Δημοσιεύτηκε
- Σήκωσε λίγο τα ποδαράκια σου, πασά μου, δε θα πάθεις τίποτα.
- Αμάν ρε μάνα μ’ αυτή την ηλεκτρική κάθε Σάββατο!
- Δεν το ξέραμε να σου πάρουμε και την άδεια για το πότε θα βάζουμε σκούπα. Δε φτάνει που μου άπλωσες τις φωτογραφίες σε όλο το σαλόνι. Άμα μπει κανάς άνθρωπος, αχούρι θα το βρει το σπίτι!
- Ρε μάνα, είχες ποτέ μηχανή εσύ;
- Μηχανή;
- Να εδώ, είσαι πρώτη μούρη με μια κοπέλα.
Με την ηλεκτρική σκούπα να δουλεύει, γύρισε το κεφάλι να δει. Και είδε. Και θυμήθηκε. Μια Καθαροδευτέρα καμιά 25αριά χρόνια πριν. Κοριτσόπουλο πάνω σε μια 500άρα Καβασάκι με την Μυρτώ πισωκάβαλα. Πόζα δηλαδή. Μετά το ‘ΒΜΧ’ της παιδικής της ηλικίας ουδέποτε είχε δίτροχο, πόσο μάλλον μηχανή. Τάχαμου ξέγνοιαστες καβαλάρισσες με χαμόγελο πλατύ. Μόνο που το θυμήθηκε την έπιασαν τα διαόλια…
- Ε, μάνα δικό σου ήταν το μηχάνημα; Δε μας τα ‘λεγες αυτά. Ποια είναι η κοπελιά;
Έπιασε τον εαυτό της να κρατά το κοντάρι της σκούπας στο ίδιο σημείο του χαλιού. Επανήλθε στο σήμερα και ξέσπασε στον έφηβο γιο της:
- Δεν αφήνεις το χαζολόγημα κανακάρη μου, να πιάσεις κανένα βιβλίο για τη Δευτέρα; Αύριο Κυριακή θα τρέχετε με τον πατέρα σου στα γήπεδα. Άντε να καθαρίσω με την ησυχία μου.
Ο έφηβος αποσύρθηκε μουρμουρίζοντας στο δωμάτιό του για να βυθιστεί στο gaming και στο chating.
Η Στέλα έσβησε τη σκούπα και κάθισε στον διθέσιο καναπέ. Πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της και την κοίταξε πιο προσεκτικά.
«Ναι, ήταν Καθαροδευτέρα. Τα Σάββατα τότε δεν έβαζα ηλεκτρικές, ούτε φασίνες. Εκείνο το Σάββατο είχα φτιάξει ‘νες με γάλα’ και στρώθηκα στο διάβασμα. Είχα μπροστά μου ένα long weekend, που λένε και οι Άγγλοι, για να τελειώσω κάτι εργασίες με απειλητικές προθεσμίες. Δεν πρόλαβα να καθίσω και αλαφιάστηκα με το κουδούνι της πόρτας…
Και ξαφνικά …η Μυρτώ! Έκπληξη! Τότε δεν υπήρχαν ακόμη κινητά, τηλεφωνούσαμε στα καρτοτηλέφωνα και στα περίπτερα. Στον κακοφωτισμένο διάδρομο στεκόταν η παλιά μου συγκάτοικος. Αγκαλιές και φιλιά!
- Πού είσαι ρε θηρίο; Χαθήκαμε.
- Εκμεταλλεύτηκα το τριήμερο και σκέφτηκα να το περάσουμε μαζί. Σόρυ που δεν ειδοποίησα, αλλά είπα να το κάνω έκπληξη.
- Και πολύ καλά έκανες. Είχα μπαφιάσει στο διάβασμα και ήθελα παρέα.
