Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι (1893 - 1930) - Με μια σφαίρα στην καρδιά - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Έκανε τα πρώτα του βήματα στα απόκρημνα βουνά του Καυκάσου, στα δάση και στις λίμνες της Γεωργίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δασονόμος. Στον Καύκασο γνώρισε τη φύση· αυτό όμως που τον γοήτευσε ήταν η τεχνολογία. Τον συνεπήρε ο αιώνας του ηλεκτρισμού, της ταχύτητας, του βιομηχανικού τοπίου και της καινούργιας εποχής που άρχιζε. Ήταν οι αρχές του εικοστού αιώνα, του αιώνα των πολέμων, των επαναστάσεων, της ταχύτητας και της βίας.

Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του ανάγκασε τη  μητέρα και τις αδερφές του να πουλήσουν τα λιγοστά υπάρχοντα τους και να μετακομίσουν στη Μόσχα. Το 1906, όταν μετακόμισαν στη Μόσχα, ο Βλαντίμιρ ήταν μόλις δεκατριών χρόνων.

Στη Μόσχα οι διαμαρτυρίες, οι εξεγέρσεις και τα κύματα απεργιών ξεσπούσαν το ένα μετά το άλλο. Ο Μαρξισμός και η επαναστατική παρανομία συνεπήραν τον νεαρό Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι.

Δεν άργησε να συλληφθεί και να φυλακιστεί από την τσαρική αστυνομία. Ένας χρόνος στη φυλακή μαζί με τους συντρόφους του, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν απόφοιτοι πανεπιστημίων, ήταν αρκετός για να αντιληφθεί τις ελλείψεις στη μόρφωσή του. Από τη φυλακή ήδη άρχισε να διαβάζει κλασσική και σύγχρονή  ποίηση και λογοτεχνία. Στη φυλακή έκανε τις πρώτες ποιητικές του δοκιμές που όμως δεν τον άφησαν καθόλου ικανοποιημένο. Αποφυλακίστηκε και δεν εξορίστηκε λόγω του νεαρού της ηλικίας του.

Στα δεκαπέντε του χρόνια, πανύψηλος και σωματώδης έμοιαζε με πολύ μεγαλύτερο άντρα.  Αργότερα οι μελετητές του έργου του θα πουν ότι η σκαλωτή διάταξη των στίχων του θυμίζει τις τεράστιες δρασκελιές του και η ρωμαλέα πνοή τους τη  βροντερή, μπάσα φωνή του.

"(...) Σύντροφοι απόγονοι, ακούστε με καλά

εμέ τον αγκιτάτορα τον αρχιφωνακλά.

Εγώ, βουβαίνοντας της ποίησης τούς κελαρυστούς κρουνούς,

τα λυρικά τομίδια θα δρασκελίσω

κι ως ζωντανός προς ζωντανούς

θα σας μιλήσω. (...)

(Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι, Μ'όλη μου τη φωνή. Απόδοση :Γιάννης Ρίτσος)

Λίγα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, στα δεκαοχτώ του χρόνια, έγινε σπουδαστής της σχολής καλών τεχνών της Μόσχας. Μπήκε στον καινούργιο αυτό κόσμο των χρωμάτων και των σχημάτων αναζητώντας νέες ιδέες και τρόπους, αμφισβητώντας τις συμβατικές, ακαδημαϊκές μορφές τέχνης.

Στη σχολή καλών τεχνών γνώρισε τον Νταβίντ Μπουρλιούκ, ο οποίος τον εισήγαγε στους κύκλους των φουτουριστών και έγινε ο μέντοράς του. Ο φουτουρισμός, από την λατινική λέξη futurum (μέλλον), είναι ένα από τα πολλά λογοτεχνικά κινήματα που υπήρχαν στη Ρωσία στις αρχές του εικοστού αιώνα. Οι φουτουριστές, ή μελλοντιστές, υμνούσαν το μέλλον, την τεχνολογία και τον βιομηχανικό πολιτισμό ενώ συγχρόνως αντιδρούσαν έντονα σε καθετί που εκφράζει η τέχνη του παρελθόντος. Η έντονα ανατρεπτική τέχνη τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη ζωή. Οι τολμηροί πειραματισμοί τους είναι διάλογος με την εποχή τους που σκοπό είχε να προκαλέσει. Η εμφάνιση τους, τα ρούχα και τα ζωγραφισμένα τους πρόσωπα καθώς και οι σκανδαλώδεις δημόσιες εκδηλώσεις που διοργάνωναν είχαν πολύ συχνά επεισοδιακό χαρακτήρα και κατέληγαν σε καβγάδες.

