Δημοσιεύτηκε
Η λέξη ντάτσα συχνά μένει αμετάφραστη στα ελληνικά και έχει συμπεριληφθεί στο ερμηνευτικό λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη με την ερμηνεία "ρωσική εξοχική κατοικία ή έπαυλη"
Η ιστορία της λέξης αυτής μας οδηγεί στη Ρωσία του 18ου αιώνα. Μετά από διαταγή του τσάρου Πέτρου Α', στη Βαλτική θάλασσα ιδρύθηκε η Αγία Πετρούπολη, η καινούργια αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Η πανέμορφη αυτή πόλη κτίστηκε εκ του μηδενός σε ελώδεις περιοχές πάνω σε μικρά νησιά που ανάμεσα τους ρέουν ποτάμια. Τα περίχωρα της καινούργιας πρωτεύουσας έπρεπε να εξωραϊστούν και οι βάλτοι, που παρεμπόδιζαν την κυκλοφορία και συχνά προκαλούσαν επιδημίες ελονοσίας, έπρεπε να αποξηρανθούν. Το σχέδιο του τσάρου ήταν απλό και αποτελεσματικό. Σύμφωνα με το διάταγμα, ο τσάρος παραχωρούσε γη στους αξιωματούχους του κράτους όπου θα έκτιζαν εξοχικές κατοικίες κοντά στην πόλη και θα καλλιεργούσαν κήπους και περιβόλια. Η λέξη που συναντάται στο διάταγμα του τσάρου Πέτρου Α' είναι даровать (ντάροβατ - δωρίζω) και το ουσιαστικό дача (ντάτσα-δώρο).
Αυτός είναι και ο λόγος που στη σύγχρονη ρωσική γλώσσα η λέξη ντάτσα (дача) έχει την ίδια ρίζα με λέξεις όπως το ρήμα δίνω (давать), και το ουσιαστικό сдача (ρέστα) κ. α.
Στόχος του τσάρου ήταν να εξωραιστούν τα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης, αλλά και να στεριώσει η νέα αυτοκρατορική πρωτεύουσα προσελκύοντας όλο και περισσότερους κατοίκους. Μετέπειτα, την πολιτική αυτή της παραχώρησης γαιών ακολούθησαν και άλλοι τσάροι για να πετύχουν τον εξωραϊσμό πολλών περιοχών της αχανούς αυτοκρατορίας.
Οι αξιωματούχοι του κράτους και οι προνομιούχοι κατέφευγαν στα εξοχικά αυτά σπίτια για να αποφύγουν τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού και την πνιγηρή ατμόσφαιρα της πόλης.
"Στο δρόμο έκανε τρομερή ζέστη, πνιγόσουν, πολυκοσμία, ασβέστης, τούβλα, σκόνη και εκείνη η ιδιαίτερη, χαρακτηριστική καλοκαιρινή βρώμα, που την ξέρει καλά ο κάθε κάτοικος της Πετρούπολης που δεν έχει τα μέσα να νοικιάσει ντάτσα"
(Φ. Μ. Ντοστογιέβσκι Έγκλημα και τιμωρία.)
Από το 19ο αιώνα η ντάτσα έπαψε να αποτελεί προνόμιο της αριστοκρατίας αφού και άνθρωποι από άλλα κοινωνικά στρώματα άρχισαν να αποκτούν τις δικές τους αγροικίες ή να ενοικιάζουν για τους καλοκαιρινούς μήνες. Από τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα έχουμε περιγραφές όχι μόνο των αγροκτημάτων και των εξοχικών αυτών κατοικιών αλλά και εξαιρετικές περιγραφές της ζωής στα αγροκτήματα αυτά με τους περιπάτους στην εξοχή, τις συναναστροφές,τις συζητήσεις και τα πικνίκ με τσάι από το σαμοβάρι.
Ο Λέων Τολστόι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο αγρόκτημα που κληρονόμησε από τη μητέρα του. Στη Μόσχα μετακόμιζε μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα για τις ανάγκες της οικογένειας του. Το αγρόκτημα του, η Γιάσναγια Πολιάνα, ήταν για αυτόν η Ρωσία ολόκληρη. Ο ίδιος είχε πει ότι μόνο μέσα από την Γιασναγια Πολιάνα ένιωθε και καταλάβαινε τη Ρωσία,αλλά και τον εαυτό του. Ζήτησε να ταφεί στη γη που αγάπησε βαθιά, για αυτό και ο τάφος του βρίσκεται εδώ, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, μόνος μέσα στο δάσος.
Αλλά και ο Αντόν Τσέχοβ αγαπούσε την ντάτσα του στην περιοχή Μέλιχοβο, έξω από τη Μόσχα. Εκεί δούλευε στον κήπο του και όπως όλοι έλεγαν είχε ταλέντο στην κηπουρική. Στον κήπο του ηρεμούσε, παρατηρούσε και ένιωθε τη σιωπηλή, αόρατη ζωή, τον αιώνιο κύκλο της ζωής, διακρίνοντας το σημαντικό και το αιώνιο.
Η ντάτσα αγαπήθηκε πολύ από τους ανθρώπους της πόλης που το καλοκαίρι εγκαταλείπουν την πνιγηρή ατμόσφαιρα της πόλης για να πάνε στην ντάτσα, στην εξοχή. Η ντάτσα πολύ συχνά έχει μόνο τα απολύτως απαραίτητα, έχει όμως πάντα κήπο ή περιβόλι όπου η οικογένεια συχνά καλλιεργεί λαχανικά και φρούτα και μπορεί να απολαύσει την επαφή με τη φύση, την ευωδιά των ανθισμένων λουλουδιών, τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά από το δικό της κήπο,αλλά και μικρές εκδρομές στο δάσος για να μαζέψουν μούρα και μανιτάρια, τα οποία μετά θα συντηρήσουν για το χειμώνα.
Η ντάτσα είναι συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο ρωσικό τρόπο ζωής στην εξοχή, πράγμα που σημαίνει ότι το βιωματικό περιεχόμενο αυτής της λέξης, οι βιωμένες δηλαδή εμπειρίες των ομιλητών προσδίδουν στη λέξη ντάτσα ένα εντελώς συγκεκριμένο συναισθηματικό περιεχόμενο και βάρος που δεν αποδίδεται με τις λέξεις "εξοχική έπαυλη" ή "εξοχική κατοικία".