Δημοσιεύτηκε
Ο άνθρωπος, όντας δέσμιος της μοίρας του, δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει την πορεία των γεγονότων. Η φορά τους είναι προκαθορισμένη και δεν επιδέχεται τροποποίησης. Το πεπρωμένο και η έλλειψη ελεύθερης επιλογής ήταν ένα από τα μείζονα θέματα της ρωσικής λογοτεχνίας των αρχών του 19ου αιώνα. Η ζωή παρουσιάζεται σαν το μοίρασμα της τράπουλας και ο άνθρωπος είναι ένας παίκτης που μπορεί να σταθεί τυχερός μπορεί και όχι καθώς όλα είναι τυχαία γεγονότα προκαθορισμένα από τη μοίρα. Στη δίνη του παιχνιδιού, η πραγματοποίηση του πιθανού και η συμμετοχή σε αυτό είναι στιγμές που ερεθίζουν τον παίκτη. Ο παίκτης νιώθει ότι προκαλεί την τύχη, την καλεί και τη δημιουργεί. Είναι η στιγμή που ο παίκτης οσμίζεται το πεπρωμένο του, το επιλέγει και το ακολουθεί με την ελπίδα ότι μπορεί να το επηρεάσει και να το διαφοροποιήσει.
Αυτός είναι ο μαγνήτης του παιχνιδιού· ο παίκτης αφήνεται σε αυτό επικαλείται την τύχη και αυτή αποφασίζει. Αυτός δεν είναι παρά ένα πιόνι που όμως μετέχει στο μεγάλο της μυστικό. Η ασυγκράτητη, ριψοκίνδυνη ορμή, η ηδονή του παιχνιδιού είναι η συμμετοχή στο μυστήριο του πεπρωμένου που υπερβαίνει τη λογική και δεν έχει άμεση σχέση με το χρήμα.
Ο Φ. Ντοστογιέβσκι στο μυθιστόρημά του "Ο παίκτης" χρησιμοποιεί τη ρουλέτα ως σύμβολο της ζωής και της ανθρώπινης μοίρας περιγράφοντας με μαεστρία τον εσωτερικό κόσμο, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του μανιώδη παίχτη που στον πυρετό του παιχνιδιού χάνει στη ρουλέτα ακόμα και τα συναισθήματά του για τη γυναίκα που αγαπά.
"Νομίζω πως περάσανε από τα χέρια μου ίσαμε τέσσερις χιλιάδες φλωρίνια σε μερικά λεπτά της ώρας. Θα έπρεπε λοιπόν τότε να φύγω, αλλά μέσα μου γεννήθηκε ένα παράξενο συναίσθημα κάτι σαν πρόκληση της μοίρας, κάτι σαν επιθυμία να της δώσω ένα χαστούκι, να της βγάλω τη γλώσσα μου. Έβαλα την πιο μεγάλη μίζα που επιτρεπόταν, τέσσερις χιλιάδες φλωρίνια, κι έχασα. Έπειτα, ερεθισμένος, έβγαλα όσα μου είχαν απομείνει και τα έβαλα στην ίδια πόστα και έχασα ξανά, έφυγα σαστισμένος. (...) (...) Ακούγοντας τη χασούρα μου, ο Γάλλος μοχθηρά, και μάλιστα με κακία, μου έκανε την παρατήρηση πως θα έπρεπε να είμαι πιο συνετός. Και δεν ξέρω για ποιο λόγο πρόσθεσε πως, μολονότι οι Ρώσοι παίζουν πολύ, όμως κατά τη γνώμη του ούτε να παίζουν είναι ικανοί.
