τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους, σπουδάζει τη ζωή της πατρίδας του και διαβάζει πολύ. Στην περιπλάνησή του αυτή από τα εφηβικά του χρόνια δοκίμασε όλες τις στερήσεις, γνώρισε όλες τις αθλιότητες, τις ασχήμιες αλλά και τις ομορφιές. Συναναστράφηκε με εργάτες και λόγιους, με πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους και αγράμματους, άγιους και εγκληματίες, με ανθρώπους υποταγμένους στη μοίρα τους και με εξεγερμένους. Όπως ο ίδιος έλεγε το ταξίδι του αυτό ήταν ένα προσκύνημα, ταξίδευε για να γνωρίσει τη Ρωσία και τους ανθρώπους της.
Οι περιπλανήσεις του και οι μόνιμες μετακινήσεις του καθόρισαν τη φύση της ψυχής του, που καθώς αυτός ακολουθούσε το ρουν του Βόλγα η ψυχή του βαφτίστηκε στα νερά του και στο πνεύμα της Ρωσίας.
Το πρώτο διήγημά του δημοσίευσε η εφημερίδα "Καύκασος" στην Τυφλίδα,το 1892. Το μικρό διήγημα "Μακάρ Τσουντρά" ήταν μια καινούργια φωνή στη ρωσική λογοτεχνία που υμνούσε τον έρωτα και την ελευθερία. Οι ήρωες του ρομαντικού αυτού διηγήματος είναι ελεύθεροι, ανυπότακτοι και περήφανοι τσιγγάνοι που δεν παραχωρούν την ελευθερία τους. Την αντίφαση που δημιουργείται ανάμεσα στον έρωτα και την υποταγή μόνο ο θάνατος μπορεί να την λύσει.
Το διήγημα αυτό ακολούθησαν και άλλα, τα οποία δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της πρωτεύουσας. Οι κριτικοί συμφώνουσαν ότι ο Μαξίμ Γκόρκι είναι ένας νέος ταλαντούχος διηγηματογράφος, ένας συγγραφέας που φέρνει νέα πνοή στη ρωσική λογοτεχνία. Οι ήρωες των διηγημάτων του, φτωχοί και πεινασμένοι, είναι περήφανοι και ανυπότακτοι. Τα ρομαντικά διηγήματά του της πρώτης εποχής προμηνύουν την επανάσταση. Το 1901 στο περιοδικό" Ζωή" δημοσιεύτηκε το πεζοτράγουδο "Άλμπατρός", το πουλί της επανάστασης, που διαδόθηκε αστραπιαία σε όλη τη Ρωσία. Η αστυνομία έκλεισε το περιοδικό ενώ ο Γκόρκι βρισκόταν ήδη στη φυλακή.
Ο Μαξίμ Γκόρκι είναι ένας μουζίκος, ένας Ρώσος χωρικός και αυτός είναι ένας τίτλος τιμής για τον συγγραφέα που τον υποστηρίζει φορώντας τη μακριά ρωσική πουκαμίσα και ενώ βρίσκεται στην πρωτεύουσα μιλά στην τοπική του διαλέκτο. Στη πνευματική ζωή της Ρωσίας ακούστηκε μια νέα βροντερή φωνή, ήταν η φωνή του Ρώσου που ήξερε καλά τη ζωή των ανθρώπων της ρωσικής επαρχίας.
Ήταν η φωνή του Ντάγκο, του ήρωα που οδηγεί τους ανθρώπους ακόμα και όταν χρειάζεται να ξεριζώσει την καρδιά του με τα ίδια τα χέρια του για να φωτίσει τον δύσκολο δρόμο τους. "Τι να κάνω εγώ για τους ανθρώπους; Πιο δυνατά κι από βροντή φώναξε ο Ντάγκο. Και ξάφνου ξέσκισε το στήθος του με τα ίδια τα χέρια του κι έβγαλε από μέσα την καρδιά του και τη σήκωσε ψηλά πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Αναλαμπάδιασε η καρδιά σαν ήλιος. Όλο το δάσος σώπασε, φωτισμένο απ'αυτόν τον πυρσό της πελώριας αγάπης για τους ανθρώπους και μπροστά στο φως του,το σκοτάδι υποχώρησε . "(Μαξίμ Γκόρκι Η φλογερή καρδιά του Ντάνκο)
Τα πρώτα ρομαντικά διηγήματα ακολούθησαν τα θεατρικά έργα. Μετά κι από παρότρυνση του Αντόν Τσέχοβ το 1901 γράφει το θεατρικό έργο "Οι μικροαστοί". Η ιστορία μιας τυπικής οικογένειας της ρωσικής επαρχίας με ένα πατέρα αυταρχικό, τσιγκούνη και ματαιόδοξο. Οι γύρω του ασφυκτιούν μέσα στα στενά όρια της ζωής τους. Ο Γκόρκι απεχθανόταν τους μικροαστούς με τα μικρά, μίζερα όνειρά τους, αυτούς που δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Στο θέατρο για πρώτη φορά εμφανίζεται ο επαναστάτης, ο πρωτοπόρος αυτός που έχει όραμα να αλλάξει τον κόσμο.