Έπιασα ασυναίσθητα τη μύτη μου, μήπως μεγαλώσει σαν του Πινόκιο. Δεν ήθελα να φανεί ο απόλυτος αιφνιδιασμός. Η Μυρτώ λοιπόν! Η άσπονδη φίλη. Η κολλητή και ανταγωνίστρια. Η φίλη και το «αντίπαλον δέος». Είχαμε περάσει τέσσερα χρόνια μαζί στα Γιάννενα. Με γέλια και κλάματα, με συζητήσεις και ομηρικούς καβγάδες. Το alter ego και ο σπασμένος καθρέφτης μου. Πριν από δύο χρόνια η μία κατηφόρισε στην Αθήνα και τρύπωσε γρήγορα σε έναν εκδοτικό οίκο ως διορθώτρια. Η αφεντιά μου έμεινε στα Γιάννενα και πιάστηκε με ένα μεταπτυχιακό. Είχαμε ψιλοχαθεί, αλλά νάτηνε πάλι.
- Μην κλείνεις την πόρτα. Ανεβαίνει ο Θεόφιλος. Τακτοποιεί τη μηχανή κι έρχεται!
Ώσπου να τελειώσει η παλιά φιλενάδα τη φράση της, η πόρτα γέμισε από φαρδιούς ώμους και μακριά μαλλιά που έπεφταν σε ένα αντιανεμικό μπουφάν. Ο Θεόφιλος! Ο ίδιος ο Θεόφιλος! Αυτοπροσώπως. Μόνο που τώρα κρατούσε στον ώμο του ένα σακβουαγιάζ. Ο ίδιος!
- Τι κάνεις Στέλα;
Ο Θεόφιλος κατάλαβε την αμηχανία, είδε και το ανοιχτό στόμα. Χαμογέλασε και ρώτησε ευγενικά:
- Να περάσω;
‘Να περάσεις’, σκέφτηκα. ‘Και βέβαια να περάσεις. Να περάσεις μάτια μου να δούμε τι θα γίνουμε. Να περάσεις να δούμε τι άλλο μας επιφυλάσσει η μοίρα για αυτό το τριήμερο’.
Ξεπέρασα τον νταμπλά με συνήθεις περιποιήσεις (‘βγάλτε τα μπουφάν σας παιδιά, η τουαλέτα είναι δεξιά, θα φέρω πετσέτες’). Με τους φρέσκους νεσκαφέδες (‘Θεόφιλε, βάζεις γάλα;’) η Μυρτώ άρχισε τις εξηγήσεις:
- Είμαστε μαζί δυο μήνες. Καμιά φορά βρισκόμασταν με τα παιδιά από τη σχολή για καμιά μπυρίτσα, κανά καφέ. Βρεθήκαμε, ήρθαμε πιο κοντά, τώρα είμαστε σε σχέση.
‘Τώρα είμαστε σε σχέση’. Μη χέσω! Ρε, τι απλά που γίνονται τα πράγματα. ‘Καμιά μπυρίτσα, κανάς καφές’ και τώρα ‘είμαστε σε σχέση’. Κι εγώ που ξεροστάλιαζα τέσσερα χρόνια; Τον έβλεπα να τρώει στη λέσχη και μου κοβόταν εμένα η όρεξη. Βρισκόμασταν στο σπουδαστήριο και μπερδευόταν τα γράμματα στα βιβλία. Αυτός περπατούσε κι εμένα μου κοβόταν τα πόδια. Αυτός έπινε φραπέδες και εγώ έμενα ξάγρυπνη. Αυτός μιλούσε και μένα μου κοβόταν η φωνή. Και βέβαια ποτέ δεν του είπα τίποτε. Γιατί στο ζύγι έβρισκα πάντα τον εαυτό μου λειψό. Πώς να το πω; Ένιωθα λίγη. Μιλιά δεν έβγαλα, ούτε του έδειξα τίποτα. Από εγωισμό.
