Δημοσιεύτηκε
Η Τζέννιφερ οδηγούσε με νεύρο και ταχύτητα. Στη διαδρομή από το Στάμφορντ ως το Νιουτάουν πατούσε κόρνες, έκανε ελιγμούς και δύσκολες προσπεράσεις. Όταν μπήκε στην μικρή πόλη, παραβίαζε στοπ και φανάρια. Στις διασταυρώσεις ο έλεγχος ήταν πιο πολύ ενστικτώδης, ευτυχώς ήξερε τους δρόμους σαν την παλάμη του χεριού της. Παρόλα αυτά τα τριάντα οκτώ μίλια (αυτά τα τόσο γνωστά τριάντα οκτώ μίλια) φαινόταν ατελείωτα καθώς τα δευτερόλεπτα κυλούσαν βασανιστικά αργά. Αν δεν έβρισκε κίνηση, ήθελε 45-50 λεπτά για να κάνει τη διαδρομή δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά. Σήμερα σίγουρα έσπασε κάθε ρεκόρ, αλλά κανείς δεν χρονομετρούσε αυτή την κούρσα, εκτός ίσως από τους παλμούς της ίδιας της της καρδιάς. Τώρα όμως, καθώς πλησίαζε, η κίνηση στη μικρή πόλη πύκνωσε και το επίμονο χτύπημα της κόρνας δε βοηθούσε.
Η μέρα είχε ξεκινήσει με γκρίνια. Κάποιο κακό πνεύμα της παιδικής ηλικίας είχε μπει στο ξερό κεφάλι της κόρης της και την ταλαιπωρούσε στο πρωινό ντύσιμο. Η Πέννυ επέμενε να φορέσει τις ροζ λαστιχένιες μπότες Χέλλοου Κίττυ που τις είχε κάνει δώρο η κολλητή της, η Γκρέις, και το κίτρινο αδιάβροχο της μεγαλύτερης αδελφής της.
- «Δες κορίτσι μου τις προβλέψεις για τον καιρό. Θα κάνει κρύο, αλλά δε θα βρέξει ούτε σταγόνα. Τι να τις κάνεις τις λαστιχένιες μπότες; Θα σε κοροϊδεύουν όλοι».
- «Δε με νοιάζει. Εγώ θέλω να τις δει η Γκρέις».
- «Πώς θα τρέχεις στην αυλή; Δε θα βρέχει, όλα τα παιδιά θα είναι έξω».
- «Θα τρέχω με τις μπότες».
- «Και το αδιάβροχο πάλι; Δε βλέπεις ότι σου είναι τεράστιο; Σαν φουστάνι σού είναι, η αδελφή σου είναι δεκατριών χρονών, πάει γυμνάσιο».
- «Κι εγώ είμαι επτά χρονών, δεν είμαι πια μικρή».
Τα πείσματα έγιναν κλάματα και τα δημητριακά παπάριασαν μέσα στο γάλα χωρίς να τα τρώει κανείς.
Στο τέλος η Πέννυ νίκησε. Μια πύρρειος νίκη βέβαια, γιατί στο αυτοκίνητο για το σχολείο είχε κολλήσει το κλαμένο μουτράκι της στο τζάμι και δε μιλούσε καθόλου. Πεισματωμένη βγήκε από το αμάξι χωρίς το συνηθισμένο φιλί, χωρίς ούτε ένα γεια. Η Τζέννιφερ έκανε αναστροφή και έφυγε αμέσως, σίγουρα θα αργούσε στη δουλειά.
Στο γραφείο έκατσε με κάποια ανακούφιση. Η μέρα είχε ξεκινήσει στραβά, αλλά τώρα έπινε ήδη τον καφέ της και αφοσιώθηκε στην οθόνη του υπολογιστή της για να ξεχάσει την ένταση του πρωινού.
Πριν όμως να συμπληρωθεί μια ώρα δουλειάς (ούτε δέκα δεν ήταν) είδε το ανήσυχο πρόσωπο του συναδέλφου της να σκύβει πάνω της:
- «Τζέννιφερ, κάτι συνέβη σε δημοτικό σχολείο του Νιουτάουν».
Σε πέντε λεπτά είχε ήδη κάτσει στο αυτοκίνητο και οδηγούσε τα τριάντα οκτώ μίλια. Στο ραδιόφωνο άκουσε τα υπόλοιπα: Κάποιος είχε εισβάλει στο Δημοτικό σχολείο του Σάντυ Χουκ στο Νιουτάουν και πυροβολούσε αδιακρίτως μαθητές και εκπαιδευτικούς. Αν και ήδη είχε περάσει μισή ώρα οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες. Υπήρχαν φόβοι για νεκρούς και τραυματίες. Στα επόμενα λεπτά τα νέα ήταν γλυκόπικρα. Ο δράστης είχε αυτοκτονήσει, αλλά στο μεταξύ υπήρξε απροσδιόριστος αριθμός θυμάτων.