"Εγώ νομίζω πως ίσα - ίσα η ρουλέτα μόνο για τους Ρώσους δημιουργήθηκε" είπα, κι όταν ο Γάλλος χαμογέλασε περιφρονητικά για την απάντησή μου, παρατήρησα πως σίγουρα η αλήθεια ήταν με το μέρος μου, γιατί κρίνοντας τους Ρώσους σαν παίκτες εγώ τους κατηγορώ περισσότερο παρά τους επαινώ, και συνεπώς μπορεί να με πιστεύει. "Αλλά πού στηρίζετε λοιπόν τη γνώμη σας;" ρώτησε ο Γάλλος. "Στο ότι μέσα στην καλλιέργεια των αρετών και της αξιοπρέπειας του πολιτισμένου ανθρώπου της Δύσης εισχώρησε ιστορικά και σχεδόν σαν κυριότερος παράγοντας η ικανότητα να αποκτήσει κάνεις κεφάλαια. Ενώ ο Ρώσος όχι μόνο δεν είναι ικανός να αποκτήσει κεφάλαια, αλλά και τα σπαταλά κάπως ασυλλόγιστα κι άσχημα. Μολαταύτα, κι εμείς οι Ρώσοι έχουμε επίσης ανάγκη από λεφτά ", πρόσθεσα," και κατά συνέπεια είμαστε πολύ ευχαριστημένοι και πολύ επιρρεπείς σε τέτοια μέσα όπως η ρουλέτα, όπου μπορεί κανείς να πλουτίσει ξαφνικά μέσα σε δύο ώρες, χωρίς να κοπιάσει. Αυτό πολύ μας τραβά, κι επειδή ίσα-ίσα παίζουμε χωρίς λογαριασμό, χωρίς κόπο, γι'αυτό και χάνουμε! "
"Αυτό εν μέρει είναι δίκαιο" παρατήρησε με αυταρέσκεια ο Γάλλος. "Όχι, δεν είναι δίκαιο, κι είναι ντροπή σας να εκφράζεστε έτσι για την πατρίδα σας" παρατήρησε αυστηρά και διδαχτικά ο στρατηγός. "Παρακαλώ" του απάντησα" μα την πίστη μου, ακόμα δεν είναι γνωστό ποιο είναι το πιο ποταπό: η ρωσική ασχήμια ή η γερμανική μέθοδος να θησαυρίζει κάνεις με τίμιο μόχθο; "
_"Τι άσχημη σκέψη" φώναξε ο στρατηγός.
-"Τι ρωσική σκέψη" φώναξε ο Γάλλος. (...)
"Εγώ όμως προτιμώ να περάσω ολόκληρη τη ζωή μου σε σκηνή Τσερκέζων" φώναξα" παρά να προσκυνώ αυτό το γερμανικό είδωλο"
(Φιόντορ Ντοστογιέβσκι "Ο παίκτης")
Στους αξιωματικούς του ρωσικού τσαρικού στρατού άρεσαν τα τυχερά αλλά και τα επικίνδυνα παιχνίδια. Τοποθετούσαν στις θαλάμες του περιστρόφου μια σφαίρα. Ο κύλινδρος έκλεινε και στριφογύριζε. Οι συμμετέχοντες δεν γνώριζαν πού βρίσκεται η σφαίρα. Κατόπιν έφερναν το περίστροφο στον κρόταφό τους και πατούσαν τη σκανδάλη. Το παιχνίδι αυτό με το θάνατο πολλές φορές ήταν τρόπος μονομαχίας, άλλες φορές ήταν στοίχημα ή επίδειξη απόλυτης αδιαφορίας προς το θάνατο. Ήταν πρόκληση στο πεπρωμένο, στη τυφλή μοίρα που καθορίζει τις τύχες των ανθρώπων, στο προδιαγεγραμμένο μέλλον και μια προσπάθεια τροποποίησης της φοράς των γεγονότων.
Η μοίρα, όπως ακριβώς γυρίζει τη ρουλέτα έτσι γυρίζει και τον κύλινδρο στο περίστροφο. Ο ίδιος παροξυσμός του παιχνιδιού, του στοιχήματος μεταξύ των αξιωματικών αλλά κυρίως του στοιχήματος με τη μοίρα και της παρέμβασης στο προκαθορισμένο και στην πορεία των γεγονότων.