Τώρα η κυρα-φιλενάδα μου ‘είναι σε σχέση’ μαζί του κι εγώ πρέπει να τους φιλοξενήσω. Και η δικιά μου είχε τρελά κέφια. Σχεδίαζε Κούλουμα με τα όλα τους. Περάσαμε αρκετή ώρα του Σαββάτου στο σούπερ μάρκετ να προμηθευτούμε ούζα και μπύρες, να διαλέξουμε γαρίδες και θαλασσινά, να ψωνίσουμε σαλάτες, ελιές και χαλβάδες.
Την Κυριακή η αθεόφοβη πήρε μέχρι και χαρταετό: ‘Τον διάλεξα κόκκινο και μπλε, γιατί είμαστε Πανιώνιος’. Τι Πανιώνιος βρε σκατούλα, που δεν ξέρεις αν η μπάλα είναι στρογγυλή. Αλλά βλέπεις ο Θεόφιλος είναι Νεοσμυρνιώτης και τώρα ‘είμαστε Πανιώνιος’.
Καθαροδευτέρα αποφασίσαμε να πάμε ως την Δουρούτη, στα Πανεπιστήμια, για να μας πάει ο Θεόφιλος με την μηχανή. Πρώτα πήγε την Μυρτώ με τον χαρταετό της και μια σακούλα με τα ποτά. Μετά πήρε εμένα που κρατούσα τα φαγητά. Πόσες φορές δεν είχα ονειρευτεί να κάτσω πισωκάβαλα σε αυτή τη μηχανή! Και τώρα καθόμουνα. Ως φιλοξενούμενη όμως. Έκανα το ‘φανάρι’ της συγκατοίκου μου. Στη σύντομη διαδρομή τον μύριζα και ζαλιζόμουν. Τα μαλλιά που περίσσευαν από το κράνος με χάιδευαν. Μια μου ‘ρχόταν να τον φιλήσω, μια να τον λούσω με τις ταραμοσαλάτες και τις γαρίδες.
Στη Δουρούτη παρίστανα την χαρούμενη. Από την πρώτη μπύρα φτιαγμένη. Η ψυχή μου όμως ξινό τουρσί, το θάρρος μου χαλβάς, η διάθεσή μου σαλάτα. Η δικιά μου είχε φέρει και κασετόφωνο. Λόγω της ημέρας ξεπέρασε τις ροκιές και τα έντεχνα και ακούγαμε φρέσκα σουξέ του Μάκη: «Δεν κοιμάμαι τώρα πια τα βράδια». Έπιασα τον εαυτό μου να ταυτίζεται και να νταλκαδιάζει.
Η Μυρτώ επέμεινε να ποζάρουμε στη μηχανή. Τη φωτό την τράβηξε ο Θεόφιλος. Στο φόντο ο κόσμος χαζεύει τους χαρταετούς, ίσως και τον ‘Πανιώνιο’ ανάμεσά τους…»
…………………………………………………………………………………………………………………………
Η Στέλα δεν ξανάδε τον Θεόφιλο. Παντρεύτηκε στο νησί της, έκανε οικογένεια. Με τη Μυρτώ αραιώσανε και μετά χαθήκανε. Ούτε αυτή είναι με τον Θεόφιλο. Η Καβασάκι δε τις πήγε μακριά, ούτε τη μια, ούτε την άλλη. Τη Μυρτώ λίγες βόλτες ακόμη. Τη Στέλα εκείνα τα λίγα χιλιόμετρα ως τη Δουρούτη.
…………………………………………………………………………………………………………………………..
Η φασίνα του Σαββάτου την κούρασε. Έπεσε ξερή για τη μεσημεριανή σιέστα. Στο όνειρό της ήταν χαρταετός, κόκκινος και μπλε. Πέταγε λέει πάνω από τα Γιάννενα. Κι ο αετός είχε, αντί για ουρά, τα μαλλιά του Θεόφιλου να ανεμίζουν στον κρύο ηπειρώτικο Μάρτη. Κι ήταν η πιο όμορφη Καθαροδευτέρα της ζωής της. Χωρίς σαρακοστή, μόνο με Ανάσταση.