"Ο Μαξίμ Γκόρκι ήταν αυτός που πρώτος έφερε στη σκηνή του θεάτρου μας τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα.(...) Τα θεατρικά του έργα αποτύπωσαν τη καθημερινή ζωή των αγαπημένων του "πρώην ανθρώπων"αυτών που δημιούργησαν τη συγγραφική του φήμη .(...) Η ζωή των ανθρώπων αυτών του περιθωρίου, αυτούς που αποκαλούν αλήτες, πρίν από τον Γκόρκι δεν είχε παρουσιαστεί στη ρωσική σκηνή, ούτε μια φορά "(Κονσταντίν Στανισλάβσκι "Η ζωή μου στην τέχνη")
Στο θεατρικό του έργο "Στον πάτο" (1902) ο θεατής μέσα από ζωντανούς διαλόγους, με δύναμη ρεαλιστική, παρακολουθεί ένα κόσμο φρικτής αθλιότητας και ανθρώπους που ζουν και πεθαίνουν στον πάτο της ρωσικής κοινωνίας.
Το μυθιστόρημά του " Μάνα" (1906-1907) μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Ο οργανωμένος αγώνας των εργατών, η διαφώτιση, η αντιπαράθεση με την εξουσία και η επανάσταση που όλο και πλησιάζει είναι η καθαρτική φωτιά στις φλόγες της οποίας αναγεννάται ο άνθρωπος. Η μάνα μέσα από τον αγώνα του γιού της μετά τα σαράντα της κατανοεί το νόημα και την ομορφιά της ζωής.
Για σχεδόν δέκα χρόνια συνέγραφε την οικογενειακή σάγκα "Η ζωή του Κλιμ Σαμκίν. Σαράντα χρόνια". Εργαζόταν πάνω στο τεράστιο αυτό έργο μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του. Μέσα από τη ζωή του Κλιμ Σαμκίν, ενός χαρακτηριστικού εκπροσώπου της ρωσικής διανόησης, προβάλλει η πανοραμική θέα της ζωής στη Ρωσία τα τελευταία σαράντα χρόνια πριν την επανάσταση. Στο τρίτομο αυτό έργο του, στα ταραγμένα αυτά χρόνια παρελαύνουν άνθρωποι όλων των τάξεων και των ιδεολογικών αποχρώσεων.
Ο Μαξίμ Γκόρκι έζησε στη Ρωσία και στο εξωτερικό, γνώρισε τη φτώχεια και τον πλούτο, τις φυλακές της τσαρικής Ρωσίας την άνετη ζωή του διάσημου συγγραφέα. Από τους ρομαντικούς ήρωες των πρώτων του διηγημάτων πέρασε στους ήρωες που αγωνίζονται για μια νέα ζωή. Θεωρήθηκε ιδρυτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού του λογοτεχνικού ρεύματος που θέλει τους ήρωες των μυθιστορημάτων να βαδίζουν γερά στη γη και να κτίζουν τη νέα ζωή. Αναγνωρίστηκε και λατρεύτηκε ως μέγας συγγραφέας στην πατρίδα του και στο εξωτερικό.
Πέθανε το 1936, απομονωμένος στο σπίτι του στη Μόσχα κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, αφού δύο χρόνια νωρίτερα είχε θάψει τον γιο του. Πέθανε όχι ως Αλεξέι Πιέσκοβ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, αλλά ως Μαξίμ Γκόρκι, η πίκρα στο μάξιμουμ.