Αιμίλιος - του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Το φέρετρο ήταν ήδη στην εκκλησία και, περιμένοντας τον παπά, η Λετίτσια έκανε την στερνή παρέα με το στεφάνι της. Δίπλα της λαμπάδες οι δύο κόρες της με στεγνά πια τα μάτια από τον ολονύκτιο θρήνο. Η μικρή πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο. Στα καφενεία δεν είχε καρέκλα να κάτσεις. Ο Αιμίλιος ήταν αγαπητός συχωριανός και στο ξόδι του δεν έλειπε κανείς. Σιγά-σιγά ερχόταν φίλοι, συγγενείς από την πόλη και μακρινά χωριά, μερικοί ήρθαν και από την πρωτεύουσα. Αν υπήρχε τρόπος να κρυφακούσεις ταυτόχρονα όλες τις παρέες, θα διαπίστωνες ότι οι συζητήσεις ήταν περίπου κοινές: «Κρίμα στον Αιμίλιο. Μόνο 72 χρονών. Αυτή η αρρώστια θα μας φάει όλους…».

Κάποιος αναγνώρισε έναν παλιό γνώριμο μέσα στο πλήθος: «Βρε, ο Σάββας» και έδειξε έναν καλοντυμένο νέο άντρα. Ο άντρας συνοδευόταν από μια καστανομάλα και έναν μελαχρινό πιτσιρικά, όχι πάνω από τεσσάρων χρονών.

  • Σάββα, εσύ είσαι μωρέ;
  • Εγώ βρε παιδιά, εγώ είμαι.
  • Ήρθες ε; Από πού ήρθες;

Μερικοί νεότεροι σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους για να κάτσει ο Σάββας και η γυναίκα.

  • Από την Αγγλία χωριανοί, από την Αγγλία ήρθα. Να σας συστήσω την Ίρμα, τη γυναίκα μου. Αυτός είναι ο γιος μου.

Του σφίγγουν το χέρι, τον αγκαλιάζουν, μερικοί του κάνουν καλαμπούρια ξεχνώντας την περίσταση της κηδείας.

  • Για τον Αιμίλιο, ε; Από την Αγγλία…
  • Ναι, για τον Αιμίλιο, από την άκρη του κόσμου θα ‘ρχόμουνα.
  • Μπράβο ρε Σάββα, δεν ξεχνάς!

Ναι, δεν ξεχνάει. Όταν οι πολλές ερωτήσεις τελειώνουν, ο Σάββας αναθυμάται τα παλιά. Όταν ήρθε πρώτη φορά στο χωριό, ήταν δεν ήταν 13 χρονών. Τότε τον έλεγαν Σάλεχ.  Προσφυγόπουλο ασυνόδευτο. Οι δικοί του άφαντοι. Άλλοι νεκροί, άλλοι εξαφανισμένοι, άλλοι ξέμειναν στην απέραντη φυλακή της έρημης χώρας. Ο Σάλεχ φορτώθηκε από κάποιον θείο σε κάποιο καραβάνι προσφύγων και ταξίδεψε μέρες και βδομάδες. Ψηλά βουνά, φουσκωμένα ποτάμια, δρόμοι στο πουθενά, ανώνυμα χωριά, μια μεγάλη θάλασσα και στο τέλος μια άγνωστη χώρα, οι συμπατριώτες του στο καμπ τού είπαν πως ήταν το «Yunan», οι ντόπιοι την έλεγαν αλλιώς.

Ήταν ασυνόδευτος και του είπαν ότι θα τον μετέφεραν σε ένα ωραίο μέρος όπου θα τον πρόσεχαν. Λεωφορείο, πλοίο και μετά πάλι λεωφορείο. Ένα λεωφορείο που πήγαινε και ανέβαινε, ανέβαινε και πήγαινε και τον κατέβασε σε ένα μέρος όπου έβλεπες μόνο βουνά. Του έλεγαν ότι ήταν νησί, αλλά αυτός έβλεπε μόνο βουνά. Αυτό δεν τον πείραξε, έτσι κι αλλιώς στην πατρίδα του δεν είχε θάλασσα. Τον πείραζε όμως η μοναξιά.

Στο οικοτροφείο ασυνόδευτων ανηλίκων ζορίστηκε. Όλοι ξένοι, όλοι απειλητικοί. Τον πήγαν και στο σχολείο. Οι εκπαιδευτικοί ήταν φιλικοί και χαμογελαστοί. Δε φτάνουν όμως μόνο τα χαμόγελα. Τα βιβλία μουτζούρες ακαταλαβίστικες, η γλώσσα ξένη, τα παιδιά άγνωστα. Όλος ο κόσμος ένας ενοχλητικός βόμβος. Κοιμόταν λίγο, έτρωγε λίγο, έκλαιγε πολύ.