Η Τζέννιφερ τώρα οδηγεί με μανία. Ο σύζυγος λείπει σε επαγγελματικό ταξίδι. Πήρε τηλέφωνο, αλλά η ίδια δεν είχε άλλο να του πει, παρά μόνο ότι τρέχει προς το σχολείο. Στο μεταξύ κάνει συνεχώς τηλέφωνα σε εκπαιδευτικούς, σε άλλες μαμάδες, σε γείτονες. Οι περισσότεροι δεν το σηκώνουν, οι δυο-τρεις που απάντησαν δεν ήξεραν τίποτε. Η τρελή αγωνία της πλέει σε μια πηχτή λίμνη ενοχών: Τι το ‘θελε να καβγαδίζει πρωινιάτικα με το παιδί για μπότες και αδιάβροχα; Ας έβαζε κάθε μέρα ό,τι ήθελε, μόνο να μην κρυώνει και να μην πεινάει. Ας της έδινε τουλάχιστον ένα φιλί πριν την αφήσει. Πόσο θα την καθυστερούσε από την δουλειά ένα φιλί; Πόσα δευτερόλεπτα κρατάει ένα φιλί, ακόμη και το πιο ζεστό και γλυκό φιλί της μάνας;
Κάποια στιγμή την σταμάτησαν τα μπλόκα. Ο αστυνομικός επιστράτευσε την υπομονή του για να πείσει την Τζέννιφερ ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει πιο πέρα, αν ήταν μητέρα θα περπατούσε ως το σημείο συγκέντρωσης των παιδιών. Με πόδια γυάλινα και καρδιά θρύψαλα περπατάει προς το σημείο που της υπέδειξαν. Είχε ήδη περάσει πάνω από μία ώρα και μάζευαν τα παιδιά που είχαν βρεθεί σώα περίπου εκατό μέτρα πιο πέρα. Τα ασθενοφόρα ούρλιαζαν και η αστυνομία πάσχιζε να ανοίξει δρόμο. Πλησιάζοντας είδε ένα τσούρμο παιδιά. Το σχολείο είχε πάνω από εξακόσιους μαθητές και ήταν νωρίς για μια ασφαλή καταμέτρηση. Σκάναρε με το βλέμμα της επίμονα, δεν είχε νόημα να ρωτάει. Εκεί «έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα», στην κυριολεξία όμως. Πέρασαν ένα-δύο-τρία λεπτά (ποιος ξέρει;) κατά τα οποία η Τζέννιφερ δεν έβλεπε τίποτε άλλο εκτός από μια θολή εικόνα από παιδιά. Σαν φλουταρισμένα πλάνα από κάμερα ασφαλείας. Άκουγε μόνο την ίδια της τη φωνή να φωνάζει το όνομα της Πέννυ, μια φωνή που ερχόταν από τα σωθικά της, από τα σωθικά της γης.
Τότε μια ευλογημένη στιγμή, ανάμεσα στην πηχτή άχρωμη θάλασσα ξεχώρισε ένα κίτρινο αδιάβροχο που κατέληγε σε ροζ μπότες Χέλλοου Κίττυ. Το επόμενο δευτερόλεπτο, ένα δευτερόλεπτο που ξεχώρισε ο Θεός από την εποχή της Δημιουργίας, είδε πάνω στο κίτρινο αδιάβροχο το τρομαγμένο πρόσωπο της Πέννυ.
Αγκαλιάστηκαν με κλάματα χαράς. Αγκαλιάστηκαν για πολλή ώρα. Αγκαλιάστηκαν για πάντα. Μόνο κάποια στιγμή η Πέννυ σήκωσε το μουτράκι της και είπε: «Μαμά, δε βρίσκω την Γκρέις».
Σημ: Στις 14 Δεκεμβρίου του 2012 ένοπλος εισέβαλε στο δημοτικό σχολείο Σάντι Χουκ, στο Νιουτάουν της πολιτείας Κονέκτικατ των ΗΠΑ, σκότωσε 20 μαθητές και 6 μέλη του διδακτικού προσωπικού και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Το περιστατικό προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον και αναζωπύρωσε στις ΗΠΑ τη συζήτηση για το νομικό καθεστώς της οπλοκατοχής. (πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)
Η Τζέννιφερ και η Πέννυ είναι πρόσωπα φανταστικά. Η επτάχρονη Γκρέις υπήρξε πραγματικό πρόσωπο και δυστυχώς ένα από τα θύματα.