Δημοσιεύτηκε
Περί χιούμορ ο λόγος τον τελευταίο καιρό, με την ευκαιρία και της νέας -και ήδη απαγορευμένης- καμπάνιας του πολυκαταστήματος παιχνιδιών, που είτε λέμε το όνομά του είτε όχι λίγη σημασία έχει, μιας και κατάφερε να επιβληθεί χάρη στις παρωδίες λαϊκών ασμάτων.
Αφορμή πήρα να γράψω περί χιούμορ όχι μόνον ως φανατική οπαδός του είδους αλλά και επειδή αυτήν ακριβώς τη στιγμή, ό,τι κι αν λέτε μερικοί εδώ μέσα αλλά και εκεί έξω, η Μ.Χ.Φ. (Μικτή Χορωδία Φωταγωγού), αποτελούμενη από παιδιά, σκυλιά, γατιά, ίσως κι έναν παράφωνο παπαγάλο Αμαζονίου, τραγουδά με παλμό το πιο πρόσφατο άσμα της διαφήμισης ενώ ο έφηβος της παρέας, για να ολοκληρωθεί η περφόρμανς, ετοιμάζεται να χτυπήσει σαν άντρας (άντρας με d βαρύ κι ασήκωτο) την προέφηβη αδελφή του γιατί έχει ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί της (την άκουσα χθες να τον φωνάζει «μ…α», τ’ ορκίζομαι).
Η διαφήμιση πέτυχε, ζήτω ο διαφημιστής!
Όσο κι αν ενοχλούν οι ουρανομήκεις κραυγές εν ώρα κοινής ησυχίας, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι τα γειτονάκια μου ξέρουν να τιμούν και να αναπαράγουν πιστά το έτοιμο χιούμορ και, ίσως, να εκπαιδεύονται για να δημιουργήσουν και τα ίδια. Ποτέ κανείς δεν ξέρει από πού θα ξεπηδήσει η νέα γενιά διαφημιστών του Τζάμπο, κατάστημα προορισμένο να ζήσει περισσότερο από εμάς χάρη στις επιτυχημένες διαφημίσεις του.
Ο σύγχρονος Έλληνας είναι «καταδικασμένος» να συνεχίσει τη μακραίωνη παράδοση των ευκλεών προγόνων σε πολλούς τομείς, αν θέλει να επαίρεται ότι είναι απόγονός τους, διαφορετικά να παραδεχτεί ότι απλά ήταν τυχαίο το ότι γεννήθηκε σ’ αυτόν τον τόπο. Ένας από αυτούς τους τομείς είναι το χιούμορ, που μπορεί να μην τεκμηριώνεται ότι ως λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα, όπως πολλοί επιμένουν για καθαρά δικούς τους λόγους, αλλά σίγουρα είναι η κατάλληλη για να αποτυπώσει τον τρόπο με τον οποίο οι περί ων ο λόγος πρόγονοι αντιμετώπιζαν τις καταστάσεις της ζωής.
Η κωμωδία, σε όλες τις φάσεις της, είναι αδιάψευστος μάρτυρας, ως σημαντικό μέσο πολιτικής και κοινωνικής κριτικής. Υπάρχει και πλήθος άλλων μαρτυριών για την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων, διανθισμένες με ατάκες γεμάτες πνεύμα. Σχεδόν όλοι οι «μεγάλοι», ποιητές, φιλόσοφοι, επιστήμονες, πολιτικοί, διακρίνονταν για το χιούμορ τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο φιλόσοφος Δημόκριτος που έφερε το παρανόμι Γελασίνος, λόγω του ότι συνεχώς γελούσε και διασκέδαζε.
Ο κυνικός φιλόσοφος Δημώναξ, που λέγεται ότι η φιλοσοφική του θεωρία ότι πραγματικά ελεύθερος και ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που έχει απαλλαγεί από την ελπίδα και τον φόβο («Μόνον ευδαίμονα έφη τον ελεύθερον, εκείνον νομίζω το μήτε ελπίζοντά τι μήτε δεδιότα») ενέπνευσε το γνωστό επίγραμμα στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη, ήταν ένας από τους πιο ιλαρούς φιλοσόφους. Έχαιρε, όμως, μεγάλης κοινωνικής αναγνώρισης, όπως γράφει ο Λουκιανός στον Βίο του, παρά το ότι τον χαρακτήριζε φαιδρότητα και ελευθεροστομία καθώς και έλλειψη σεβασμού προς τους θεούς και τις λατρείες τους, στάση για την οποία κατηγορήθηκε ως άθεος. Μάλιστα, κυκλοφορούσαν διάφορα «ανέκδοτα» γι αυτόν, περιστατικά αστεία στα οποία είχε πρωταγωνιστήσει.
