Δημοσιεύτηκε
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή οι πρόσφυγες έψαξαν να κουρνιάσουν όπου μπορούσαν. Πολλοί από αυτούς στην επαρχία του Νέστου Καβάλας μέσα και γύρω από την Χρυσούπολη. Οι λόγοι ήταν κυρίως δύο: Πρώτον ο εύφορος κάμπος που αρδεύεται από τον ποταμό Νέστο. Δεύτερον τα πολλά διαθέσιμα σπίτια και χωράφια, καθώς η περιοχή κατά την οθωμανική αυτοκρατορία ήταν κατ’ εξοχήν τουρκόφωνη. Το «πολλά χωράφια» είναι τρόπος του λέγειν γιατί ο κλήρος που πήραν οι πρόσφυγες ήταν λίγα στρέμματα γης που σου έδιναν μια ευκαιρία ζωής υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα καλλιεργηθεί ο μπελαλίδικος καπνός.
Σε ένα τέτοιο μικρό χωριό εγκαταστάθηκαν οι παππούδες μου και οι γιαγιάδες μου. Ήταν ένα από τα χωριά των «γιακάδων», δηλαδή τα χωριά στους πρόποδες του βουνού, μόλις ο κάμπος έπαιρνε την ανηφόρα για τα βουνά της Λεκάνης, 1,5 χιλιόμετρο από τον δημόσιο δρόμο Καβάλας- Ξάνθης, αυτόν που σήμερα (με διαφορετική χάραξη) λέμε Εγνατία.
Το ασήμαντο τουρκοχώρι λεγόταν Καρά-Κιδερλή (οι κάτοικοι το πρόφεραν Καρακαντερλή, μια λέξη). Γρήγορα μετονομάστηκε σε Λιθοχώρι, δικαίως γιατί οι πέτρες στο χωριό λες και φύτρωναν μέσα από το κοκκινόχωμα. Στα πενήντα περίπου σπίτια που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι ανταλλάξιμοι εγκαταστάθηκαν ισάριθμες οικογένειες προσφύγων από διάφορα μέρη. Όλοι καπνοκαλλιεργητές.
Οι Λιθοχωρίτες κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες και έστησαν τη ζωή τους. Χτίστηκε και λειτούργησε σχολείο, πάντα μονοθέσιο. Το όμορφο μικρό τζαμί του χωριού μετατράπηκε στην εκκλησία του Αι-Δημήτρη, αφού κατεδαφίστηκε ο μιναρές και έμεινε μόνο η βάση του. Ο πληθυσμός πιέστηκε πολύ κατά την βουλγαρική κατοχή και τον εμφύλιο. Μετά το 1950 το χωριό ανέκαμψε και κουτσά-στραβά δούλευαν δύο (!) καφενεία.
Το κράτος ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να στρώσει το ενάμισι χιλιόμετρο δρόμου που θα ένωνε το χωριό με τον πολιτισμό και τον κάμπο. Κάθε χρόνο με εθελοντική εργασία οι κάτοικοι ξεπέτρωναν ξανά και ξανά τον χωματόδρομο για να είναι υποφερτή η διάβαση με τα κάρα. Λέω κάρα γιατί ως το 1980 κανένας δεν είχε αυτοκίνητο. Ο παππούς μου είχε αποκτήσει με χίλια χρέη ένα από τα ελάχιστα τρακτέρ της περιοχής που το δούλευαν οι γιοι του, ιδιαίτερα ο πατέρας μου.
ΟΙ άνθρωποι αγανάκτισαν. Η «απόσταση» από τον κάμπο τους ανάγκαζε να ξεκινούν μέσα στη μαύρη νύχτα για να φτάσουν έγκαιρα στα καπνοχώραφα. Οι μετακινήσεις για αγορές, για γιατρό, για γυμνάσιο κ.ά. ήταν ένα μόνιμο πρόβλημα. Το φιλάνθρωπο κράτος τούς έκανε μια «προσφορά»: Θα χτιζόταν ένα καινούριο χωριό πάνω στον δρόμο. Οι τράπεζες θα έδιναν άτοκα δάνεια υπό τον όρο ότι θα παραχωρούσαν τους τίτλους ιδιοκτησίας των σπιτιών τους στο κράτος! Οι κάτοικοι ήταν τόσο αγανακτισμένοι που δέχτηκαν. Χτίστηκε ένα νέο χωριό (δυο χιλιόμετρα πιο πέρα!) που ονομάστηκε Νέος Ξεριάς από το παρακείμενο μεγαλύτερο χωριό που ήταν η έδρα της κοινότητας.
Το χωριό εγκαταλείφθηκε οριστικά γύρω στο 1981. Όλοι φύγανε. Τα σπίτια ρήμαξαν. Ποιος θα επισκεύαζε ένα σπίτι που πια δεν ήταν δικό του; Ακολούθησε ένα πλιάτσικο για τα εναπομείναντα κουφώματα, τις λιθοδομές και ό,τι άλλο μπορεί κάποιος να φανταστεί. Κάποιοι ευφάνταστοι γκρέμιζαν τις νύχτες τους τοίχους για να βρούνε λίρες. Γρήγορα το χωριό μετατράπηκε σε ερειπιώνα.
Πρόσφατα ό,τι απέμεινε γνώρισε μια πρόσκαιρη θλιβερή επικαιρότητα. Στο γειτονικό Διαλεκτό (Μπέκλεμις παλιότερα) ξέσπασε φωτιά που έκαψε σπίτια και γρήγορα επεκτάθηκε στην Δαμασκηνιά, την Αβραμηλιά και έφτασε στο Λιθοχώρι. Εκεί δεν χρειάστηκε το 112. Η εκκένωση είχε ήδη γίνει από την αδιαφορία της πολιτείας πριν από δεκαετίες. Κάηκε όμως ό,τι είχε απομείνει. Ακόμη και τα θυμάρια και οι ρίγανες. Δεν κάηκαν άνθρωποι, δεν υπήρχαν. Δεν κάηκαν σπίτια, ήταν ήδη ρημαδιό. Κάηκαν όμως μνήμες.
Το χωριό έζησε μια μικρή ιστορία εξήντα μόνο χρόνων ελληνοφωνείας. Στο διάστημα αυτό γεννήθηκαν και οι δυο γονείς μου. Εκεί αγαπήθηκαν, στον Αϊ-Δημήτρη παντρεύτηκαν και βάφτισαν και την αδελφή μου. Εκεί πέθαναν οι πρώτης γενιάς πρόσφυγες παππούδες μου. Εγώ δεν έζησα εκεί. Εκεί όμως πέρασα τα πιο αξέχαστα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας.
Το χωριό φέρει όμως πάμπολλες μνήμες της πρώτης προσφυγικής εγκατάστασης. Δεν τρελάθηκα. Ξέρω ότι σημασία έχει πρώτα η ανθρώπινη ζωή. Μετά τα σπίτια, τα αυτοκίνητα κ.τ.λ. Προσθέτω όμως ότι κάθε φωτιά από αυτές που κατακαίνε τη χώρα καταστρέφει και μνήμες. Σε κάθε σπίτι καίγονται φωτογραφίες, γαμήλια στέφανα, χειρόγραφα και έπιπλα έμφορτα αναμνήσεων.
Κάθε φορά λοιπόν που λέμε (σωστά) «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτε», ας θυμόμαστε ότι και οι μνήμες καίγονται κι αυτές.
Γι’ αυτό κι εγώ μνημονεύω το εντελώς ασήμαντο Λιθοχώρι (Καρά-Κιδερλή) Χρυσουπόλεως Νέστου Καβάλας.