Το φιλοσοφικό ζήτημα της αιτιακής σχέσης ανάμεσα στο προκαθορισμένο, στο τυχαίο γεγονός και στην ελεύθερη βούληση ήταν ένα από τα φιλοσοφικά ζητήματα γύρω από τα οποία γίνονταν έντονες συζητήσεις στις αρχές του 19ου αιώνα. Η μοίρα, η τυφλή δύναμη που κυβερνάει τον κόσμο είναι το θέμα της νουβέλας "Φαταλιστής" (1838) του Μ. Λέρμοντοβ, όπου περιγράφεται ένα στοίχημα ανάμεσα σε αξιωματικούς του στρατού αν θα εκπυρσοκροτήσει το όπλο που ένας από τους αξιωματικούς θα τοποθετήσει στον κρόταφό του. Ο ήρωας της νουβέλας, που είναι μανιώδης παίκτης, σε μια συζήτηση για το αν υπάρχει πεπρωμένο ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει, γιατί στην περίπτωση που υπάρχει τότε δεν θα υπήρχε λόγος να μας δοθεί η ελεύθερη βούληση αλλά ούτε και η νόηση.
"Όλα αυτά είναι βλακείες, είπε κάποιος, αυτοί οι πιστοί πού είδαν τον κατάλογο πάνω στον οποίο καθορίζεται η ώρα του θανάτου μας; Και αν πράγματι υπάρχει το πεπρωμένο, τότε για ποιο λόγο μας δόθηκε η ελεύθερη βούληση, η νόηση; τότε γιατί να είμαστε υπόλογοι για τις πράξεις μας; "(...) (...) Κύριοι! Προς τι οι κούφιες λογομαχίες; Θέλετε αποδείξεις: Σας προτείνω να το δοκιμάσω στον εαυτό μου, μπορεί ο άνθρωπος αυθαίρετα να καθορίσει τη ζωή του ή για τον καθένα μας είναι προκαθορισμένη η μοιραία στιγμή... (...)
-Προτείνω στοίχημα, είπα αστειευόμενος
-Τι στοίχημα;
-Εγώ ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχει πεπρωμένο, είπα εγώ, αφήνοντας στο τραπέζι όσα λεφτά είχα στη τσέπη μου.
Πλησίασε στον τοίχο, στον οποίο κρέμονταν τα όπλα και πήρε ένα τυχαία."
(Μιχαήλ Λέρμοντοβ "Ο φαταλιστής")
Ο αξιωματικός έβαλε στοίχημα με την ίδια την ζωή του ότι δεν υπάρχει γραφτό κι ο άνθρωπος ορίζει την τύχη του. Το όπλο που έφερε στον κρόταφό του δεν εκπυρσοκρότησε. Κέρδισε το στοίχημα με τη μοίρα. Αργότερα όμως το ίδιο εκείνο βράδυ, εντελώς τυχαία, έπεσε νεκρός από μαχαιριά ενός μεθυσμένου Κοζάκου.
Η ρόδα γυρίζει και η τυφλή τύχη καθορίζει ποιος είναι ο κερδισμένος και ποιος ο χαμένος. Η παραστατική δύναμη του τυχερού παιχνιδιού της ρουλέτας συνειρμικά οδήγησε στην ονομασία του εν δυνάμει θανατηφόρου παιχνιδιού με το περίστροφο το οποίο επίσης πήρε την ονομασία ρουλέτα ενώ στις αρχές του εικοστού αιώνα ονομάστηκε ρωσική ρουλέτα.
Στα ρωσικά, στα ελληνικά αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες η έκφραση ρωσική ρουλέτα χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάτι πολύ επικίνδυνο, για κάτι που βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην τύχη ή όταν οι παίκτες καλούνται να συμμετάσχουν διαδοχικά και μέχρι να αναδειχθεί ο νικητής.
Η ρωσική ρουλέτα είναι ριψοκίνδυνο και παράτολμο παιχνίδι με τη μοίρα που μπορεί να αποβεί μοιραίο. Ένα παιχνίδι με την άνομη και ανόητη τύχη όπου ο άνθρωπος ερεθισμένος από την τυφλότητά της κατανοεί ότι η τύχη μπορεί να γκρεμίσει όσα έκτισε η λογική.