Πάνω του έπεσε το βλέμμα του Αιμίλιου, ενός πενηνταπεντάρη φύλακα. Κοιλίτσα, φαλάκρα, μουστάκι. Γελούσε λίγο, μιλούσε λιγότερο. Το βλέμμα του όμως ο Σάλεχ δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Βλέμμα γεμάτο ανησυχία και ενδιαφέρον. Μια φορά που είχε απομονωθεί με κλάματα, ο Αιμίλιος τον πήρε και τον πήγε στο σπίτι του. Κάτι είπε στη Λετίτσια και αυτή γέλασε και τον αγκάλιασε. Έφαγαν μαζί. Του έδειξαν στις κορνίζες τις δύο κόρες τους, μεγάλες πια, μάλλον έλειπαν, ποιος ξέρει πού. Αργότερα έμαθε ότι η Μαρία και η Αντωνία δούλευαν στην Αθήνα. Κουβέντες δεν αντάλλαξαν, η γλώσσα μεγάλο εμπόδιο. Για πρώτη φορά όμως μετά από πολλούς μήνες ο Σάλεχ ένιωσε ασφάλεια.

Από τότε έγινε η ουρά του Αιμίλιου. Ο Αιμίλιος τον έπαιρνε στον μανάβη και στον μπακάλη, τον κερνούσε στο καφενείο και τον σύστηνε στους χωριανούς. Αυτοί με την σειρά τους τον βάφτισαν Σάββα, το Σάλεχ τους φάνηκε πολύ εξωτικό για να το θυμούνται. Το Πάσχα γνώρισε και τα κορίτσια τους και κάποιες φορές ένιωθε πως είχε μαμά, μπαμπά, αδελφές, κάτι δηλαδή που έμοιαζε με κανονική ζωή.

Ο Σάββας έμαθε γρήγορα τη γλώσσα και ανταποκρινόταν στο σχολείο κάθε μέρα και καλύτερα. Το καλοκαίρι οι δύο αδελφές τού έκαναν και έξτρα μαθήματα ελληνικών. Στο δρόμο και στις συναναστροφές μιλούσε με ντοπιολαλιά. Μερικές λέξεις βέβαια παρέμεναν ένα μυστήριο. Για παράδειγμα, κάθε φορά που ο Αιμίλιος τον έφερνε απροειδοποίητα στο σπίτι, η Λετίτσια έλεγε το «βρισκούμενο». Τι είναι το «βρισκούμενο», Αιμίλιε; Και ο Αιμίλιος γελούσε και δεν απαντούσε. Αργότερα ο Σάββας κατάλαβε: Το «βρισκούμενο» ήταν ένα πιάτο που ήταν αδύνατο να το φας στα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου, αλλά το είχε η Λετίτσια. Με τον καιρό συνειδητοποίησε ότι παρόμοια πιάτα σερβίρονταν στα περισσότερα σπίτια του χωριού. Τη συνταγή δεν την είχε δει γραμμένη πουθενά, αλλά την ήξεραν  οι πιο πολλές γυναίκες.

Μεγαλώνοντας ο Σάββας άνοιξε τα φτερά του, ταξίδεψε, δούλεψε, αγάπησε, έστησε σπιτικό. Το χαμπέρι του Αιμίλιου τον βρήκε στο Λονδίνο.

Η καμπάνα τον βγάζει από τις σκέψεις του. Με την Ίρμα λίγο σαστισμένη μπαίνουν στην εκκλησία. Σκύβει πάνω από το φέρετρο. Δεν είναι χριστιανός, αλλά κάνει το σταυρό του. Για τον Αιμίλιο. Η Λετίτσια και τα κορίτσια, γυναίκες πια κι αυτές με δικές τους οικογένειες, ανοίγουν διάπλατα τα μάτια. Χαίρονται, εκπλήσσονται, λυπούνται, όλα μαζί, δύσκολο να το ξεχωρίσεις. Πέφτουν στην αγκαλιά του Σάββα τους: «Ήρθες αγόρι μου;» «Αλίμονο, ήρθα, πώς δε θα ‘ρχόμουνα; Από δω η γυναίκα μου, η Ίρμα. Κι ο γιος μου». Η Λετίτσια χαϊδεύει το κεφάλι του πιτσιρίκου. Τα κορίτσια τον ρωτάνε στ’ αγγλικά το όνομά του.

«Emilio», τους λέει με σβησμένη φωνή.

Τώρα ο παπάς περιμένει από πάνω τους να αρχίσει να ψέλνει. Οι γυναίκες έχουν αφήσει το φέρετρο και βρέχουν με τα δάκρυά τους το κεφάλι του μικρού που τα ‘χει χαμένα.

“Emilio”, ναι, «Αιμίλιο, τονε λένε», επαναλαμβάνει ο πατέρας του, που δε θυμάται ούτε ο ίδιος πια αν το όνομά του είναι Σάλεχ ή Σάββας.

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου

Σημ: Ο Αιμίλος ήταν υπαρκτό πρόσωπο όπως πραγματική είναι η ιστορία του «Σάββα» του οποίου άλλαξα το όνομα. Η οικογένεια του Αιμίλιου είχε την ευγένεια να μου επιτρέψει να μεταπλάσω την βασική ιστορία, όπως ήθελα και την ευχαριστώ γι’ αυτό.

Το κείμενο «Αιμίλιος» γράφτηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής της Κατερίνας Νανούρη. Είναι μέρος μιας σειράς κειμένων πάνω σε μια ιδέα της Κατερίνας Μαντίλ με κοινό τόπο «το βρισκούμενο».






Αναρτήθηκε από:

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου