ΓΥΦΤΙΕΣ -  του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καλά. Και συνεχίστηκε ακόμη χειρότερα. Τώρα οδηγούσε απότομα στους φιδογυριστούς δρόμους της νότιας Κρήτης. Αν και καλοκαίρι είχε πια βραδιάσει και ο ανύπαρκτος φωτισμός δυσκόλευε την οδήγηση. Πού και πού βλαστημούσε τους τουρίστες που με τα ενοικιαστικά τους οδηγούσαν «σαν χελώνες». Το τιμόνι του γινόταν ακόμη πιο νευρικό, όταν έπιανε το κινητό και μιλούσε με τον Μιχάλη.

Η γκαντεμιά είχε αρχίσει νωρίς το πρωί. Βγήκε στη βεράντα για πρωινό καφέ και τους είδε. Πάλι αυτοί! Στο παρκάκι! Το σπίτι το είχε χτίσει απέναντι από το πάρκο για να έχει άπλα και να βλέπει το πράσινο. Το πράσινο. Όχι τις μάπες τους.

Οι γύφτοι είχαν τσαντιρώσει ακόμη μια φορά στα γρασίδια. Μια τα καλάθια, μια οι γλάστρες, μια τα χαλιά, έφερναν τις ελεεινές τους κλούβες και πάρκαραν εδώ. Σταματούσαν τα μεσημέρια για να φάνε και να αποφύγουν τη ζέστη. Άραζαν και τα βράδια για ύπνο. Άπλωναν μεγάλες χαρτόκουτες στο γρασίδι, έριχναν ένα κατωσέντονο και κοιμόταν του καλού καιρού. Διαολιζόταν ο Χρόνης και μουρμούραγε στη γυναίκα του:

  • Μα ολόκληρη Κρήτη, εδώ βρίσκουν και κάθονται; Και να πεις ότι έχουμε τα πολλά τα στρέμματα. Το παρκάκι είναι μικρό. Όλο τον χώρο πιάνουν. Πού να πλησιάσει κανονικός άνθρωπος;

Η Στασούλα προσπάθησε ακόμη μια φορά να τον καλμάρει:

  • Ε, δε μας κλέβουν και τον ήλιο, χριστιανέ μου. Τρώνε και κοιμούνται. Θα φάνε, θα πιουν, θα ξεκουραστούν και θα φύγουν.
  • Δεν μας κλέβουν τον ήλιο, Στασούλα. Τα κινητά μας κλέβουν. Και καλοκοιτάνε τα σπίτια μας να μπουκάρουν. Και άντε, να φάνε και να πιούνε. Τα σκουπίδια τους μου λες γιατί δεν τα μαζεύουν; Γιατί να ζούμε στο σκουπιδαριό τους; Δίπλα είναι ο κάδος. Αφού απλώνουν το χεράκι τους για να κλέβουν, γιατί δεν απλώνουν το χεράκι τους στον κάδο να πετάξουν τα σκατοσκουπίδια τους;

Η αλήθεια ήταν κάπου στη μέση. Κλοπές σημαντικές δεν είχαν ακουστεί στη γειτονιά. Οι τσιγγάνοι όμως ήταν ιδιαίτερα αμελείς με τα σκουπίδια τους. Τώρα βαριόταν, επίτηδες το κάνανε, πάντως σκόρπιζαν παντού λαδόκολλες από πιτόγυρα, συσκευασίες από κρουασάν και κουτάκια μπίρες. Με την προσωπική τους υγιεινή έκαναν μια μεγαλύτερη προσπάθεια. Αλλά κι αυτό θύμωνε ακόμη περισσότερο τον Χρόνη. Έκαναν την μπουγάδα τους στο παρκάκι και άπλωναν τα ρούχα τους στις τραμπάλες και στις κούνιες. Χώρια που σαπουνίζονταν μπροστά στον κόσμο μέσα σε πλαστικές σκάφες.

Ο Χρόνης τους είχε φέρει πολλές την αστυνομία για την παράνομη κατάληψη του χώρου. Η αστυνομία ερχόταν, μια τους έκανε παρατηρήσεις, μια τους έδιωχνε, μετά από λίγες μέρες πάλι τα ίδια. Ε, δεν τον συλλαμβάνεις εύκολα τον άλλον γιατί άπλωσε τα βρακιά του εκεί που δεν έπρεπε.

Άλλες φορές κατέβαινε ο ίδιος ο Χρόνης και διαπληκτιζόταν μαζί τους. Έπαιρνε μαζί του και δυο-τρεις γείτονες φίλους του και έπαιρναν τον νόμο πάνω τους. Όχι βέβαια βία, αλλά μπόλικη αγριάδα. Οι Ρομά πότε απολογούνταν, πότε απαντούσαν με ανάλογο ύφος. Από πίσω οι γυναίκες τους βλαστημούσαν ακατάληπτα και ένας χορός από ξυπόλητα παιδάκια μυξόκλαιγαν ή έσκαγαν στα γέλια αναλόγως την ηλικία.

Μια φορά αφαίρεσε τις βάνες από τις βρύσες, έβαλε και υδραυλικές τάπες να μην μπορούν να παίρνουν νερό, να ξεκουμπιστούν. «Ας μην έχει το πάρκο νερό, οι νοικοκυραίοι παίρνουν από τα σπίτια τους», σκέφτηκε. Ούτε αυτό έπιασε, οι γύφτοι βρήκαν τρόπο και έπαιρναν νερό από τις βάνες ποτίσματος.