Εξίσου πολλές αστείες ιστορίες υπάρχουν για αρκετούς άλλους, με πρώτο τον Διογένη τον κυνικό, τον γιατρό Ιπποκράτη, τον Θαλή, τον Αρίστιππο, τον Αριστοτέλη, τους Σπαρτιάτες βασιλείς, τον Φίλιππο τον Μακεδόνα. Όλοι, επιφανείς ή απλοί άνθρωποι του λαού και προερχόμενοι από οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα της εποχής, με κεντρικό σύνθημα «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος» προσπαθούσαν να ζήσουν την κάθε μέρα με γέλιο και χαρά, αναδείκνυαν τη φαιδρή πλευρά της καθημερινότητας, αναγνωρίζοντας την αξία του χιούμορ ως βασικό συστατικό της καλής ζωής.
Καθόλου τυχαίο και το ότι οι σύγχρονοι πολιτικοί παγκοσμίως, προσπαθούν να εντάξουν το χιούμορ στον κώδικα επικοινωνίας τους με τους ψηφοφόρους τους, συχνά με παταγώδη αποτυχία, καθότι ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν την ικανότητα να το δημιουργήσουν και επαφίενται στις έτοιμες λύσεις που τους δίνουν τα επιτελεία τους.
Από μια σπάνια εύνοια της τύχης αξιώθηκα να γνωρίσω πολλούς (και πολύ) αξιόλογους ανθρώπους. Κοινό γνώρισμα όλων ανεξαιρέτως μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ και ικανότητα αυτοσαρκασμού. Μάλιστα, λέγεται ότι έχει αποδειχθεί και επιστημονικά ότι οι άνθρωποι με χιούμορ είναι άτομα υψηλής ευφυΐας.
Κάντε χιούμορ και όχι πόλεμο, λοιπόν. Η σοβαρότητα με τη σοβαροφάνεια είναι μακρινές συγγένισσες που, μάλιστα, βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Το μονίμως συνοφρυωμένο πρόσωπο δεν προσδίδει κύρος και αξία αλλά, αντιθέτως, προκαλεί αντιπάθεια.
Υπάρχουν και κάποιοι κανόνες, όμως, που θα πρέπει να σεβόμαστε όλοι:
α) Μακριά από πολύ ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα.
β) Δεν θίγουμε την εμφάνιση των συνανθρώπων μας ούτε το μορφωτικό τους επίπεδο. Η πρωταγωνίστρια της επίμαχης διαφήμισης, για παράδειγμα, έχει γίνει αντικείμενο χλευασμού επειδή δεν είχε την ευκαιρία να μάθει σωστά ελληνικά (και όχι επειδή δεν είναι έξυπνη) αλλά οι περισσότεροι από τους έξυπνους και μορφωμένους που τη χλεύασαν της ακούμπησαν στα πόδια πολύ χρήμα.
γ) Να είμαστε πάντοτε έτοιμοι να γίνουμε αντικείμενο διακωμώδησης, από τους άλλους αλλά και από τον εαυτό μας και να το δεχτούμε με ψυχραιμία και, με τι άλλο;, χιούμορ.
δ) Η βωμολοχία χάνει στα σημεία από την ευφυή ατάκα.
ε) Ποτέ να μην υπάρχει κακή πρόθεση. Αυτό γίνεται φανερό όταν ο αστεϊσμός είναι πνευματώδης και δεν θίγει ευαίσθητα προσωπικά ζητήματα. Η γραμμή που καλούμαστε να ΜΗΝ υπερβούμε είναι πολύ λεπτή και χρειάζεται προσοχή.
στ) Last but not least, που έλεγαν και οι αρχαίοι μας, να μην καταφεύγουμε σε έτοιμα, χιλιομασημένα κλισέ, φράσεις του συρμού, αλλά να επιστρατεύουμε τη φαντασία μας για παραγωγή πρωτότυπου “υλικού”. Πώς αλλιώς θα γίνουμε διαφημιστές του Τζάμπο; Ε; Πώς;