Δημοσιεύτηκε
Όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός/ βγαίνει απ” τα πιο σφιγμένα χείλη./ Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά/ ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.
Χαράζει. Ο ύπνος δεν ήρθε απόψε. Ούτε τον περίμενα. Χάνεται κάθε νύχτα και περισσότερο. Τον τραβολογάνε οι θλίψεις της μέρας. Μα, δεν κοιμούνται ποτέ αυτές οι πουτάνες; Πρωί γεννιούνται, βράδυ κλαίνε. Κι όλο πεινάνε. Και ζητάνε να φτιάξω τύψεις κι ανησυχίες για να τις ταΐσω. Πού θα πάνε όλοι αυτοί που θ’ απολυθούν; Πώς θα ζήσουν; Πώς θα θρέψουν τα όνειρά τους; Ορθότερη διατύπωση: Πού θα πάΜε όλοι αυτοί που θ’ απολυθούΜε; Μεταλλαγμένοι. Οι πρώτοι άνθρωποι χωρίς ελπίδα. Βουβός αυτός ο πόλεμος. Απλώς περιμένεις τη σειρά σου να σε βρει η σφαίρα.
Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος/ η χαραυγή θα σε ξεκάνει./ Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά,/ κι έχει τον ήλιο τον αλάνη.
Μακάρι να έβλεπα τα σύνορα της κατάστασης. Να προσπαθούσα να ξεφύγω ένα τέτοιο χάραμα. Μετανάστης στο πουθενά. Εξόριστος στο τίποτα. Ένας λαθραίος με τους λαθραίους. Ένα τεράστιο «ΟΥΦ» που διαρκώς μεγαλώνει. Κι από τα μπαλκόνια αναστεναγμοί. Καημοί. Όταν σου κάνουν εφιάλτη το αύριο, πώς ν’ αντιδράσεις; Η επανάσταση είναι πλέον προσωπική υπόθεση. Κανείς δεν εμπιστεύεται τους αρχηγούς. Πολλοί μόνοι. Εδώ κι εκεί. Διάσπαρτοι. Μας αρκεί ένας ελεύθερος σκοπευτής – υπάλληλος της τρόικας- υπουργός- δερβέναγας. Γίναμε λαγοί. Κι οι λαγοί δε γίνονται κοπάδι.
Καινούρια μέρα, καινούριος ποταμός/ στις εκβολές του θα προσφέρει/ όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν/ κι όσα γι” αυτά κανείς δεν ξέρει.
Θυμάμαι τις μέρες τις «καλές». Που ήταν χθες. Ακούς τους παλιούς που λένε «τα χρόνια εκείνα» και σκέφτεσαι «ποια χρόνια; Εδώ μιλάμε ότι άλλαξαν όλα σε μήνες». Μας στέρησαν ακόμη και την αναπόληση. Την αναδρομή στο παρελθόν. Είμαστε η γενιά που αλλάξαμε αιώνα, χιλιετία και εαυτό. Κάναμε ποδαρικό σ’ αυτόν το νεοταξίτικο εφιάλτη και, ρε γαμώτο, δεν αντισταθήκαμε καθόλου. Αυτό με πειράζει περισσότερο. Ο μπουχεσισμός μου. Ο μπουχεσισμός μας. Ούτε ένα κιχ δε βγάλαμε. Γι’ αυτό δε με καταδέχεται ούτε ο ύπνος πια. Δίκιο έχει.
Πίσω απ” τους λόφους, πίσω απ” τα βλέφαρα/ υπάρχει τόπος και για σένα./ Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα,/ χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.
Θυμάμαι κάτι ροζ λευκώματα που κυκλοφορούσαν στο σχολείο. Είχαν και πεταλούδες. Σε μία σελίδα έγραφε «Αν δεν ήσουν αυτό που είσαι, τι θα ήθελες να ήσουν;». Τότε κάτι έγραφες. Τώρα; Ευτυχώς που δεν κυκλοφορούν λευκώματα. Ούτε ερωτήσεις κυκλοφορούν. Σιωπητήριο. Το μόνο πράγμα που αντανακλάται στην κόρη του ματιού μου, η σφαίρα που μου αναλογεί. Ξημέρωσε. Ώρα να πάω. Να περπατήσω στις όχθες της εβδομάδας. Παρ’ όλα αυτά…
ΥΓ: Το κείμενο από το ιστολόγιο του Kartesios, ενός καλού φίλου. Δυστυχώς, δεν υπάρχει πια το ιστολόγιο, όπως και ο ίδιος αποφάσισε να μην έχει παρουσία στα social.