Άλλη φορά έφερε την αστυνομία για παράνομο εμπόριο. Μαζί με το περιπολικό κατέβηκε κι ο Χρόνης να ενισχύσει το έργο των οργάνων.

  • Άδειες δεν έχετε, αποδείξεις δεν κόβετε, φόρους δεν πληρώνετε. Οι τίμιοι καταστηματάρχες κορόιδα είναι; Υπεράνω του νόμου είστε;

Η αστυνομία πήρε δύο από τους άντρες στο τμήμα, ο Θεός ξέρει τι είπανε και τι κάνανε. Τώρα πρόστιμα τους έβαλαν, παρατηρήσεις τους κάνανε, έβγαλαν καμία ψευτοάδεια, ο Χρόνης δεν ήξερε. Αυτό που ήξερε είναι ότι μια βδομάδα μετά αυτοί ξανάρθαν.

Μερικά βράδια ο Χρόνης έφερε το «εκατό» για διατάραξη της κοινής ησυχίας. Ήπιαν λίγο παραπάνω και έβαλαν τον Μάκη και τον Τερλέγκα στο τέρμα, στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου. Τι τα θες; Μόλις οι αστυνόμοι έστριβαν από τη γωνία, αυτοί χαμήλωναν την ένταση και το θέμα έληγε με απλή επίπληξη. «Μια χούντα μάς χρειάζεται», σχολίαζε ο Χρόνης.

Στο τέλος ακόμη και η αστυνομία αδιαφορούσε για τις τηλεφωνικές καταγγελίες του και ούτε που εμφανίζονταν. Ο ίδιος όμως περνούσε τον δρόμο απέναντι και συνέχιζε τους τσαμπουκάδες, πότε μόνος, πότε με τους γείτονες.

Έτσι και σήμερα. Μόλις τους είδε πάλι του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ήταν που ήταν ανήσυχος με την κόρη του, είδε και το «γυφταριό»! Η Βιβή έλειπε με τον καλό της σε διακοπές και ούτε στα τηλέφωνα απαντούσε. «Είπαμε να ξεσκάσει, όχι να μας σκάσει! Πού στο διάολο είναι; Πότε σκοπεύει να γυρίσει;» Με τα βλαστημίδια στο στόμα πήγε πάλι στις κλούβες και τους έκανε γενική ανακεφαλαίωση: Δεν έχετε άδειες, βρωμίζετε τον τόπο, κλέβετε τον κοσμάκη, απλώνετε τις μπουγάδες σας κ.τ.λ. Πάνω που ο καβγάς είχε ανάψει, άκουσε τη φωνή της γυναίκας του: «Χρόνη, έλα γρήγορα. Το παιδί…»

Τώρα, περασμένες δέκα το βράδυ, ούτε που θυμόταν τους Ρομά. Στο διπλανό κάθισμα είχε μουτρωμένη την κόρη του. Λίγη ώρα πιο πριν την είχε μαζέψει από το αστυνομικό τμήμα. Χρησιμοποίησε τις γνωριμίες του και την επιρροή του Μιχάλη, του δικηγόρου του, για να αποφύγουν τα αυτόφωρα. Απευθύνθηκε όλο νεύρα στην Βιβή:

  • Μα τι μαλακίες είναι αυτές; Τι κάνατε και σας μπαγλάρωσαν;
  • Τίποτε, βρε μπαμπά. Κατασκήνωση κάναμε. Απλή κατασκήνωση. Απλώς δεν επιτρεπόταν στην παραλία. Μας κάρφωσε ο ιδιοκτήτης του κάμπινγκ, ξέρεις τώρα, του χαλούσαμε την πελατεία.
  • Και τι μου τσαμπουνούσαν οι μπάτσοι για «παράνομο εμπόριο»;
  • Τι παράνομο εμπόριο, μπαμπά μου, φτιάχναμε χαϊμαλιά και βραχιολάκια και τα πουλούσαμε στους τουρίστες. Σιγά το έγκλημα. Τώρα που το σκέφτομαι στο κάρφωμα θα ήταν μέσα και οι μαγαζάτορες των σουβενίρ. Τι ξεφτίλες!
  • Οι μπάτσοι λένε ότι ενοχλούσατε τον κόσμο…
  • Κανέναν δεν ενοχλούσαμε. Τα βράδια βάζαμε λίγη μουσικούλα και οι χωριάτες τάχα δεν μπορούσαν να κοιμηθούν.

Πάνω στην ώρα τηλεφώνησε ο Μιχάλης. Ο Χρόνης του μίλησε έντονα:

  • Ρε Μιχάλη, τρελάθηκαν όλοι; Κλείνουν τα παιδιά του κόσμου μέσα για χαϊμαλιά και βραχιόλια; Στο μεσαίωνα ζούμε; Κι ύστερα τι παράνομη διανυκτέρευση και χαζομάρες; Δική τους είναι η θάλασσα; Στο σπίτι τους μπήκαν; Μέχρι και η μουσική τους ενόχλησε. Διακοπές έκαναν τα παιδιά, όχι μνημόσυνο. Κι ύστερα θέλουν και τουρισμό οι γύφτοι! Χούντα έχουμε;

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου






Αναρτήθηκε από:

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου