Η ΞΑΠΛΩΣΤΡΑ - της Κατερίνας Νανούρη - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Δεν ήξερε αν είχε στρίψει στο σωστό δρόμο. Προχώρησε μερικά μέτρα χωματόδρομου. Συνήθιζε να προχωράει στους δρόμους που της ανοίγονταν δίχως να υπολογίζει την απόσταση, την αντοχή, το κόστος. Λακούβες και μεγάλες πέτρες σκόνταφταν κάτω απ΄τους τροχούς. Της άρεσε αυτό το σκαμπανέβασμα. Δεν ήξερε. Αυτό κινητοποιούσε ακόμη περισσότερο τη διάθεσή της να φτάσει. Ήταν περασμένος Ιούνης και το νησί ήταν ακόμη αρκετά έρημο.

Δεν ήταν πολλά καλοκαίρια πίσω που είχε έρθει μαζί του στο νησί της Αφροδίτης. Καλοκαιρινά φιλιά κι ο χρόνος να μοιάζει αιώνιος. Τώρα μόνη. Σχεδόν μετάνιωνε, τη στιγμή που κατέβηκε στο λιμάνι, την απόφασή της να βρεθεί ξανά εκεί μετά τον χωρισμό τους. Περασμένα σαρανταπέντε, σιγομουρμούριζε η μάνα της όταν έκλεινε τη βαλίτσα της, χάλασες τη ζωή σου κι άλλα τέτοια πικρόχολα κι αναληθή λόγια που είχε κι εκείνη πάρει- όσο κι αν τασσόταν κατά τέτοιων κλισέ- να πιστεύει.  

Ήταν σχεδόν απολαυστικό να βλέπει τους ίδιους και τους ίδιους παραθεριστές κάθε μέρα, σαν με τρόπο μυστικό να συννενοούνταν και να βρίσκονταν στα ίδια μέρη. Ένας δωρεάν τρόπος να εστιάζει στους άλλους, μια φυσική υπεκφυγή από σκέψεις που την ακινητοποιούσαν. Στο τέλος του χωματόδρομου πάρκαρε και κατέβηκε. Προχώρησε στον Χαλκό, άπλωσε την πετσέτα της και σχεδόν αμέσως βούτηξε στη θαλασσινή αγκαλιά. Βουτούσε και ξαναβουτούσε. Το κορμί της το ένιωθε ανάλαφρο, σπαρταριστό. Το βλέμμα της καρφώθηκε στους παραθεριστές.

Ο ανάπηρος άντρας που είχε ξαναδεί το προηγούμενο μεσημέρι στην ταβέρνα κολυμπούσε περίπου στην ίδια ευθεία με εκείνη. Αν κάποιος τον παρατηρούσε από μακριά θα έβλεπε μόνο το κεφάλι του και πότε πότε τα χέρια του. Ήταν ένα μεγάλο ψάρι που έκοβε βόλτες. Στην ακτή περίμενε το καροτσάκι, μαζί με τον φίλο του. Μεσήλικες άντρες που απολάμβαναν τις διακοπές τους. Ο φίλος όμως δεν έμπαινε στο νερό. Περίεργο, σκέφτηκε. Έμοιαζε να θέλει να έχει τον έλεγχο του ψαριού του απ΄την ακτή. Λίγο πιο κει μια οικογένεια. Ίσως χθες ή προχθές τους είχε συναντήσει; Κορμιά με ζάρες και αφυδατωμένες κουβέντες. Καφές και τσιγάρα με μαγιό αποκαλυπτικό η μητέρα, χαμένη ματιά ο πατέρας και το παιδί που ρουφούσε δυνατά το μιλκσέικ. Η ομπρέλα τους γκρι ασημένιο τρεμόπαιζε από το ελαφρύ αεράκι, κράτα τη μέχρι να βγω φώναζε ο πατέρας στον γιο, μα ο γιος ακολουθούσε την μητέρα που απομακρυνόταν για την καντίνα αναζητώντας άλλον έναν καφέ ή ποιος ξέρει τι; Μαλακισμένο, είπε ο πατέρας προσπαθώντας να βγει απ΄τη θάλασσα μα τα βότσαλα τον εμπόδιζαν να σταθεί. Ανισόρροπα βήματα αυτός, αστέριωτη κι η ομπρέλα. Γύρισε το βλέμμα της ξανά προς τη θάλασσα. Μια μητέρα στην ηλικία των γονιών που έπαιζε με τον γιο της στη θάλασσα, μακροβούτια και πιτσιλίσματα. Ο πατέρας με τα ανισόρροπα βήματα τους χάζευε ώρα. Τη γυναίκα ή το ταιριάσμα μάνας-παιδιού; Ο αέρας έπιασε να δυναμώνει. Ένα παιδί. Ακόμη δεν είχε καταλάβει το κόστος του ερχομού ή της απουσίας του. Ξαναβούτηξε.

Με την άκρη του μάτιου της ξαναχάζεψε το καροτσάκι. Ο φίλος του ανάπηρου είχε πιάσει κουβέντες με μια παρέα φίλων, μισοί στο νερό μισοί εκτός. Δεν άντεχε να βγει. Σαν να ήθελε να βρίσκεται κοντά στον ανάπηρο άντρα. Σε λίγο ο ανάπηρος έκανε να βγει στην ακτή μα με έναν τρόπο ασθενικό σαν ψάρι που πιάστηκε στα δίχτυα. Η όρθια παρέα τον περίμενε με μια ξαπλώστρα για να τον βοηθήσουν να βγει. Βλέμμα επιθετικό το ψάρι έτοιμο να σωθεί από τους σωτήρες του ή μήπως θηρευτές του; Είχε φτάσει σχεδόν δίπλα τους κολυμπώντας το ίδιο ήσυχα και διστακτικά. Εκείνοι άπλωσαν τα χέρια τους να τον μεταφέρουν στην ξαπλώστρα. Μα με μια απότομη κίνηση ο ανάπηρος κούνησε τα χέρια του και έκανε ένα μεγάλο σπλατς στη θάλασσα. Ξανανοίχτηκε πάλι βουτώντας το κεφάλι μέσα, ενώ ο φίλος του του φώναξε κάτι ιταλικές βρισιές. Το ψάρι έφτανε σχεδόν γρήγορα στα ανοιχτά. Τον κοιτούσε. Τον σκεφτόταν να εξαφανίζεται από εκείνη την παραλία και να ανοίγει πλώρη για άλλη παραλία ή ακόμη και για άλλο νησί. Φευγαλέα σκέφτηκε να ξαναβουτήξει και να τον ακολουθήσει. Κάτι μέσα της σκίρτησε. Βγήκε, μάζεψε τα πράγματά της και πήγε προς το αμάξι.

Στον ανηφορικό χωματόδρομο σε μια απότομη στροφή μια πέτρα σφηνώθηκε στον τροχό και το αμάξι γρίλισε σαν κραυγή ζώου. Σταμάτησε. Κοίταξε τον γκρεμό και τον Χαλκό που απλωνόταν μπροστά της. Μια κουκίδα στη θάλασσα. Ήταν άραγε το ψάρι; Με την άκρη του ματιού της είδε στον γκρεμό μια σπασμένη ξαπλώστρα. Την έπιασαν τα κλάματα μα και μία ακατανίκητη αυτοπεποίθηση. Μπήκε στο αμάξι, πάτησε με φόρα το γκάζι και το ξεμπλόκαρε. Σε λίγο θα έστριβε στον κεντρικό.  Μια θαλάσσια μήτρα ήταν το καλοκαίρι. Κι εκείνη, το είχε πια αποφασίσει. Θα γινόταν ψάρι.

Κατερίνα Νανούρη

Η Κατερίνα Νανούρη γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι απόφοιτη του τμήματος «Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικού-Ψυχολογίας» του ΕΚΠΑ. Παράλληλα, είναι απόφοιτη του μεταπτυχιακού προγράμματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας «Επιστήμες της Αγωγής: Παιδαγωγικό Παιχνίδι και διαχείριση εκπαιδευτικού υλικού» Σήμερα, φοιτά στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΕΑΠ «Δημιουργική γραφή». Αγαπά την ανάγνωση ενώ επιχειρεί και απόπειρες συγγραφής.






Αναρτήθηκε από: