Δημοσιεύτηκε
Η Λέλα Κλεάνθους ήταν φανερά ικανοποιημένη και το έδειχνε. Στην έκθεσή της είχε έρθει όλη η κοσμική Αθήνα. Την είχαν τιμήσει πολιτικοί, λογοτέχνες, επιχειρηματίες ακόμη και κάποιος διεθνής μπασκετμπολίστας που ξεχώριζε ένα κεφάλι πάνω από τον κόσμο. Οι περισσότεροι ήθελαν απλώς να φωτογραφηθούν για να βρίσκονται την επόμενη μέρα σε ιστοσελίδες, εφημερίδες και κουτσομπολίστικα περιοδικά. Άλλωστε σε τέτοιες περιπτώσεις το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ συμφύρεται με το κοσμικό. Δεν έλειπαν όμως και οι πραγματικοί φιλότεχνοι.
Όλη η προηγούμενη εβδομάδα είχε κυλήσει μέσα στα νεύρα. Τσακώνονταν με τον εργολάβο και τα μαστόρια του που είχαν αναλάβει να διαμορφώσουν την αίθουσα. Τελειομανής όπως πάντα απαίτησε από τον γκαλερίστα να διαμορφώσει την αίθουσα όπως εκείνη ήθελε. Οι καημένοι οι τεχνίτες υπέμειναν ατελείωτες παρατηρήσεις για τις χρωματικές αποχρώσεις και τα φώτα, ενώ άκουσαν τα σχολιανά τους για τις καθυστερήσεις τους, «όλα τελευταία στιγμή, γαμώ την χώρα μου», ούρλιαζε στους δόλιους τους συνεργάτες της.
Το άγχος, πάντα αναμενόμενο πριν τα εγκαίνια, ήταν κάπως αυξημένο γιατί τώρα επιχειρούσε μια στροφή στην αναπαραστατική γλυπτική. Είχε κάνει όνομα στο χώρο των πλαστικών τεχνών με τολμηρά γλυπτά και εγκαταστάσεις. Υπηρετούσε με συνέπεια την αφαίρεση και συνδύαζε ποικίλα και ετερόκλητα υλικά σε έργα που την καθιέρωσαν στην Ελλάδα, αλλά και σε εκθέσεις του εξωτερικού. Το αισθητήριό της όμως διέγνωσε μια κούραση του κοινού από τις δυσνόητες κατασκευές και δημιούργησε μια σειρά γλυπτών με πιο κλασικές αναφορές.
Τώρα οι προσφωνήσεις και οι ευχαριστίες είχαν τελειώσει και το πλήθος τριγυρνούσε με ένα ποτήρι στο χέρι από έκθεμα σε έκθεμα. Σχολίαζαν χαμηλόφωνα τα εκθέματα και συστήνονταν λίγο δυνατότερα. Η αναπαραστατική γλυπτική φαίνεται ότι άρεσε. Οι πιο πολλοί ήταν άσχετοι με την τέχνη και στεκόταν αμήχανοι μπροστά σε μοντέρνα, «ακαταλαβίστικα» έργα. Αυτά όμως ήταν αρκετά κατανοητά και ξεθάρρευαν να εκφέρουν δημόσια τη γνώμη τους.
Καθώς περνούσε η ώρα δύο γλυπτά φαίνεται να τράβηξαν την προσοχή του κοινού. Αν και ήταν τοποθετημένα σε όχι και τόσο προνομιακή θέση, γρήγορα συγκέντρωσαν ένα μικρό πλήθος γύρω τους. Το πρώτο ήταν ένα σύμπλεγμα ερωτευμένων στο οποίο η Λέλα είχε δώσει τον μάλλον γλυκανάτο τίτλο «Άγγιγμα ζωής». Το δεύτερο ήταν ένα πεισιθάνατο έργο με μια ηλικιωμένη με σκυμμένο το κεφάλι και τα μάτια κλειστά. Αυτό λεγόταν «Τελευταίος σταθμός».
Περιέργως μπροστά στα έργα αυτά επικρατούσε μεγαλύτερη ησυχία. Λίγοι σχολίαζαν και οι περισσότεροι το έκαναν μιλώντας ψιθυριστά στους συνοδούς τους. Οι περισσότεροι έγερναν τον κορμό τους να τα δουν από το πλάι και μετά πάλι κατά μέτωπο. Μερικοί έσκυβαν διακριτικά κατεβάζοντας τα γυαλιά στη μύτη τους για να δουν καλύτερα. Οι φωτορεπόρτερ τα φωτογράφιζαν από κάθε γωνία.