Το κίνημα των κυβοφουτουριστών διακήρυττε ότι οι λέξεις έχουν αυταξία και δεν ακολουθούν τους κανόνες της γραμματικής και η ποίησή τους ήταν ένας κατασκευαστικός καταιγισμός καινούργιων λέξεων. Οι στίχοι  τους έφερναν στην ποίηση  τη γλώσσα του δρόμου και επιδίωκαν συνειδητά το έργο τους να αγγίζει το ευρύ κοινό. Ο ίδιος ο Μαγιακόβσκι υποστήριζε με φανατισμό ότι η τέχνη πρέπει να εξισωθεί με τη ζωή.

Από τη σχολή καλών τεχνών σύντομα τον απέβαλαν, τα χρώματα όμως παρέμειναν στην ποίησή  του δημιουργώντας παράξενες εικόνες και μια ποιητική γλώσσα, εντελώς καινούργια με τολμηρούς μορφικούς πειραματισμούς και ένταση που ξαφνιάζει.

"Τη σκέψη σας που νείρεται

πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας

σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές

σ'ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,

Εγώ θα την τσιγκλάω

επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου

φαρμακερός κι αγροίκος πάντα

ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου

Κι ουδέ σταγόνα γεροντικής ευγένειας.

Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας  τον κόσμο,

ωραίος τραβάω, τραβάω,

είκοσι δυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!...

Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.

Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

(...) (...)

Θέλετε -

Θα'μαι ακέραιος όλο κρέας, λυσσασμένος

-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός - θέλετε -

Θα' μαι η άχραντη ευγένεια

-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια.

(Σύγνεφο με παντελόνια. Απόδοση :Γιάννης Ρίτσος)

Το "Σύγνεφο με παντελόνια" αποτελείται από τέσσερα μέρη, τέσσερις κραυγές όπως έλεγε ο ίδιος ο Μαγιακόβσκι :"κάτω η αγάπη σας" "κάτω η τέχνη σας" "κάτω η θρησκεία σας" "κάτω το καθεστώς σας"

Στην προεπαναστατική περίοδο έγραψε σε διάφορα λογοτεχνικά είδη: λυρικά ποιήματα, την τραγωδία "Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι" αλλά και σατιρικούς στίχους. Ο ήρωας των ποιημάτων του είναι μόνος σε ένα κόσμο όπου όλα πωλούνται και αγοράζονται. Άφησε πίσω την προεπαναστατική περίοδο κραυγάζοντας τέσσερις φορές "κάτω" και υποδέχτηκε την επανάσταση με το ποίημα " Ωδή στην επανάσταση".

Αφιέρωσε το "Σύγνεφο με παντελόνια" στη Λιλή Μπρικ, παρόλο που το είχε γράψει για άλλη γυναίκα. Την Λιλή την ερωτεύτηκε παράφορα.

"Ο Βολόντια (Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι) δεν με ερωτεύτηκε απλώς. Αυτό που ένιωθε, έμοιαζε πιο πολύ με επίθεση. Με τρόμαζε η επιμονή του, το τεράστιο, κολοσσιαίο ύψος του, το ασυγκράτητο, αχαλίνωτο πάθος του, η απέραντη αγάπη του" (Λιλή Μπρικ "Αυτοβιογραφία")

 Η Λιλή ήταν παντρεμένη με τον Όσιμπ Μπρικ, αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να ζήσουν πολλά χρόνια μαζί, μια ζωή εκτός πλαισίων, πειραματική και πρωτοποριακή ακριβώς όπως και η ποίησή του. Ο Όσιμπ Μπρικ, άνθρωπος βαθιά καλλιεργημένος  επιμελήθηκε και εξέδωσε το "Σύγνεφο με παντελόνια", αφού οι στίχοι και το ποιητικό ύφος του Μαγιακόβσκι τον είχαν συγκλονίσει. Σ'αυτό το γεμάτο ιδέες σπίτι των Μπρικ γνώρισε πολλούς μουσικούς, ζωγράφους και ποιητές.

