Δημοσιεύτηκε
Τα έθιμα μπορούν να γίνουν πραγματικά κατανοητά μόνο μέσα από τις διαδρομές που διένυσαν και τις ζωές που έζησαν μέχρι να φτάσουν στις μέρες μας. Τα έθιμα είναι η μέθεξη, η ψυχική συνάντηση με τους μακρινούς προγόνους που φέρνουν μέχρι τις μέρες μας τις αντιλήψεις, τους φόβους και τις προσδοκίες τους.
Τα κάλαντα, που στα ρωσικά λέγονται коляда (κολιαντά) είναι έθιμο που έρχεται από την ειδωλολατρική αρχαιότητα. Ήταν συνδεδεμένο με την ολοκλήρωση του κύκλου του χρόνου και την αναμονή της Άνοιξης και του καινούργιου χρόνου. Η λέξη коляда είναι λατινικής προέλευσης και σημαίνει νεομηνία και είναι συνδεδεμένη με το χειμερινό ηλιοστάσιο, όταν το Δεκέμβριο παρατηρείται η μικρότερη μέρα και η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Στη Ρωσία, όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες χώρες, οι γιορτές αυτές είχαν σχέση με τη λατρεία του ήλιου. Στον ήλιο δινόταν θεϊκή υπόσταση, λατρευόταν ως πηγή της θερμότητας, του φωτός και της ζωής. Από τον ήλιο εξαρτάται η αλλαγή των εποχών, το λιώσιμο των πάγων, η αναγέννηση της φύσης και της ζωής, η εναλλαγή της μέρας και της νύχτας. Ήταν το σύμβολο της δημιουργικής δύναμης της φύσης, αυτός που καθοδηγούσε τον άνθρωπο για τις ώρες της ημέρας και για τις εποχές.
Πριν το δέκατο αιώνα, δηλαδή πριν τον εκχριστιανισμό των Ρώσων, μικροί και μεγάλοι μεταμφιέζονταν φορώντας δέρματα και μάσκες ζώων και κρατούσαν ομοιώματα του ήλιου. Έτσι μεταμφιεσμένοι γυρνούσαν στους δρόμους και από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας και χορεύοντας. Τα τραγούδια τους επευφημούσαν το νοικοκύρη του σπιτιού, εύχονταν τύχη στο σπιτικό και ζητούσαν φιλοδώρημα. Μεταμφιέζονταν σε τσιγγάνους και σε γέρους, τα αγόρια σε κορίτσια, τα κορίτσια σε αγόρια και είχαν όλοι μαζί τους διάφορα δοχεία για να προξενούν θόρυβο. Ήταν μια γιορτή με χαρακτήρα παγανιστικό που έμοιαζε περισσότερο με καρναβάλι και ήταν πλημμυρισμένη από το υπερφυσικό, το μαγικό στοιχείο μέσα στο οποίο ζούσαν οι άνθρωποι της υπαίθρου.
Αιώνες αργότερα, μετά τον εκχριστιανισμό των Ρώσων στο έθιμο αυτό δόθηκε καινούργιο χριστιανικό περιεχόμενο. Η μεταμφίεση θεωρήθηκε από την εκκλησία διαβολική, ειδωλολατρική συνήθεια. Οι καλαντιστές σταμάτησαν να μεταμφιέζονται συνέχισαν όμως τα μικρά παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας φαναράκια αναμμένα, τραγουδώντας εγκωμιαστικά τραγούδια για το σπίτι και τους νοικοκυραίους και αναγγέλοντας τη γέννηση του Χριστού.
Η ήσυχη, μετρημένη ζωή των απλών ανθρώπων αποκτούσε χρώματα και μουσική στις γιορτές, οι οποίες είχαν πάντα άμεση σχέση με τη γη, τη γεωργία, με τα ζώα,τη φύση και με και τον ήλιο.
Η πανανθρώπινη αυτή παράδοση που αναγγέλλει τη έλευση κάποιας χαρμόσυνης γιορτής μεταδίδεται με τη θέρμη και την αμεσότητα της φωνής των μικρών παιδιών. Οι καλοπροαίρετες ευχές των παιδιών, που αν και δεν αποδείχθηκε ποτέ ότι βοηθούν ή φέρνουν καλοτυχία, από τα αρχαία χρόνια είναι καλοδεχούμενες. Οι άνθρωποι από τα αρχαία χρόνια πίστευαν ότι το σκοτάδι πάντα παραχωρεί τη θέση του στο φως, και ότι την πιο μεγάλη, την πιο σκοτεινή νύχτα γεννιέται το φως.