Η Λέλα Κλεάνθους ήταν πολύ απασχολημένη με τους επιφανείς καλεσμένους της. Στεκόταν μπροστά στον μπουφέ ανταλλάσσοντας τις φιλοφρονήσεις και τις ανθοδέσμες με αγκαλιές και ευχαριστίες. Την ιδιαίτερη κίνηση μπροστά στα δύο γλυπτά την πρόσεξε ένας από τους συνεργάτες της και περίεργος πλησίασε να δει. Παραμέρισε με ευγένεια τον κόσμο μπροστά από το «Άγγιγμα ζωής» και γρήγορα κατάλαβε. Στο πλάι του έργου ήταν παρατημένο ένα κινητό τηλέφωνο. Κάποιος το είχε ακουμπήσει στον μηρό του άνδρα. Είχε πιτσίλες από μπογιές και σκόνες από ασβέστη. Υποψιασμένος μετακινήθηκε στον «Τελευταίο σταθμό». Στην ποδιά της ηλικιωμένης υπήρχε ένα ρολόι με μεταλλική καδένα ταλαιπωρημένο κι αυτό από ασβέστες.
Αμήχανος κινήθηκε γρήγορα προς την καλλιτέχνη, την απομόνωσε με ευγένεια και της ψιθύρισε τα καθέκαστα στο αυτί. Η Λέλα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς τα γλυπτά. Παραμέρισε τον κόσμο και έξαλλη πήρε το ρολόι και το κινητό τηλέφωνο. Με τον θυμό στα μάτια διέσχισε την αίθουσα και μπήκε στο γραφείο για να τα αφήσει. Ο κόσμος την κοιτούσε έκπληκτος, ενώ αυτή κατέβασε δύο ποτήρια κρασί από την ταραχή της.
Την επομένη δεν είχε την υπομονή να περιμένει τον συνεργάτη της να φέρει τις εφημερίδες. Άνοιξε την ιστοσελίδα μιας μεγάλης εφημερίδας και έψαξε για το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Τη στήλη των εικαστικών κρατούσε μια φαρμακόγλωσση ψηλομύτα που είχε κάνει όνομα με τα δηλητηριώδη σχόλιά της για τους φορμαλιστές καλλιτέχνες. Είχε το άγχος να δει τι θα γράψει, γιατί αυτή κανοναρχούσε τη γνώμη πολλών δημοσιογράφων του χώρου. Γρήγορα προσπέρασε τα τυπικά και διάβασε το ζουμί:
«…κάνοντας αυτή τη στροφή η Λέλα Κλεάνθους έδωσε ένα πολλαπλό μήνυμα σε κάθε κατεύθυνση. Υποστήριξε τη στροφή στην αναπαραστατική τέχνη ως μια επιστροφή στην απλότητα και την αθωότητα. Ευχάριστο ξάφνιασμα για όλους ήταν το χάπενιγκ με το κινητό και το ρολόι. Ευφάνταστη όπως πάντα είχε φροντίσει να αφήσει το κινητό της τηλέφωνο δίπλα στους ερωτευμένους του έργου «Άγγιγμα ζωής». Άφησε επίσης το ρολόι της μπροστά την ηλικιωμένη του γλυπτού «Τελευταίος σταθμός». Για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την κτήτορα των αντικειμένων, αυτά ήταν πασπαλισμένα με χρώμα και σκόνη από τα γλυπτά. Σε μια κίνηση όλη οργή η Λέλα Κλεάνθους μπήκε ανάμεσα στο πλήθος και αφαίρεσε τα έργα. Αφαίρεσε την σύγχρονη τεχνολογία που με το πρόσχημα της επικοινωνίας αποξενώνει τους ανθρώπους. Αφαίρεσε την βασανιστική καταμέτρηση του χρόνου που κάνει το ρολόι, χαρίζοντας αθανασία στα γλυπτά και τους ανθρώπους. Η Λέλα Κλεάνθους δίνει το σύνθημα της στροφής…»
Τα υπόλοιπα σάιτ κινούνταν στο ίδιο ύφος. Άλλα με αβεβαιότητα, άλλα με σιγουριά έγραφαν για το χάπενιγκ της πρωτοποριακής Λέλας. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της. Το νούμερο τής ήταν άγνωστο. Μια αντρική φωνή τής ζήτησε ευγενικά συγνώμη.
«Κυρία Λέλα συγνώμη για την ώρα, το νούμερό σας το πήρα από το αφεντικό. Είμαι ελαιοχρωματιστής και άφησα κάπου στο μαγαζί σας το κινητό μου και το ρολόι μου. Ελπίζω να τα βρήκατε και να μην δημιουργήθηκε πρόβλημα. Πότε μπορώ να περάσω για να τα πάρω;»
«Περάστε, αλλά δε θα τα πάρετε. Θέλω να τα αγοράσω».
«Τι να τα κάνετε κυρία Λέλα; Παλιά είναι, αλλά στο κινητό έχω τις επαφές μου».
«Τις επαφές σας θα τις αντιγράψετε. Χίλια ευρώ και για τα δύο είναι μια τιμή που σας ικανοποιεί;»