Το 1915 δύο χρόνια πριν την επανάσταση, η Λιλή και ο Όσιπ Μπρικ και ο Μαγιακόβσκι, μετακόμισαν στην πρωτεύουσα της ρωσικής αυτοκρατορίας, στην Αγία Πετρούπολη. Στην Αγία Πετρούπολη έζησαν δύο χρόνια και όταν το 1919 γύρισαν  από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα ο Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι ήταν ήδη γνωστός ποιητής.

Τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια οι ανάγκες της επανάστασης ήταν επιτακτικές. Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και της ξένης επέμβασης, από το 1919 μέχρι το 1921, δούλευε στα "παράθυρα σάτιρας ΡΟΣΤΑ" που ήταν το τμήμα για τα διαφωτιστικά πλακάτ του ρωσικού τηλεγραφικού πρακτορείου. Τα σατιρικά πλακάτ σκοπό είχαν να υποστηρίξουν τη νεαρή Σοβιετική δημοκρατία, να διαφωτίσουν το λαό αλλά και να κοροϊδέψουν τους εχθρούς της επανάστασης.

Ο Μαγιακόβσκι με απλοϊκούς στίχους εκλαϊκεύει τους σκοπούς της επανάστασης και για μια ακόμη φορά πειραματίζεται και πρωτοπορεί. Συνεργάζεται με τον φωτογράφο και γραφίστα Αλεξάντρ Ρόντσενκο. Ο Ρόντσενκο επινοεί τις φόρμες και τις εικόνες ενώ ο Μαγιακόβσκι τις σύντομες λεζάντες που απομνημονεύονται εύκολα και γρήγορα. Μαζί δημιουργούν διαφωτιστικά πλακάτ που είναι φωτομοντάζ, μωσαϊκό με εικόνες τα οποία αναρτούνται στους σταθμούς των τρένων, στους δρόμους και τις πλατείες, στις προθήκες των καταστημάτων, στα τρένα και στα πλοία.

Ο κινηματογράφος ήταν το θαύμα της εποχής του μοντερνισμού και ο Μαγιακόβσκι λάτρευε την τεχνολογία και καθετί νέο και πρωτοποριακό. Ο Μαγιακόβσκι, αυτός ο φωνακλάς ποιητής που δεν του παράβγαινε κανένας στην απαγγελία, γοητεύτηκε από το βουβό κινηματογράφο. "Για σας ο κινηματογράφος είναι απλώς ένα θέαμα, αλλά για μένα είναι κοσμοθεωρία". Έγραψε σενάρια και πρωταγωνίστησε σε αρκετές ταινίες, από τις οποίες σώζεται μόνο η ταινία "Η δεσποινίδα και ο αλήτης" (1918)

Λίγο πριν αυτοκτονήσει έγραψε τα θεατρικά έργα" Κοριός "(1928) και" Χαμάμ "(1929). Στην υπόθεσή τους με τρόπο μοναδικό και πρωτότυπο η φαντασία συνδιάζεται με την κοινωνική σάτιρα. Στα αλλόκοτα, συναρπαστικά και αστεία αυτά θεατρικά έργα ξεσκεπάζει και στηλιτεύει την υποκρισία, την προσποιητή εντιμότητα και τη μισητή του γραφειοκρατία.

Ο μετασχηματισμός της πραγματικότητας, οι πειραματισμοί αλλά και η εκτός πλαισίων ζωή του τον έκαναν διάσημο από πολύ νωρίς. Πειραματιζόταν, ερωτευόταν και απογοητευόταν με πάθος. Έζησε τη ζωή του στα άκρα και μετατράπηκε στο σιδερένιο ποιητή της επανάστασης μετά το θάνατό του. Έζησε όλη του τη ζωή με μια σφαίρα στην καρδιά, την ίδια εκείνη σφαίρα που κάρφωσε μόνος του στην καρδιά του στις 14 Απριλίου του 1930 στα 37 του χρόνια.

Ελένη Τσολιά






Αναρτήθηκε από:

Ελένη Τσολιά

Η Ελένη Τσολιά είναι απόφοιτος του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοβ. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα master of arts στη ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία καθώς και PhD στη θεωρητική και ιστορικό - συγκριτική γλωσσολογία. Από το 1993 διδάσκει τη ρωσική γλώσσα ως ξένη σε ιδιωτική σχολή ενώ παράλληλα ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας και κουλτούρας.